«Ντεσπεράντος»; «Αβράκωτοι»; Ή άλλοι;

Σκέψεις για τις εξεγέρσεις που έγιναν και που έρχονται
Βασίλης Καραποστόλης*

Ποτέ η απόγνωση δεν έλυσε τα πολιτικά ή τα κοινωνικά προβλήματα. Το πάθος των αδικημένων, η οργή τους, αυτά ναι, υπήρξαν κινητήρες πραγματικών αλλαγών. Μόνο όμως όταν δεν κατρακύλησαν προς τα βάθη εκείνα όπου ανακυκλώνεται η μνησικακία. Σήμερα, που ορισμένοι χαιρετίζουν εκ του ασφαλούς και γενικώς τις αναταραχές στο Λονδίνο –όπως έκαναν και για τα ανάλογα γεγονότα στο Παρίσι και στην Αθήνα πριν από λίγα χρόνια– παραλείπουν να μας πουν σε ποια βάση στηρίζουν την άνευ όρων συγκατάθεσή τους. Η ιστορία έχει δείξει ότι το αυθόρμητο δεν μπορεί να πάει μακριά. «Αλλά γιατί να πάει;», θα πουν οι σύγχρονοι υποστηρικτές του. Από το να μη γίνεται τίποτα εναντίον της κυριαρχίας των κερδοσκόπων, ας γίνεται τουλάχιστον μια αναμπουμπούλα που θα τους τρομάζει και ίσως κάπως και να τους συγκρατεί. Αυτό πρεσβεύουν. Αν όμως μας ενδιαφέρει πραγματικά να ανιχνεύσουμε τι θα μπορούσε να ορθωθεί απέναντι στην απληστία, δεν μπορούμε να μην είμαστε δύσπιστοι μπροστά στο πλιατσικολόγημα των μαγαζιών που ονομάζεται ξεσηκωμός, μπροστά στον βανδαλισμό που ονομάζεται «τιμωρία των εχόντων».

Στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στην Αθήνα, είδαμε μέσα σε έκτακτες συνθήκες να σχηματίζεται ένα ανθρώπινο μείγμα που δεν ήταν και τόσο νέο όσο μας το παρουσιάζουν συχνά. Από μιαν άποψη, μια καινούργια κατηγορία «αβράκωτων» (απογόνων των sans culotte της γαλλικής προεπαναστατικής περιόδου) ενώθηκε με μια καινούργια κατηγορία «ντεσπεράντος», ανθρώπων που σε συνθήκες ομαλής διακυβέρνησης σέρνονται μες στη δυστυχία και την αδράνεια, αλλά όταν ξεσπά μια αναταραχή, ξεπετάγονται και οι ίδιοι και με μια απροσδόκητη ορμή μπαίνουν μέσα στον χορό και μάλιστα όχι σε ρόλους κομπάρσων.

Αυτό συνέβη στις μεγαλουπόλεις της Δύσης. Οι στερημένοι από τη μία, οι εντελώς παραγκωνισμένοι από την άλλη, επανέφεραν βίαια στο προσκήνιο το παλαιό ζήτημα: μπορεί η «λύσσα της ανημπόριας» να γίνει πραγματική πολιτική δύναμη και να ανατρέψει το εκάστοτε παλαιό καθεστώς; Στο ερώτημα έχουν δώσει πικρές απαντήσεις οι έως τις μέρες μας επαναστάσεις. Η γαλλική, η αμερικανική, η μπολσεβίκικη, οι αντιαποικιοκρατικές επίσης. Σε όλες τους, όποτε οι ηγέτες παραχώρησαν παραπάνω εμπιστοσύνη στην πηγαία δύναμη των μαζών απ’ όσο χρειαζόταν, το τίμημα ήταν βαρύ. Χρειάζεται, άραγε, να θυμίσουμε την καταδίκη από τον Ροβεσπιέρο των «λαϊκών εταιρειών» (οργανώσεις βάσης των πολιτών) ή από τον Λένιν την ουσιαστική εξουδετέρωση των σοβιέτ; Ανάλογη ήταν η στάση του Λουμούμπα στο Κονγκό και του Μάο Τσε Τουγκ στην Κίνα.

Είναι φαίνεται νόμος αυτός, ένας νόμος στα όρια του τραγικού. O, τι δίνει αίμα στην επανάσταση, αυτή η τρομερή «δύναμη της γης», όπως αποκαλούσαν οι Γάλλοι διαφωτιστές την ακαταμάχητη θέληση των φτωχών και απόκληρων, αυτό το ίδιο είναι που με την πλημμυρίδα του μπορεί να πνίξει τη διεκδίκηση του πιο ουσιώδους: της πολιτικής ελευθερίας. Oταν πεινάει ο λαός, είναι ικανός να στραγγαλίσει οποιονδήποτε του στερεί το ψωμί, για τον ίδιο λόγο όμως θα μπορούσε και να συναινέσει με οποιονδήποτε του εξασφάλιζε το ψωμί, με αντάλλαγμα να ξεχάσει ότι έχει και κάποιο δικαίωμα στη διακυβέρνηση.

Είναι χρήσιμο εδώ να έχουμε κατά νουν τον ορισμό του Μοντεσκιέ. Πολιτική κατ’ αυτόν είναι «να μπορείς να κάνεις αυτό που πρέπει να θέλεις». Δεν αποκλείεται, επομένως, καθόλου το συμφέρον μερικών ολίγων να ζητεί στο εξής από τον πληθυσμό να θέλει μόνο να χορταίνει. Αυτό «πρέπει» να θέλει. Κι αυτό ακριβώς φαίνεται πως είναι η απώτερη ευχή των κατόχων και διαχειριστών του παγκόσμιου χρήματος. Ιδεώδες γι’ αυτούς θα ήταν να πεινάμε (αλλά όχι και πάρα πολύ), να ικετεύουμε μερικά ψίχουλα, να μας τα δίνουν, να μας τα ξαναπαίρνουν κι εμείς να μη ζητάμε τίποτε άλλο εκτός απ’ τα ψίχουλα που μας πήραν πίσω. Μας θέλουν να φοβόμαστε μήπως γίνουμε πραγματικά φτωχοί και παράλληλα μας επιτρέπουν (όταν ο κόμπος φθάσει στο χτένι) να μη φθάσουμε και στην κατάσταση των απελπισμένων, χορηγώντας μας μια δόση εκπαίδευσης, τόση ώστε να μπορούμε να παρακολουθούμε από τις ειδήσεις στην τηλεόραση όσα (αναπόφευκτα) συμβαίνουν, αλλά και να διαβάζουμε στα περιοδικά ότι υπάρχουν κι άλλα πράγματα στον κόσμο εκτός από μισθούς που κόβονται. Υπάρχουν και μερικά ευχάριστα, λένε. Δείτε τα. Δείτε τις «μικροχαρές» της ζωής. Είναι κρίμα να νομίζετε ότι εσείς είστε πιο μεγάλοι από εκείνες.

Τέτοια είναι η στρατηγική τους. Και το να την αντιμετωπίζεις με το αυθόρμητο είναι ένας άλλος τρόπος να πεις πως δεν σου είναι κι εντελώς ανυπόφορο να μην έχεις ελπίδα.

*Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή - Ημερομηνία δημοσίευσης: 28-08-11