Ελληνική Επανάσταση 1821 - 1828

«Το έθνος αγωνίστηκε για την πίστη και την πατρίδα· με το σταυρό και το σπαθί απέκτησε την ελευθερία του. Οι μάρτυρες της ορθόδοξης πίστης και οι γενναίοι πρόμαχοι του εθνισμού είναι οι δίδυμοι αστέρες της ελληνικής ελευθερίας».

Εν Αθήναις, 1η Σεπτεμβρίου 1869, Κ. Ν. Σάθας

Η Ελληνική Επανάσταση, που ξέσπασε στην Πελοπόννησο το Μάρτιο του 1821, εκτός από την επετειακή και τη συμβολική διάσταση που έχει για όλους τους Έλληνες, αποτελεί και πεδίο συζήτησης που αφορά στην εθνική συνείδηση και στην εθνική ταυτότητα. Το ερώτημα αν το έθνος γέννησε το κράτος και τον εθνικισμό ή ο εθνικισμός και η απαίτηση μιας κοινότητας για τη δημιουργία μιας πολιτικής οντότητας δημιούργησαν το έθνος με τη σύγχρονη έννοια του όρου συνεχίζει να απασχολεί τις ιστοριογραφικές αποδόσεις της ελληνικής ιστορίας και ιδιαίτερα όσες αφορούν την Ελληνική Επανάσταση. Το βιβλίο της Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού που είχε συγγράψει για λογαριασμό του υπουργείου Παιδεία η κυρία Ρεπούση, δημιουργώντας σάλο με αποτέλεσμα την απόσυρσή του, καθώς επίσης και το ντοκιμαντέρ του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ με τον τίτλο «1821», που προβάλλεται αυτή την περίοδο, «έβγαλαν» αυτά τα ερωτήματα από το στενό κύκλο των επαγγελματιών ιστορικών και τα έφεραν στην καθημερινή συζήτηση της κοινωνίας.

Το σχήμα στο οποίο στηρίχτηκε η εθνική ιστοριογραφία και αποτελεί ακόμη και σήμερα το σημείο αναφοράς για την εθνική ταυτότητα στο συλλογικό υποσυνείδητο είναι αυτό που πρώτος διατύπωσε ο μεγάλος Έλληνας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, η συνέχεια του Ελληνισμού, Αρχαία Ελλάδα – Βυζάντιο – Νεώτερη Ελλάδα. Ο Παπαρρηγόπουλος απάντησε με αυτό το σχήμα στην αμφισβήτηση για τη συνέχεια του ελληνικού έθνους που είχε διατυπωθεί από τον Φαλμεράιερ. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν η πρώτη επιστημονική διαμάχη για το ζήτημα. Ο Παπαρρηγόπουλος, ως φωτισμένος διανοούμενος, αποφεύγει να πέσει στην παγίδα της βιολογικής συνέχειας με φυλετικά χαρακτηριστικά, που λογικά θα έκανε ευάλωτη τη θεωρία του, και μιλά ουσιαστικά για την πολιτισμική συνέχεια του ελληνισμού από την Αρχαία Ελλάδα μέχρι το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης με κύριο στοιχείο την ελληνική γλώσσα.

Η ελληνική γλώσσα, με τους τοπικούς ιδιωματισμούς και τις διαλέκτους, αποτελούσε το βασικό συνεκτικό στοιχείο των διάσπαρτων ελληνικών κοινοτήτων, το οποίο επιβίωσε καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας και παρέπεμπε στην Αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο. Αυτοί που μιλούσαν την ελληνική γλώσσα είχαν και ένα άλλο κοινό στοιχείο που τους έκανε να αυτοπροσδιορίζονται και να ετεροπροσδιορίζονται: Κατά το μεγαλύτερο μέρος τους ήταν χριστιανοί. Ο συνδυασμός αυτών των δύο βασικών συστατικών στοιχείων ήταν που στήριξε την αίσθηση μιας εθνικής συνείδησης στο διάβα των αιώνων. Ειδικά για τη γλώσσα, ο σύγχρονος Έλληνας ιστορικός Νίκος Σβορώνος, στη μελέτη του Το ελληνικό έθνος: Γένεση και διαμόρφωση του νέου Ελληνισμού, είχε μιλήσει για τη «συνδετική και αφομοιωτική λειτουργία της», που την καθιστά το συντηρητή, σύμφωνα με τον καθηγητή Νάσο Βαγενά, της πολιτισμικής συνέχειας του ελληνισμού.

Για να φτάσουμε όμως στο ξέσπασμα της Επανάστασης, πέρα από τα πολιτισμικά στοιχεία που ενώνουν το λαό, χρειάζονται και αυτοί που αφομοιώνουν τις νέες ιδέες και εκσυγχρονίζουν την ήδη υπάρχουσα εθνική ιδεολογία. Αυτό κάνουν οι Έλληνες διαφωτιστές, η ελληνική αστική τάξη και οι Φαναριώτες που ζουν μακριά από την περιοχή όπου τελικά θα επικρατήσει η Ελληνική Επανάσταση. Η Φιλική Εταιρεία, που αποτελεί μια «συνωμοτική» οργάνωση ευρωπαϊκών προτύπων, συνδράμει στη συγκρότηση ενός έστω υποτυπώδους και αρχικού σχεδίου οργάνωσης όλων αυτών των ετερόκλητων στοιχείων. Την επανάσταση όμως θα την κάνουν πράξη οι Έλληνες οπλαρχηγοί και ο απλός λαός που συνδράμει με όλες του τις δυνάμεις στον αγώνα. Είναι αυτό που λέει και ο Μακρυγιάννης, το οποίο ταιριάζει απόλυτα στο απόσπασμα του Σάθα που παραθέσαμε: «Βάναμε όλοι πλάτες, όχι ένας».

Το γεγονός ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός μπορεί να κήρυξε την Επανάσταση στην Πάτρα και όχι στην Αγία Λαύρα και ότι το Κρυφό Σχολειό μπορεί να μην υπήρχε σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης αλλά σίγουρα σε εποχές μαζικών εξισλαμισμών, όπως τότε που περιδιάβαινε την Ελλάδα ο Κοσμάς ο Αιτωλός, δεν μειώνει τη σπουδαιότητα και τη σημασία της εθνικής παλιγγενεσίας για την ελληνική και την παγκόσμια ιστορία, καθώς και τον εθνικό της χαρακτήρα που έχει αναφορές σε ένα πραγματικό ιστορικό παρελθόν.

Αναδημοσίευση από τα Επίκαιρα - Ημερομηνία δημοσίευσης: 24-03-11