Ορθοδοξία και ελληνικότητα

Θεόδωρος Ι. Ζιάκας

     Ο νεότερος ελληνισμός διαφέρει από τον παλαιότερο κατά το ότι ηγετική του παράδοση (παράδοση που καθοδηγεί το πνεύμα των λογίων του) παύει να είναι η Ορθόδοξη και τη θέση της την παίρνει η δυτική παράδοση. Αυτή κυριαρχώντας στην παιδεία του Γένους, αλλοτριώνει προοδευτικά το φρόνημα και το ήθος του. Μας κάνει να χάσουμε την αυτοσυνειδησία μας και να γίνουμε το επαρχιακό περιθώριο που πιθηκίζει τη Δύση. Ο νέος ελληνισμός είναι ο δορυφοροποιημένος περί τα δυτικά πρότυπα ελληνισμός.

Η διαφορά Ορθοδοξίας και ελληνισμού

     Ποια η διαφορά μεταξύ Ορθοδοξίας και ελληνισμού; Η διατύπωση και μόνο του ερωτήματος αποκαλύπτει ότι, ως έθνος, διατελούμε εν πλήρει συγχύσει. Η σύγχυσή μας είναι πολύτροπη και μπορεί να συνοψιστεί σε δύο διαμετρικά αντίθετες απαντήσεις:

     α) Ο ελληνισμός και η Ορθοδοξία δεν έχουν τίποτε κοινό: αλληλοαποκλείονται. Αυτή είναι η πεποίθηση των φασιζόντων εθνικιστών, των «ελληνιζόντων» και «ελληνοκεντρικών», που θεωρούν τον χριστιανισμό «εβραϊκό μίασμα» και «τάφο» του ελληνισμού. Είναι επίσης η πεποίθηση των «ρωμανιστών» και της συντηρητικής ιεραρχίας του Φαναρίου, που θεωρούν την Ορθοδοξία «υπέρβαση» της ελληνικότητας και κάθε εθνισμού – ότι το Βυζάντιο δεν ήταν τάχα μια αυτοκρτορία ελληνική και ότι η Ελληνική Επανάσταση κατά των Τούρκων ήταν «μεγάλο λάθος». Είναι τέλος οι φωταδιστές κάθε απόχρωσης, που απεχθάνονται την Ορθοδοξία (ο καθένας για τους δικούς του λόγους) και θα ήθελαν πολύ να την εξοβελίσουν τελείως από τον ελληνισμό. Σ’ αυτούς τους τελευταίους ανήκουν και όλοι οι, κατά τον π. Θεόφιλο Φάρο, «προοδευτικοί της εποχής του χαλκού» - από τη Δεξιά μέχρι την άκρα Αριστερά.

     β) Ο ελληνισμός και η Ορθοδοξία ταυτίζονται. Στην κατηγορία αυτή ανήκει ο αλήστου μνήμης «ελληνοχριστιανισμός», οι ευσεβιστικές οργανώσεις, οι διάφοροι «συντηρητικοί».

     Οι απαντήσεις αυτές βάζουν τον ελληνισμό στην κλίνη του Προκρούστη και συνοψίζουν τις διάφορες μορφές μιας εθνικής συνείδησης τυπικά μανιχαϊστικής. Υποδηλώνουν το θλιβερό πολιτιστικό επίπεδο των διαφόρων συνιστωσών του σύγχρονου εθνικού μας σχηματισμού και περιγράφουν συνάμα το μέγεθος της εθνικής μας αλλοτρίωσης. Την άποψη ότι Ορθοδοξία και ελληνισμός ούτε ταυτίζονται ούτε αλληλοαποκλείονται ελάχιστοι την καταλαβαίνουν.

     Η Ορθοδοξία είναι παράδοση, ενώ ο ελληνισμός είναι ιστορικό υποκείμενο. Είναι διαφορετικές κατηγορίες. Επομένως δεν μπορούν να συγκριθούν – ώστε να «ταυτισθούν» ή να «αλληλοαποκλεισθούν». Η προσωπικότητα αυτού του συλλογικού υποκειμένου, νοούμενη ως συμβολή της πολιτισμικής του ενέργειας, μέσα στην Ιστορία, με τη σύνολη πολιτισμική ενέργεια της ανθρωπότητας, περιλαμβάνει την ορθόδοξη παράδοση, ως κεντρική συνιστώσα, που βεβαίως αναχωνεύει μέσα της το αρχαίο πνεύμα. Το έθνος όμως διαστέλλεται από τη μεταβαλλόμενη ιστορική του προσωπικότητα και την περιλαμβάνει, όχι μόνο αναδρομικά-οπισθοβατικά, αλλά και προεξοφλητικά-δυναμικά. Είναι λάθος να ξεκινά κανείς από την προφάνεια της απουσίας «υποστατικού φορέα», στην περίπτωση του συλλογικού υποκειμένου, για να εξαντλήσει το έθνος στα όποια ιστορικά δεδομένα της προσωπικότητάς του, ταυτίζοντας ουσιαστικά το έθνος με την προσωπικότητά του και κατ’ επέκταση με την κεντρική συστατική της παράδοση.*

     Σύγκριση υφίσταται μόνο μεταξύ ελληνισμού και Εκκλησίας, γιατί είναι και οι δύο συλλογικά υποκείμενα. Η σχέση τους είναι μάλιστα ομόλογη της σχέσης πραγματικού-ιδανικού, αφού το εκκλησιαστικό συλλογικό λειτουργεί, στον ορθόδοξο πολιτισμικό χώρο, ως πρότυπο για το εθνικό συλλογικό. Δεν ταυτίζονται. Ούτε αποκλείονται.


* Η διάκριση έθνους και εθνικής προσωπικότητας αποκαλύπτει τον αποπροσανατολιστικό χαρακτήρα της συζήτησης για το τι είναι ελληνικότητα (στην τέχνη, στο ήθος κ.λπ.) σαν να ήταν η ελληνικότητα μια νόρμα, ένα καλούπι, μια συνταγή, ένας μια για πάντα δεδομένος τρόπος. Ξεχνούν ότι το δημιουργικό υποκείμενο μπορεί να πάψει να εκφράζεται με τον καθιερωμένο τρόπο. Θα είναι τότε ο τρόπος του μη ελληνικός; Η ακινητοποίηση σε μια στατική φόρμα σκοτώνει απλώς τη δημιουργικότητα και εξαφανίζει το υποκείμενο. Ελληνικότητα που δεν περιλαμβάνει το υποκείμενο και την απροσδιόριστη εκστατικότητά του, πώς θα μπορούσε να είναι ελληνικότητα; Άλλωστε το έθνος προκύπτει, όπως είδαμε, από τη συλλογική διαχείριση της εκστατικότητας της ανθρώπινης φύσης. Η ύπαρξή του προϋποθέτει ένα επίπεδο ελευθερίας της δημιουργίας και το διασφαλίζει (αυτή είναι άλλωστε η βάση του πατριωτισμού). Όταν ωστόσο κάνουμε συγκριτική αντιπαράθεση αρχαίας, βυζαντινής και νεότερης ελληνικότητας, για να επιλέξουμε ως «αυθεντική» κάποια από τις τρεις (τούτο αποτελεί και κριτήριο διαχωρισμού «ρευμάτων» στους κόλπους της διανόησής μας), απλώς αφαιρούμε το υποκείμενο, αγνοούμε τον φορέα της μιας ή της άλλης μορφής ελληνικότητας. Δεν αντιλαμβανόμαστε ότι το υποκείμενο που είναι παρόν, αυτό που κάνει και την επιλογή, είναι μόνο το σύγχρονο υποκείμενο που προσπαθεί να επενδύσει ανάλογα τη σημερινή του ελληνικότητα.

 

Έκλειψη ή εξαφάνιση;

     Η υπόθεση ότι, από τον εκχριστιανισμό των Ελλήνων και εντεύθεν, η ελληνικότητα αναπαράγεται μέσω της ορθόδοξης παράδοσης, καλύπτει νομίζω το πρόβλημα, αλλά όχι στο σύνολό του. Γιατί: α) η «ταυτότητα» της εθνικής μας προσωπικότητας δεν είναι μόνο θρησκευτική (η θρησκευτική είναι μόνο θεμελιώδης) και β) η Ορθοδοξία δεν καλύπτει πλήρως τη θρησκευτική μας ταυτότητα (την καλύπτει όμως κατά το μεγαλύτερο μέρος).

     Στον νεοελληνικό εθνικό σχηματισμό ξεκινάμε με κεντρική παράδοση την Ορθόδοξη και ηγετική τη δυτική και φθάνουμε στη σημερινή στιγμή, όπου η παραδοσιακή Ορθοδοξία φαίνεται σαν να μην υπάρχει πουθενά. Σημαίνει τούτο ότι ο ελληνικός εθνικός σχηματισμός έχει χάσει την ορθόδοξη θρησκευτική του ταυτότητα; Αν συζητούσαμε για μια «καθαρή» Ορθοδοξία και για μια «καθαρή» δυτικοποίηση, τότε η απάντηση θα ήταν χωρίς καμιά επιφύλαξη καταφατική. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν όχι μόνο θεωρητικό σφάλμα (αφού δεν υπάρχουν «καθαρές ουσίες» στην Ιστορία), αλλά και εμπειρικό-διπιστωτικό σφάλμα, αφού η δυτική παράδοση δεν κατόρθωσε ποτέ να γίνει κεντρική παράδοση στη νεότερη Ελλάδα. Πράγμα άλλωστε που το υπογραμμίζει ο Χ. Γιανναράς. Στη θέση του ορθόδοξου ήθους δεν κατόρθωσαν να βάλουν το δυτικό ήθος οι στρατιές των δυτικιστών – από τον Κοραή μέχρι τον Δημαρά κι από τον Κωλέττη μέχρι τον Καραμανλή. Η «δυτικότητά» μας μένει πάντοτε μια επίφαση, μια παρωδία και μια χωρίς αντίκρισμα κοινωνική ιδεολογία. Δεν μπορεί να αποκτήσει πραγματικό περιεχόμενο.

     Πιο εύλογο θα ήταν να υποστηρίξει κανείς ότι πάψαμε να έχουμε ταυτότητα. Επειδή όμως μιλάμε πρωτίστως για ετερότητα συλλογική και όχι για γνωρίσματα ατομικά, αναφερόμαστε σε κάτι που διαπιστώνεται κάθε φορά που ένα σύνολο Ελλήνων τοποθετείται σε ξένο περιβάλλον και αντιπαρατίθεται με το συλλογικό «έτερον». Όσο μένουμε «μεταξύ μας» είναι φυσικό να βλέπουμε μόνο τα χαρακτηριστικά της ταξικής, της συντεχνιακής και προπαντός της κομματικής μας «ταυτότητας». Χρειάζεται μια επώδυνη μετάθεση σε αλλότριο περιβάλλον για να τα αποκαλύψει με τρόπο ορατό στα μάτια όλων. Γι’ αυτό άλλωστε και η εθνική συνείδηση είναι πιο έντονη στους μετανάστες... Λίγο λοιπόν να ξύσεις το «δυτικοποιημένο» νεοελληνικό συλλογικό και θα δεις να βγαίνει από κάτω η ορθόδοξη κοινότητα. Ανάπηρη βέβαια και παραμορφωμένη, αλλά «ορθόδοξη». Δεν πρέπει να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η συλλογική αφασία μας είναι ακραιφνώς «ορθόδοξη». Το ορθόδοξο «υπόστρωμα», σκληρό αμάλγαμα σφυρηλατημένο στους αιώνες, αντέχει ακόμη στο ισχυρότατο διαλυτικό οξύ του δυτικισμού. Παραμορφώνεται αλλά εξουδετερώνει τη δράση του.

     Είναι η παραμόρφωση έλλειψη «ταυτότητας»; Θα έλεγα ότι η ορθόδοξη «ταυτότητα» υπόκειται σε έκλειψη, κατά τη νεότερη εποχή. «Σκεπάζεται» δηλαδή από «κάτι άλλο». Δεν εξαφανίζεται πραγματικά. Με τη μεταφορική αυτή εικόνα αποδίδεται νομίζω παραστατικά η εκτόπιση της ορθόδοξης παράδοσης από τα κέντρα της εθνικής παιδείας, πράγμα που πριν απ’ όλα σημαίνει εκτόπιση από τα δικά της κέντρα παιδείας και κατάληψή τους από άλλη παράδοση. Η έκλειψη είναι έτσι απώλεια ζωντανής συλλογικής επαφής της κεντρικής μας παράδοσης με τα διαχρονικά της πρότυπα, είναι ένα είδος πνευματικής αφασίας, και ακριβέστερα : απουσία απαντήσεων στα σημερινά προβλήματα εμπνευσμένων από τα πρότυπα αυτά. Πράγμα που σημαίνει συγχρόνως απουσία πραγματικά ορθόδοξης διανόησης. Κεντρική λοιπόν παράδοση παραμένει η ορθόδοξη, αλλά σε ένα είδος χειμερίας νάρκης όπου ο ζωτικός οικουμενικός μεταβολισμός της έχει ανασταλεί.

     Συνοψίζουμε: Αν α) ο ελληνισμός δεν εξαντλείται στην Ορθοδοξία και β) η Ορθοδοξία υπόκειται σε έκλειψη τότε το ερώτημα “Finis Graeciae?”* δεν μπορεί να έχει εντελώς καταφατική απάντηση. Τούτο σημαίνει ότι υπάρχει δυνατότητα άρσης της αλλοτρίωσης. Η δυνατότητα αυτή συνδέεται με συνθήκες εξασθένησης της ακτινοβολίας των δυτικών προτύπων και διαμόρφωσης μιας «ορθόδοξης» διανόησης ικανής να δίνει απαντήσεις στα σημερινά οικουμενικά προβλήματα. Βάζω τη λέξη ορθόδοξη σε εισαγωγικά, γιατί πιστεύω ότι αν μια σύγχρονη διανόηση κατορθώσει κάτι τέτοιο δεν θα μπορεί να αναγνωριστεί ως «ορθόδοξη» από τους σημερινούς κατόχους αυτού του τίτλου.

     Αν τέτοια είναι τα κριτήρια πρέπει να παραδεχτούμε ότι σήμερα η Ελλάδα είναι λιγότερο «τελειωμένη» από όσο πριν από πενήντα, εκατό και διακόσια χρόνια. Σήμερα συνειδητοποιούμε την αλλοτρίωσή μας. Παλιότερα δεν τη βλέπαμε καθόλου.


* «Η αλλοτρίωση, ο αφελληνισμός, η παραλυτική καχεξία οδηγούν φανερά και αναπότρεπτα το ελλαδικό κρατικό σχήμα στο ιστορικό του τέλος». (“Finis Graeciae?”, τίτλος επιφυλλίδας στο Βήμα της 24.11.1986 και εν συνεχεία ομώνυμης έκδοσης (Δόμος, Αθήνα 1987).

 

Απ’ το βιβλίο: Θεόδωρος Ζιάκας, Έθνος και παράδοση, Εναλλακτικές Εκδόσεις