Χρήστος Γιανναράς
Δεν ακούσατε τίποτα για τον τρελό εκείνο άνθρωπο, που μέρα-μεσημέρι άναψε ένα λαδοφάναρο κι έτρεχε στην αγορά φωνάζοντας ασταμάτητα: Ψάχνω για την Ελλάδα! Ψάχνω για την Ελλάδα! Όσοι ήταν εκεί μαζεμένοι, που ποτέ τους δεν πίστεψαν στην Ελλάδα, ούτε και την σκέφτονταν πια, έστω κι αν λέγονταν Έλληνες, ξέσπασαν σε γέλιο δυνατό. Μπας και χάθηκε η Ελλάδα; είπε ο ένας. Μήπως μας παίζει κρυφτούλι; πρόσθεσε άλλος. Ή πήρε το πλοίο κι έφυγε; κάγχασε τρίτος. Λες να μας φοβάται και κρύφτηκε; Τότε ο τρέλος πήδησε ανάμεσά τους, τους κεραύνωσε με τη ματιά του και φώναξε: Πού είναι η Ελλάδα - θα σας το πω εγώ! Τη σκοτώσαμε, εσείς κι εγώ. Εμείς όλοι είμαστε οι φονιάδες της. Δεν νιώθετε γύρω σας το κενό; Δεν σας περονιάζει η παγωνιά που είσαστε χωρίς πατρίδα; Δεν ακούτε λοιπόν τίποτα από τον σαματά που κάνουν οι νεκροθάφτες θάβοντας την Ελλάδα; Δεν σας χτύπησε η μπόχα της σήψης; Σαπίζουν κι οι πατρίδες. Η Ελλάδα πέθανε, η Ελλάδα θα μείνει νεκρή!
Εκεί σώπασε ο τρελός άνθρωπος και κοίταξε τους γύρω του που είχαν βουβαθεί. Τότε πέταξε το φανάρι του στο χώμα και τό’ κανε κομμάτια. Έρχομαι πρόωρα, είπε. Δεν είμαι στον κατάλληλο καιρό. Αυτό το τεράστιο γεγονός που σας αναγγέλλω είναι ακόμα στο δρόμο και βαδίζει - δεν έφτασε ακόμα στα αυτιά των ανθρώπων. Η αστραπή και η βροντή χρειάζονται χρόνο, το φως των άστρων θέλει καιρό για να φτάσει σε μας, οι πράξεις χρειάζονται χρόνο, έστω κι αν έχουνε διαπραχθεί, για να γίνουν ορατές και ακουστές. Αυτή η πράξη - ο θάνατος της Ελλάδας - είναι για τους Έλληνες ακόμα πολύ μακρινή. Κι όμως οι ίδιοι την έχουν διαπράξει.
Δεν έχει σημασία αν ο τρελός ξεπήδησε από τις σελίδες του Νίτσε σε άλλη εποχή και για ν’ αναγγείλει άλλο γεγονός. Σημασία έχει πως μόνο ένας τρελός άνθρωπος βγαίνει καταμεσίς στην αγορά να πει τέτοιες αλήθειες. Και πρέπει οπωσδήποτε να τον πάρουμε για τρελό, διαφορετικά ο πανικός θα ξαπλωθεί σαν επιδημία - οι άνθρωποι δεν αντέχουμε πάρα πολλή πραγματικότητα. Γύρω μας η καθημερινότητα κυλάει ομαλά, την μπόχα της αποσύνθεσης την παίρνουμε σε δόσεις μικρές πολλά χρόνια τώρα, τη συνηθίσαμε. Τους νεκροθάφτες, τους έχουμε κι αυτούς από πολλά χρόνια εξωραΐσει, είναι υπάλληλοι τελετών, θάβουν τελετουργικά την πατρίδα. Το χρήμα κυκλοφορεί άφθονο στην αγορά, συντηρεί πολυάριθμα μαγαζιά με πανάκριβα είδη, τα νυχτερινά κέντρα γεμίζουν. Γιατί να πιστέψουμε ότι το κράτος έχει μπει στη διαδικασία της πτώχευσης, ότι δεν έχει χρήματα ούτε και για τις στοιχειώδεις υποχρεώσεις του. Τα λόγια του τρελού ανθρώπου μας αγγίζουν μόνο εξωτερικά, σαν χειμωνιάτικο κρύο.
Βέβαια, βλέπουμε κι ακούμε τα κοράκια μαζεμένα ολόγυρα στα δέντρα - μυρίζονται πτώμα. Ο Οζάλ απειλεί αναίσχυντα, οι Σέρβοι μιλάνε για «μακεδονικό», ο Ντενκτάς γλείφεται και για την υπόλοιπη Κύπρο. Γιατί όχι, αφού αντίσταση δεν υπάρχει, έχει νεκρωθεί κάθε κίνητρο αντίστασης. Στη διαδικασία της αποσύνθεσης το μόνο κίνητρο είναι η ατομική επιβίωση - οι συντελεστές της αποσύνθεσης είναι τα τυφλά σκουλίκια που ξέρουν μόνο να τρώνε το πτώμα. Γι’ αυτό και σύμβολο του θανάτου μας έγιναν τα «φαγάδικα» και τα «σούπερ-μάρκετ». Γίνεται εισβολή στην Κύπρο, και οι Έλληνες κατακλύζουμε τα σούπερ-μάρκετ με θηριώδη αγοραστική μανία. Γίνεται σεισμός, πάλι εκεί τρέχουμε πανικόβλητοι. Υποτίμηση της δραχμής, και γρονθοκοπιόμαστε στα σούπερ-μάρκετ ποιός θα ψωνίσει περισσότερα. Έρχεται η ραδιενέργεια του Τσέρνομπιλ, και πάλι στη μανιώδη αποθησαύριση αγαθών ξεσπάμε.
Γιατί όχι, αφού κάθε άλλο νόημα ζωής το αρνηθήκαμε συνειδητά και με πείσμα. Η ζωή είναι μόνο σχέσεις οικονομικές, διαδικασίες παραγωγής και συστήματα διανομής των αγαθών. Να μιλάς για πατρίδα είναι γλυκερός ιδεαλισμός, οι πατρίδες πέθαναν, υπάρχει μόνο το κράτος, ρυθμιστής και διαχειριστής του παιχνιδιού της οικονομίας. Ελάτε στα σχολεία μας και στα πανεπιστήμια να δείτε πως γιορτάζουμε τις εθνικές γιορτές. Η λέξη ελευθερία είναι σχεδόν απαγορευμένη, όλοι μιλάμε μόνο για ειρήνη. Δεν υπάρχουν πια αγώνες και θυσίες προγόνων, υπάρχουν συσχετισμοί εξαγωγικού εμπορίου και αναγκών της ντόπιας αγοράς - γι’ αυτούς τους συσχετισμούς ξεσηκώθηκαν οι Έλληνες το ’21, για τίποτε άλλο. Τόλμησε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να μιλήσει για οργανική συνέχεια της ελληνικής Παράδοσης στο Βυζάντιο και στην τουρκοκρατία, και ξεσηκώθηκαν να τον ξεσκίσουν οι «επιστήμονες» της Ιστορίας - αφού Ιστορία είναι μόνο η αναδίφηση στα μπακαλοτέφτερα του εμπορίου και της αγοράς, κι ας πάει να κουρεύεται ο Θουκυδίδης.
Ποιός μπορεί να αρνηθεί ότι αυτό το έγκλημα της φανατισμένης κατεδάφισης το είχε προετοιμάσει η άλλη ακρότητα - η ιδεαλιστική εξιδανίκευση του εθνικού παρελθόντος. Αλλά αυτό που τελικά μετράει είναι το σημερινό πτώμα της πατρίδας, η αποσύνθεση της ιστορικής μνήμης, η αναπηρία μας και ανημπόρια να ψηλαφίσουμε στη ζωή και στην Ιστορία τις βαθύτερες απαιτήσεις του ανθρώπου για ποιότητα και νόημα της ύπαρξής του.
Η Ελλάδα πέθανε και την σκοτώσαμε εμείς - δεν είναι ρητορικό σχήμα. Δεν υπάρχει προηγούμενο λαού που με απόφαση της Βουλής (ομόφωνη) να καταργεί τον τρόπο της γραφής που συντήρησε τη γλώσσα του ζωντανή δυό χιλιάδες χρόνια. Και κανένας τρελός δεν βγήκε στις πλατείες να ουρλιάξει για το μονοτονικό, που κάνει ακατανόητο ένα μεγάλο μέρος από το ζωντανό λεξιλόγιο και αποδιαρθρώνει τη σύνταξη. Προτεραιότητα έχουν πολλές άλλες ανάγκες πάρεξ ελευθερία και γλώσσα.
Δεν έχει νόημα να απαριθμούμε τα συμπτώματα του εκούσιου αυτομηδενισμού μας. Έχουν τόσα συντελεστεί, αλλά όσοι τρελοί κι αν τα διαλαλήσουν στην αγορά, είναι απόλυτα σίγουρο πως θα μας αφήσουν αδιάφορους. Γιατί οι πράξεις, έστω κι αν έχουν δημόσια διαπραχθεί, χρειάζονται χρόνο για να γίνουν ορατές και να συνειδητοποιηθούν από τους πολλούς. Εξάλλου, το μέγεθος της συντελεσμένης καταστροφής είναι τόσο μεγάλο, που γίνεται απρόσιτο στα μέτρα των δικών μας σπιθαμιαίων αναστημάτων. Κι όμως εμείς είμαστε που διαπράξαμε την πελώρια καταστροφή - εμείς, οι επίγονοι νάνοι. Μπορούν να διανοηθούν οι κομματικοί λόχοι των βουλευτών μας ποιό πανανθρώπινο αγαθό διαχειρίζονται, όταν πειθήνιοι στο αρχηγικό νεύμα ψηφίζουν το μονοτονικό ή τις αλλοπρόσαλλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις; Ή μήπως συνειδητοποιούν οι Επίσκοποι της Ελλαδικής Εκκλησίας ποιά πανανθρώπινη ελπίδα αφανίζουν, όταν αλλοιώνουν την ορθόδοξη Παράδοση αυτού του τόπου σε θρησκευτική ιδεολογία και νομικίστικη ηθικολογία;
Σίγουρα είναι λειψό και στείρο να είμαστε φύλακες μουσείου, διαχειριστές μόνο ενός λαμπρού παρελθόντος. Αλλά είναι και μικρονοϊκή αυταπάτη να πιστεύουμε ότι θα ανοιχτούμε δυναμικά στην εξέλιξη και στην πρόοδο κατεδαφίζοντας κάθε στοιχείο πολιτιστικής ταυτότητας, μόνο για να εξομοιωθούμε αλλοτριωμένοι με τα φαντασιώδη πρότυπα εισαγόμενων ιδεολογημάτων. Ο ευρωπαίος, όταν υιοθετήσει τον μηδενισμό, έλεγε ο Ντοστογιέφσκυ, έχει τα ίδια ερείσματα ζωής που συντηρούσε και θρησκευόμενος: την προτεραιότητα της λογικής, τον ωφελιμισμό, τη θεσμοποίηση των ατομικών εξασφαλίσεων, γι’ αυτό και δύσκολα φτάνει στην κοινωνική αποσύνθεση και στο χάος. Ενώ λαοί που επέζησαν μέσα στους αιώνες χάρη σε διαφορετικά ερείσματα ζωής - όπως οι Ρώσοι ή οι Έλληνες - όταν γίνουν μηδενιστές «βουτάνε κατακέφαλα στον παραλογισμό» δεν ξέρουν μέτρο.
Η διαπίστωση φωτίζεται από τα γεγονότα που ζούμε: Δεν ισχύουν πια στο κοινωνικό μας σώμα ούτε καν κριτήρια ωφελιμισμού. Όλοι ξέρουμε ότι τα τελευταία μέτρα της κυβέρνησης ήταν το έσχατο ψήγμα ελπίδας να περισωθεί από τη χρεωκοπία η οικονομία της χώρας. Και όλοι σαμποτάρουν τα μέτρα αυτά εν ψυχρώ και με κάθε τρόπο. Όλοι ξέρουμε ότι σε στιγμές επιθανάτιας κρίσης, όπως αυτή που ζούμε, ο διχασμός του λαού είναι ο συντομότερος δρόμος προς την ολοκληρωτική καταστροφή. Κι όμως, από τη Βουλή ώς την τηλεόραση, κι από τις εφημερίδες ώς τις φοιτητικές νεολαίες, όλοι καλλιεργούν αδίσταχτα τέτοιον εφιαλτικό διχασμό που δεν γνώρισε η χώρα ούτε στην εποχή του εμφυλίου. Στην επαρχία το φαινόμενο έχει πραγματικές διαστάσεις κοινωνικής αποσύνθεσης. Δεν λειτουργούν πια ούτε καν οι προσωπικές σχέσεις οι συνεκτικές των μικρών κοινωνιών, καθώς ο εγωκεντρισμός της ατομικής επιβίωσης θωρακίζεται στη δραματική μοναξιά της φανατισμένης κομματικής ένταξης.
Τον παραλογισμό τον συνειδητοποιούμε όταν η καταστροφή έχει πια συντελεστεί. Έτσι έγινε το ’97, έτσι έγινε το ’22, έτσι και το ’74 στην Κύπρο. Μόνο που τώρα οι προδιαγραφές του παραλογισμού οδηγούν όχι απλώς σε εθνική συμφορά, αλλά σε οριστικό τέλος. Finis Graeciae. Τα κοράκια στα δέντρα έχουν αλάθητο ένστικτο για τον επικείμενο διαμελισμό του πτώματος. Το σίγουρο είναι ότι ακόμα και τότε εμείς θα γρονθοκοπιόμαστε στα σούπερ-μάρκετ για περισσότερες προμήθειες. Για ποιά Παράδοση να πολεμήσουμε, για ποιά πολιτιστική ταυτότητα, για ποιά ιστορική μνήμη. Αυτά όλα τα ρήμαξαν ψυχρά και ανελέητα οι «φωταδιστές». Δεν μας μένουν σαν νόημα ζωής παρά μόνο οι νόμοι της αγοράς. Δηλαδή το σούπερ-μάρκετ.
Finis Graeciae.
Αναδημοσίευση από Το Βήμα - Ημερομηνία δημοσίευσης: 24-11-86