Η άγνωστη ιστορία του Βατοπεδίου

Αλέξης Ρωμανός

Μια χούφτα εκκλησιαστικοί παράγοντες σε συνεργασία με κρατικούς αξιωματούχους πίστεψαν ότι μπορούν να εξασφαλίσουν την έσχατη λύση για το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.

Πως αναζωπυρώθηκε ένα μυστικό σχέδιο της δεκαετίας του '70 και φτάσαμε στο μυθιστορηματικό πολιτικό-οικονομικό θρίλερ των Βαλκανίων.

Λίγα μόλις χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, η Ελλάδα ζούσε τη μετάβαση στη νέα εποχή. Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής κάλεσε το νεαρό τότε υπουργό Παιδείας Ιωάννη Βαρβιτσιώτη στο γραφείο του και του έδωσε εντολή να αναζητήσει ένα χώρο για να στεγαστεί το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, σε περίπτωση που άλλαζε το status quo στην Πόλη με τρόπο μοιραίο και μη αναστρέψιμο. Το 1978 απείχε μόλις 4 χρόνια από τα γεγονότα της Κύπρου και η Τουρκία είχε ήδη σκληρύνει «επικίνδυνα» τη στάση της έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τα γεγονότα των προηγούμενων δεκαετιών στην Πόλη ήταν ακόμη νωπά και οι σχέσεις των δύο χωρών στο ναδίρ της διπλωματικής σφαίρας.
Είναι η αφετηρία μιας άγνωστης σε πολλούς ιστορίας, το κουβάρι της οποίας εκτυλίχθηκε και έφτασε μέχρι το γνωστό -πλέον- σκάνδαλο του Βατοπεδίου, με τρόπο και συστατικά που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον κορμό για το επόμενο βιβλίο του Νταν Μπράουν.

Η εκκλησία στο επίκεντρο, μοναχοί σε ένα από τα τελευταία άβατα του πλανήτη και πολλές μυστικές διεργασίες για τη σωτηρία μίας από τις ισχυρότερες και μεγαλύτερες θρησκείες του κόσμου. Όσα μάθαμε για το Βατοπέδι ήταν το άδοξο τέλος ενός masterplan που απλώς δεν είχε την τύχη του εμπνευστή του.

Αυτή τη φορά ένας άλλος Κ. Καραμανλής ήταν στο τιμόνι της χώρας, ο ανιψιός του ιδρυτή της Νέας Δημοκρατίας. Η μεγάλη διαφορά -εκτός του ειδικού πολιτικού βάρους που χαρακτήριζε τον κατά πολλούς «εθνάρχη»- έγκειται στο γεγονός ότι ο Κώστας Καραμανλής δεν είχε δίπλα του στελέχη ανάλογα με εκείνα που διέθετε ο θείος του.

Το 1978 λοιπόν, εκτιμήθηκε ότι η κατάσταση θα οδηγούνταν αργά ή γρήγορα στην εξορία του Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη. Ακόμη κι αν δεν προχωρούσαν οι Τούρκοι σε μονομερή πράξη, φοβούμενοι κυρίως την αντίδραση των Αμερικανών, η λειψανδρία μεταξύ των μελών της ελληνικής κοινότητας θα αναδείκνυε σε βάθος χρόνου τη δυσκολία εκλογής νέου πατριάρχη και θα καθιστούσε αναπόφευκτη την αναζήτηση νέας στέγης για το αντίπαλο δέος του Βατικανού στο χριστιανικό κόσμο.

Αρχικά υπήρξε η σκέψη να χρησιμοποιηθεί η ακίνητη περιουσία που διαθέτει το Πατριαρχείο στη Γενεύη, αλλά η λύση αυτή γρήγορα εγκαταλείφθηκε, αφού θεωρήθηκε ότι αυτόματα το Πατριαρχείο θα έχανε το γεωγραφικό του προσδιορισμό ως Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Το επόμενο σενάριο που εξετάστηκε ήταν εκείνο του Αγίου Όρους, αλλά το ιερό άβατο αποτέλεσε σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα. Εξετάστηκε και η περίπτωση της Πάτμου, αλλά κι αυτή γρήγορα απορρίφθηκε λόγω έλλειψης υποδομών. Ο κ. Βαρβιτσιώτης εξέτασε τότε την πιθανότητα του Μυστρά και η πρόταση αυτή άρεσε και στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Με τον Μυστρά υπήρχε κι ένας εθνικός συμβολισμός, καθώς ήταν το καταφύγιο των Παλαιολόγων αμέσως μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης...

Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και η μεταπήδηση του κ. Καραμανλή από την πρωθυπουργία στην προεδρία της Δημοκρατίας ατόνησαν όλες τις σχετικές προσπάθειες και το θέμα σιγά σιγά ξεχάστηκε.
Η ανάδειξη του Βαρθολομαίου στο θρόνο του πατριάρχη επανέφερε το ζήτημα στην ατζέντα δεκαπέντε χρόνια αργότερα! Μόνο που αυτή τη φορά ο στόχος ήταν ξεκάθαρος, να υπάρχει η υποδομή για να μεταφερθεί σε περίπτωση ανάγκης το Πατριαρχείο στο Αγιο Όρος. Κρίθηκε ως η καλύτερη λύση, παρά το «αγκάθι» του άβατου. Κι αυτό διότι το Άγιο Όρος έχει το αυτοδιοίκητο και ταυτόχρονα αποτελεί πνευματικό σημείο αναφοράς για τη χριστιανοσύνη.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι πρώτες ανταλλαγές οικοπέδων για τη Μονή του Βατοπεδίου ξεκίνησαν επί διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ. Ας μην ξεχνάμε τις άριστες σχέσεις της τότε κυβέρνησης με το Πατριαρχείο και την αντίστοιχη «κόντρα» της κυβέρνησης με την Ελλαδική Εκκλησία. Η βασική ιδέα ήταν ότι θα έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος για να ενισχυθεί οικονομικά το Πατριαρχείο, έτσι ώστε να υπάρχει η απαραίτητη οικονομική βάση στην περίπτωση που θα χρειαζόταν να φτάσουμε στο απευκταίο σενάριο της εξορίας του από το φυσικό του χώρο.

Όταν άλλαξε η κυβέρνηση η επικοινωνία μεταξύ κεντρικής διοίκησης και εκκλησίας έγινε ευκολότερη, διότι άμεσοι συνεργάτες του πρωθυπουργού, όπως ο κ. Ρουσόπουλος και ο κ. Αγγέλου, είχαν ουσιαστική και προσωπική σχέση με τη μονή του Βατοπεδίου, ίσως σαν αποτέλεσμα μιας στρατηγικής που χτιζόταν στο προηγούμενο διάστημα.

Έτσι άνοιξε ο δρόμος για να ολοκληρωθεί το σχέδιο σε πιο σύντομο χρονικό διάστημα. Κι εδώ έγινε ίσως το μεγάλο σφάλμα:

Στο γεγονός ότι η αμεσότητα δημιούργησε την αίσθηση ότι τα πάντα θα ήταν πιο εύκολα και έτσι όλοι έγιναν επιρρεπείς στα λάθη. Ήταν εξόφθαλμο ότι οι ανταλλαγές της λιμνοθάλασσας με τα οικόπεδα στο Μαρούσι ή σε άλλα κεντρικά σημεία των Αθηνών ήταν «σκάνδαλο». Το μυστικιστικό περιβάλλον των μονών του Αγίου Όρους όμως ήταν το κατάλληλο για να αποκοπεί κάθε σχέση με την κοινή λογική. Είναι επίσης σαφές ότι μόνο με την επίκληση ενός «εθνικού λόγου» θα μπορούσαν τόσοι πολλοί άνθρωποι να συναινέσουν σε μια τόσο εξωφρενική ιστορία. Κι εδώ υπεισέρχεται ο ρόλος του Εφραίμ, του διαδόχου, για κάποιους, του πατέρα Παΐσιου.

Ήταν ο άγνωστος Χ που χάλασε την αρχική εξίσωση, καθώς δημιούργησε νέα δεδομένα στο αρχικό πρόβλημα. Ο Κύπριος μοναχός, προστατευόμενος του πατριάρχη, δεν ρίχθηκε στο πυρ το εξώτερον και αυτό είναι φυσικό. Ακόμη κι αν έκανε περισσότερα απ' όσα έπρεπε, συμφωνά με τις αρχικές οδηγίες για το σχέδιο, σίγουρα γνωρίζει περισσότερα απ' όσα φαντάζεται ο καθένας μας.

Οι φήμες κάνουν λόγο για έμμεση εμπλοκή του κ. Εφραίμ στην υπόθεση του «Όχι» των Κυπρίων στο σχέδιο Ανάν. Αναπόδεικτες σε κάθε περίπτωση. Έτσι όμως, ίσως εξηγούνται και οι αντιδράσεις στο πρόσωπο του από παράγοντες που δεν επιθυμούσαν τη δημιουργία παρακρατικών μηχανισμών στα Βαλκάνια και μάλιστα με την έμμεση χρηματοδότηση του Ελληνικού Δημοσίου.

Η ιστορία θα αποδείξει επίσης το ρόλο πολιτικών προσώπων. Αν, δηλαδή, λειτούργησαν όντως δίχως δόλο ή αν βρήκαν κι εκείνοι την ευκαιρία να «πατήσουν» πάνω σ' ένα σύγχρονο εθνικό μύθο για να εξελίξουν τα δικά τους προσωπικά παιχνίδια.

Το σκάνδαλο του Βατοπεδίου μάς έχει αφήσει μια πικρή γεύση. Και αν θα θέλαμε να απομονώσουμε μια εικόνα, αυτή θα ήταν του Κώστα Καραμανλή, ο οποίος σε πρόσφατη συνέντευξη του είχε δηλώσει με νόημα: «Ήταν ένα προσωπικό μου λάθος». Είναι άγνωστο και μένει κάποια στιγμή να διευκρινίσει αν αναφέρεται στην πολιτική του ευθύνη, που έτσι κι αλλιώς έχει, ή στο γεγονός ότι άφησε σε κάποιους να διαχειριστούν την υπόθεση αυτή με «λευκή επιταγή».

Ιωάννης Βαρβιτσιώτης : «Είχαμε καταλήξει στη λύση του Μυστρά»

Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή διερεύνησε, πράγματι, το 1978 εναλλακτικές λύσεις για την περίπτωση που το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα έπρεπε να μεταφερθεί από την Κωνσταντινούπολη. Τη σχετική εντολή είχε πάρει ο τότε (1978) υπουργόs Παιδείας κ. lωάvvns Βαρβιτσιώτης ο οποίος όπως επιβεβαιώνει στο «Κεφάλαιο», κινήθηκε μεταξύ τριών περιπτώσεων, του Αγίου Όρους, της Πάτμου και του Μυστρά.
Το Άγιον Όρος αποκλείστηκε σχετικά αμέσου, διότι λόγω του άβατου των γυναικών το Πατριαρχείο δεν θα μπορούσε να επιτελέσει το ρόλο του.

Στη συνέχεια αποκλείστηκε και η λύση της Πάτμου καθώς η πολύ κακή ακτοπλοϊκή σύνδεση του νησιού με την υπόλοιπη χώρα θα καθιστούσε την ιερή έδρα της Ορθοδοξίας δυσπρόσιτη.
Ως εκ τούτου ο κ. Βαρβιτσιώτης κατέληξε στη λύση του Μυστρά η οποία, όπως θυμάται, έγινε ασμένως δεκτή από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Εκείνη την εποχή, μάλιστα, ξεκίνησαν σημαντικά έργα συντήρησης των βυζαντινών μνημείων του.
Εν τέλει, δεν χρειάστηκε να μεταφερθεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τα σχέδια έμειναν στα χαρτιά...

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Κεφάλαιο - Ημερομηνία δημοσίευσης: 21-11-09