Λίγα για την νεότερη ελληνική παράδοση

Γιώργος Σεφέρης

Ένα βράδυ, αρχές του περασμένου αιώνα, σ’ ένα δρόμο της Ζακύνθου, ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός άκουσε, στην πόρτα μιας ταβέρνας, ένα γέρο ζητιάνο να λεει, απλώνοντας το χέρι, ένα τραγούδι για την πυρκαγιά του Παναγίου Τάφου στα Ιεροσόλυμα. Ο ζητιάνος τραγουδούσε:

     Ο Άγιος Τάφος του Χριστού, εκείνος δεν εκάη·
     εκεί που βγαίνει τ’ Άγιο Φως, άλλη φωτιά δεν πάει.

Ο Σολωμός, μας λένε, ενθουσιάστηκε τόσο, που μπήκε στην ταβέρνα και πρόσταξε να τους κεράσουν όλους. Το ανέκδοτο αυτό είναι πολύ σημαντικό για μένα· το θεώρησα πάντα ως ένα σύμβολο της ποιητικής δωρεάς που ο λαός μας απόθεσε στα χέρια ενός άρχοντα του πνεύματος, τη στιγμή όπου αρχίζει η ανάσταση της νεότερης Ελλάδας. (...)

Οι δυσκολίες μας ξεκινούν από την εποχή όπου οι Αλεξανδρινοί, θαμπωμένοι από τα κλασικά αριστουργήματα, αρχίζουν να διδάσκουν τι είναι δόκιμο και τι δεν είναι δόκιμο να γράφουμε – αρχίζουν, μ’ άλλα λόγια, να διδάσκουν τον λογιοτατισμό. Δεν είχαν λογαριάσει πως η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός και ότι τίποτε δεν μπορεί να την εμποδίσει να εξελιχτεί. Ωστόσο, πρέπει να είχαν μεγάλη δύναμη: μπόρεσαν να σπείρουν γενεές και γενεές λογιοτάτων, που διαιωνίστηκαν ως τις μέρες μας. Αντιπροσωπεύουν το ένα από τα δύο κύρια ρεύματα της γλώσσας μας και της παράδοσής μας, που δεν διακόπηκαν ποτέ.

Το άλλο ρεύμα, πού έμεινε πολύν καιρό καταφρονεμένο, είναι το δημοτικό, το λαϊκό ή προφορικό. Είναι αρχαίο, όσο και το πρώτο. Και δεν του λείπουν τα γραπτά μνημεία. Πολύ συγκινήθηκα όταν μου έτυχε να διαβάσω το γράμμα ενός ναύτη στον πατέρα του, το οποίο μας σώθηκε σ’ έναν πάπυρο του 2ου αιώνα. Η αμεσότητα, η παρουσία εκείνης της γλώσσας ήταν που μου έκανε εντύπωση, και ένιωσα θλίψη με τη σκέψη ότι, επί αιώνες, ένας κόσμος ολόκληρος από αισθήματα έμεινε ανέκφραστος, σκεπασμένος για πάντα από το τεράστιο σάβανο του λογιοτατισμού και της ρητορικής καλλιέπειας. Τα Ευαγγέλια επίσης, καθώς ξέρετε, είναι γραμμένα στη δημοτική της εποχής τους. Όταν συλλογιστούμε τους Αποστόλους που έγραφαν για να τους εννοήσει και να τους αισθανθεί ο λαός, είναι δύσκολο να μη νιώσουμε κάποια πίκρα για τις ανθρώπινες ιδιοτροπίες πού θέλησαν, στις αρχές του αιώνα μας, να ξεσπάσουν ταραχές στην Αθήνα, με αφορμή μια μετάφραση των Ευαγγελίων, και πού θέλουν, σήμερα ακόμα, η μετάφραση του λόγου του Χριστού να μην είναι νόμιμη.

Όμως, προτρέχω. Τα δύο ρεύματα συνέχισαν έτσι τον παράλληλο δρόμο τους, ως την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από τη μια μεριά οι σοφοί, επίσημοι με τα χίλια στολίδια του πνεύματος. Από την άλλη ο λαός, που τους κοιτάει να διαβαίνουν, με σεβασμό, αλλά μένοντας περιορισμένος στις δικές του εκφράσεις. Δεν νομίζω να υπήρξε ποτέ, στο διάστημα της βυζαντινής εποχής, προσέγγιση των δύο ρευμάτων – θέλω να πω: ένα φαινόμενο όπως εκείνο που παρατηρήθηκε στην τέχνη της τοιχογραφίας και των ψηφιδωτών, τα χρόνια των Παλαιολόγων. Εκείνη τη στιγμή, η αυτοκρατορική τέχνη και η λαϊκή τέχνη των επαρχιών σμίγουν για να δώσουν ένα λαμπρό άνθισμα.

Ωστόσο η Κωνσταντινούπολη ψυχορραγεί πολλά χρόνια πριν πέσει. Όταν επιτέλους πέφτει, μια σκλαβιά αιώνων σκεπάζει όλο το έθνος. Ήδη, πολλοί από τους σοφούς, κρατώντας βαριά σταμνιά, γιομάτα με τη στάχτη των προγόνων–λεει ο ποιητής–, πηγαίνουν στη Δύση να σκορπίσουν το σπόρο αυτού που θα ονομαστεί “Αναγέννηση”. Μα τούτη την Αναγέννηση –με την έννοια που δίνουμε στη λέξη, όταν την χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε το πέρασμα από τον Μεσαίωνα στους Νεότερους Καιρούς– εμείς, για καλό ή κακό, δεν την γνωρίσαμε.

Υπάρχει μια εξαίρεση: μερικών νησιών και ιδιαίτερα της Κρήτης. Το νησί κατεχόταν τότε από τους Βενετσιάνους. Εκεί, γύρω στον 16ο αιώνα, βλέπουμε ν’ αναπτύσσεται μια ποίηση και ένα θέατρο σε στίχους γραμμένους σε μια γλώσσα υπέροχα ζωντανή κι απόλυτα σίγουρη για τον εαυτό της. Όταν σκεφτεί κανείς πώς, την ίδια εποχή, άκμαζαν στο ίδιο νησί σημαντικά εργαστήρια ζωγραφικής και ότι, κατά τα μέσα του αιώνα, εκεί γεννιέται και μεγαλώνει ο ζωγράφος Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, σίγουρα θα νιώσει περισσότερη θλίψη για την πτώση της Κρήτης παρά για την άλωση της Πόλης.

Γιατί, στο κάτω-κάτω, η Κωνσταντινούπολη ήταν ένας οργανισμός που είχε κιόλα δεχτεί ένα θανάσιμο χτύπημα, στα 1204, από τους Σταυροφόρους. Επιζούσε. Ενώ η Κρήτη βρισκόταν πάνω στον ανθό της. Και δεν μπορείς παρά να σκύψεις, με ένα παράξενο αίσθημα πίκρας και πίστης μαζί, πάνω στη μοίρα αυτής της ελληνικής γης, της οποίας οι άνθρωποι πάντα ετοιμάζουν μια ανανέωση που θα σκορπιστεί από τις ανεμικές της Ιστορίας. Συλλογίζεται κανείς τα λόγια πού ο Κάλβος έγραψε στον στρατηγό Λαφαγιέτ: “Ο Θεός και η απελπισία μας”. (...)

Κάποτε, τα ποιήματα αυτά ενώνονται με τα δημοτικά τραγούδια, δηλαδή με τα τραγούδια που οι άνθρωποι της ηπειρωτικής Ελλάδας είχαν διατηρήσει επί πολλές γενεές μαζί με τους θρύλους τους. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ορισμένα από αυτά τα τραγούδια έχουν τις ρίζες τους στα χρόνια της ειδωλολατρίας, άλλα φανερώνονται στο πέρασμα των αιώνων – όπως ο ακριτικός κύκλος, πού βγαίνει από τη βυζαντινή εποχή. Μας κάνουν να δούμε πως σ’ όλους αυτούς τους αιώνες, οι ίδιες στάσεις απέναντι στο μόχθο και στον πόνο, στη χαρά, στον έρωτα και στο θάνατο, επαναλαμβάνονταν αδιάκοπα. Όμως, συνάμα, έχουν εκφράσεις τόσο φρέσκες, τόσο οριστικές, τόσο ελεύθερες, και ένα μέτρο τόσο ανθρώπινο, ώστε μας δείχνουν χειροπιαστά πόσο το πνεύμα του Έλληνα μένει πάντοτε “όμοιον εαυτώ”. (...)

     Εγώ για το χατήρι σου τρεις βάρδιες είχα βάλει.
     Είχα τον ήλιο στα βουνά και τον αϊτό στους κάμπους
     και το βοριά το δροσερό τον είχα στα καράβια.
     Μα ο ήλιος εβασίλεψε κι ο αϊτός αποκοιμήθη
     και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
     Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.

Αυτά, πολύ απλουστευμένα, είναι τα όσα προηγήθηκαν. Αυτή είναι η κληρονομιά που ο τυφλός ζητιάνος παράδωσε, ένα βράδυ, μπροστά σε μια ταβέρνα της Ζακύνθου, στον Διονύσιο Σολωμό. Τούτη η εικόνα μου έρχεται πάντοτε στο νου, όποτε συλλογίζομαι αυτόν και όσα μας έδωσε.

Από την ιστορία της νεότερης ελληνικής ποίησης δεν λείπουν οι παράξενες μορφές και περιπτώσεις. Θα 'ταν, ας πούμε, πολύ πιο φυσικό, καθώς το φαντάζομαι, η ποίηση ενός λαού θαλασσινού, αγροτικού και πολεμιστή, να άρχιζε με έναν άνθρωπο πού θα τραγουδούσε τραχιά και απλά αισθήματα. Συνέβηκε το αντίθετο. Άρχισε με έναν ποιητή πού κατεχόταν από τον δαίμονα του απόλυτου. Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο. Πρέπει να προσθέσω αμέσως ότι το επίπεδο της παιδείας στα Εφτάνησα ήταν, τα χρόνια εκείνα, πολύ υψηλότερο από της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ο Σολωμός είχε σπουδάσει στην Ιταλία. Ήταν ένας μεγάλος Ευρωπαίος, που γνώριζε καλά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η ποίηση του αιώνα του. Μπορούσε να είχε σταδιοδρομήσει στην Ιταλία: έγραψε ιταλικά ποιήματα και οι ενθαρρύνσεις δεν του έλειψαν. Προτίμησε τη στενή πύλη: αποφάσισε να δημιουργήσει το έργο του ελληνικά.

Ο Σολωμός ασφαλώς είχε γνωρίσει τα ποιήματα πού είχαν φέρει μαζί τους οι πρόσφυγες από την Κρήτη. Πίστευε στην γλώσσα του λαού κι εχθρεύονταν κάθε μορφή λογιοτατισμού. Οι απόψεις του πάνω στο πρόβλημα αυτό σώζονται σ’ ένα διάλογο πού έγραψε, με κύρια πρόσωπα τον Ποιητή και τον Σοφολογιώτατο. Μνημονεύω, στην τύχη: “Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, παρέξ ελευθερία και γλώσσα” ή, ακόμα: “Υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού, και αν είσαι αρκετός, κυρίεψέ την”. Γι’ αυτήν την κυριαρχία εμόχθησε, κι αυτός ο μόχθος είναι πού τον έκανε ένα μεγάλον Έλληνα. Ο Σολωμός, βέβαια, έγραψε και τον Ύμνο στην Ελευθερία, πού οι στίχοι, του χρησίμεψαν για τον εθνικό μας ύμνο – και άλλα ποιήματά του μελοποιήθηκαν και τραγουδήθηκαν πολύ στον περασμένο αιώνα. Όμως δεν είναι γι’ αυτό που μετράει για μας η κληρονομιά του. Είναι γιατί μπόρεσε να χαράξει, όσο οριστικά του επέτρεπε η εποχή του, το δρόμο που θα 'παιρνε η ελληνική έκφραση. Αγάπησε τη ζωντανή γλώσσα και δούλεψε σ’ όλη του τη ζωή για να την ανυψώσει στο επίπεδο της ποίησης που εκείνος οραματιζόταν. Ήταν μια προσπάθεια που ξεπερνούσε τις δυνάμεις ενός και μόνου ανθρώπου.

Από τα μεγάλα του ποιήματα, π.χ. τους “Ελεύθερους Πολιορκημένους”, δεν μας μένουν παρά αποσπάσματα: συντρίμμια από ένα διαμάντι που ο τεχνίτης το πήρε μαζί του στον τάφο. Δεν μας μένουν παρά αποσπάσματα και κενά πού αντιπροσωπεύουν την πάλη εκείνης της μεγάλης ψυχής, της τεντωμένης σαν τη χορδή ενός τόξου πού ήταν γραφτό να σπάσει. Πολλές γενεές Ελλήνων συγγραφέων έσκυψαν πάνω σ’ αυτά τα κενά και σ’ αυτά τ’ αποσπάσματα. Ο Σολωμός πεθαίνει στα 1857. Στα 1927, δημοσιεύεται για πρώτη φορά Η Γυναίκα της Ζάκυθος, που τον καθιερώνει μεγάλο πεζογράφο.(...) Είναι ένα υπέροχο κείμενο που κάνει μια βαθιά τομή στο πνεύμα μας.(...) Ο άνθρωπος αυτός ήταν πάντα ένα ξεκίνημα.

Ο Ανδρέας Κάλβος είναι σύγχρονος του Σολωμού και μια από τις πιο μοναχικές φυσιογνωμίες της ελληνικής λογοτεχνίας. Δεν έχουμε ούτε μία προσωπογραφία του. Φίλος του Ιταλού ποιητή Ούγκο Φώσκολο, δεν αργεί να μαλώσει μαζί του. Γεννημένος στη Ζάκυνθο και αφού έζησε πολλά χρόνια στην Κέρκυρα, δεν φαίνεται να είχε καμιά επαφή με τον Σολωμό. Ένα τομίδιο με είκοσι ωδές –τις οποίες δημοσιεύει, μόλις πατήσει τα τριάντα– αποτελεί όλο το έργο του. Στα νιάτα του ταξίδεψε πολύ: Ιταλία, Ελβετία, Αγγλία.

Είναι ένας αγέρωχος άντρας, ποτισμένος με τις ηθικές διδαχές του τέλους του 18ου αιώνα, ζηλωτής της αρετής, εχθρός της τυραννίας. Η ποίησή του είναι εμπνευσμένη από το μεγαλείο και τον πόνο της μαρτυρικής πατρίδας του. Είναι συγκινητικό να προσέξει κανείς ότι ο άνθρωπος αυτός, πού στερήθηκε τη μητέρα του από παιδί, ταυτίζει στα βάθη της συνείδησής του την αγάπη για τη χαμένη μάνα με την αγάπη της πατρίδας.(…) Ύστερα από μια μοναχική ζωή στην Κέρκυρα, αφιερωμένη στη διδασκαλία, εγκαταλείπει οριστικά τα Εφτάνησα. Παντρεύεται για δεύτερη φορά στο Λονδίνο και πηγαίνει, με τη γυναίκα του, ν’ ανοίξει ένα οικοτροφείο κοριτσιών σε μια μικρή πόλη της αγγλικής επαρχίας. Μένει εκεί 14 χρόνια, ως το θάνατό του, χωρίς να δώσει ούτε ένα σήμα στην Ελλάδα. Μπόρεσα να κάνω ένα προσκύνημα σ’ εκείνα τα μέρη, τα στοιχειωμένα από τη σκιά του Τέννυσον. (…) Μα ούτε και εκεί κατάφερα να ελευθερωθώ από την εικόνα αυτού του ανθρώπου δίχως πρόσωπο, πού, ντυμένος στα μαύρα, στέκεται πάνω σ’ ένα ερημικό ακρωτήριο, χτυπώντας τη λύρα.

Το έργο του λησμονιόταν όλο και πιο πολύ. Ασφαλώς, η φωνή του δεν ταίριαζε με τα γούστα της ανεδαφικής και ρομαντικής ρητορείας που επικρατούσε, εκείνα τα χρόνια, στην Αθήνα. Τον ανακάλυψε ξανά, γύρω στα 1890, ο Κωστής Παλαμάς. Στο μεταξύ, τα πράγματα είχαν ωριμάσει. Είναι τα χρόνια όπου οι φρέσκες δυνάμεις της νεότερης Ελλάδας αρχίζουν να ξεπετιούνται. Είναι η ώρα όπου ο αγώνας για τη ζωντανή γλώσσα παίρνει διαστάσεις. Δεν του έλειψαν οι υπερβολές – πράγμα, άλλωστε, πολύ φυσικό. Ο αγώνας αυτός συνεχίστηκε πολλά χρόνια. Υπερβαίνει τη λογοτεχνία. Χαρακτηρίζεται από μια θέληση ν’ αντιμετωπιστεί το παρόν σε όλους τους τομείς του. Στρέφεται με θέρμη προς τη δημόσια εκπαίδευση. Απορρίπτει τα έτοιμα σχήματα και τις απολιθωμένες ιδέες, θέλει ασφαλώς να διατηρήσει την κληρονομιά των αρχαίων, αλλά συνάμα στρέφεται προς το λαό: θέλει να φωτίσει το ένα με το άλλο. Αναρωτιέται, τι είμαστε εμείς, τώρα. Επιστήμονες, δάσκαλοι παίρνουν μέρος σ’ αυτόν τον αγώνα. Είναι η εποχή όπου βλέπουν το φως σημαντικές εργασίες για την ελληνική λαογραφία, όπου αρχίζει να γίνεται συνειδητή η συνέχεια της παράδοσής μας και η ανάγκη κριτικής σκέψης.

Ο Κωστής Παλαμάς έχει πολύ μεγάλο ρόλο σ’ αυτό το κίνημα. Ήμουν έφηβος, όταν τον πρωτοείδα σε μια διάλεξή του. Ήταν ένας άντρας πολύ μικρόσωμος. Σου επιβαλλόταν με το βάθος των ματιών του και της φωνής του – η οποία ήταν πλούσια, μ’ ένα σπάσιμο στην άκρη.

Το έργο του είναι απέραντο: σκεπάζει με τον ίσκιο του πολλές δεκαετίες της λογοτεχνικής μας ζωής. Εκφράστηκε σε όλα τα ποιητικά είδη: λυρικά, επικά, σατιρικά. Είναι ταυτόχρονα ο σημαντικότερος λογοτεχνικός κριτικός μας. Είχε μια καταπληκτική γνώση της ξένης λογοτεχνίας – πράγμα που μας δείχνει, για μια φορά ακόμα, πως η Ελλάδα είναι ένα σταυροδρόμι· πώς από την εποχή του Ηροδότου ή του Πλάτωνος, ποτέ δεν κλείστηκε στα ξένα ρεύματα, ιδίως στις καλύτερες στιγμές της.

(...) Τον βλέπω σαν μια δύναμη της φύσης, ενάντια στην οποία η κριτική γίνεται μίζερη και φτενή. Είναι σάμπως μια δύναμη, απωθημένη και σωρευμένη επί χίλια τόσα χρόνια λογιοτατισμού, να είχε επιτέλους σπάσει τα φράγματά της. Όταν τα νερά λευτερώνονται για να κατακλύσουν ένα διψασμένο κάμπο, δεν μπορείς να έχεις την αξίωση να κατεβάζουν μονάχα λουλούδια. Ο Παλαμάς είχε βαθιά συνείδηση και της πιο απόμερης γωνιάς της παράδοσής μας: αρχαίας, βυζαντινής, νεότερης. Ένας κόσμος ολόκληρος από ανέκφραστα πράγματα συνωστίζονταν στην ψυχή του. Αυτόν τον κόσμο, τον δικό του, είναι πού λευτέρωσε. Δεν θέλω να ισχυριστώ πως η αφθονία του δεν τον έβλαψε, όμως ο λαός πού, στα 1943, είχε μαζευτεί γύρω από το φέρετρο του, σίγουρα κάτι είχε νιώσει από τα όσα σας είπα όταν, τη στιγμή του ύστατου αποχαιρετισμού, άρχισε αυθόρμητα να ψάλλει, κάτω από τα μάτια των Άρχων Κατοχής, τον εθνικό μας ύμνο, τον ύμνο στην ελευθερία.

Εκατόν πενήντα τέσσερα ποιήματα αποτελούν το επίσημο έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη, που βρίσκεται στους αντίποδες του Παλαμά. Είναι μια σπάνια περίπτωση ποιητή, που κινητήρια δύναμή του δεν είναι το “ρήμα”· η αφθονία του λόγου είναι ο κίνδυνός του. (...)

Εκείνο που χαρακτηρίζει την τέχνη του είναι οι αρνήσεις του. Είναι επίσης, το αίσθημά του της ιστορίας. Δεν εννοώ την ιστορία σαν μια αφήγηση των περασμένων· εννοώ την ιστορία που ζει στο παρόν, που φωτίζει την παρούσα ζωή μας, το δράμα της και τη μοίρα της.

Τον παρομοίασα με κείνον τον Πρωτέα της Αλεξανδρινής ακτής, πού ο Όμηρος μας λεει πως άλλαζε αδιάκοπα μορφή. Η παράδοσή του δεν είναι η λαϊκή παράδοση του Σολωμού ή του Παλαμά – είναι η λόγια παράδοση. Εκεί όπου αυτοί εμπνέονται από ένα δημοτικό τραγούδι ή από ένα λαϊκό θρύλο, εκείνος θα προστρέξει στον Πλούταρχο ή σε κάποιον ασήμαντο χρονογράφο, είτε στον βίο και την πολιτεία ενός Πτολεμαίου ή ενός Σελευκίδη. Η γλώσσα του είναι ένα κράμα από όσα του είχε κληροδοτήσει μια καλή οικογένεια της Κωνσταντινούπολης (η δική του οικογένεια), και από όσα άρπαζε το αφτί του στους δρόμους της Αλεξάνδρειας. Είναι ένας άνθρωπος των πόλεων. Του αρέσουν οι χώρες και οι εποχές όπου τα όρια δεν είναι καθορισμένα, όπου οι χαρακτήρες και οι δοξασίες είναι ρευστές. Πολλοί από τους ήρωές του είναι “εν μέρει εθνικοί κ’ εν μέρει χριστιανίζοντες” ή ζουν ανάμεσα σ’ ένα πληθυσμό πολύ ανάμικτο – “Σύροι, Γραικοί, Αρμένιοι, Μήδοι”, καθώς είπε.

Όταν αποκτήσει κανείς κάποια οικειότητα με την ποίησή του, μπορεί ν’ αναρωτηθεί αν δεν πρόκειται για μια προβολή της παρούσας ζωής μας στο παρελθόν, ή μήπως η ιστορία δεν αποφάσισε ξαφνικά να εισβάλει στην καθημερινή μας ζωή. Ο κόσμος του είναι ένας κόσμος των παρυφών, που ξανάρχεται στη ζωή χάρη σ’ ένα νεανικό σώμα. Ο φίλος του, ο Άγγλος μυθιστοριογράφος Ε. Μ. Φόρστερ, μου διηγήθηκε πως όταν του απάγγειλε για πρώτη φορά μια μετάφραση ποιημάτων του, ο Καβάφης ξαφνιασμένος φώναξε: “Ώστε, λοιπόν, καταλαβαίνετε αγαπητέ μου Φόρστερ, καταλαβαίνετε!”. Τόσο είχαμε χάσει τη συνήθεια να μας καταλαβαίνουν. (...)

Μα η Ελλάδα έχει πολλές όψεις. Δεν είναι όλες τους εύκολα προσιτές. Συλλογίζομαι τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Τον γνώρισα καλά. Δεν λησμονάει κανείς εύκολα τη μεγάλη του φωνή, όταν απάγγελνε στίχους του. Είχε κάτι από τη μεγαλοπρέπεια ενός βάρδου μιας άλλης εποχής. Συνάμα, είχε μια σπάνια οικειότητα με τη γη μας και με τους ανθρώπους της. Όλοι τον αγαπούσαν. Τον φώναζαν απλά “κυρ-Άγγελε”, σαν να 'ταν δικός τους άνθρωπος. Ήξερε να συνδέει πολύ φυσικά τα λόγια και τη στάση ενός βοσκού του Παρνασσού ή μιας χωριατοπούλας με τον ιερό κόσμο πού ο ίδιος κατοικούσε.

Κατεχόταν από ένα θεό – μια δύναμη καμωμένη από τον Απόλλωνα, τον Διόνυσο και τον Χριστό. Ένα από τα ποιήματά του, γραμμένο μια νύχτα των Χριστουγέννων, στα χρόνια του τελευταίου πολέμου, τιτλοφορείται “Διόνυσος επί λίκνω”. Λεει:

     Γλυκό μου βρέφος, Διόνυσέ μου και Χριστέ μου

Και αλήθεια είναι πολύ αξιοθαύμαστο να παρατηρεί κανείς, πώς η παλιά ειδωλολατρική θρησκεία ήρθε κι έσμιξε στον τόπο μας, με τη Χριστιανική μας Ορθοδοξία. Στην Ελλάδα, ο Διόνυσος ήταν κι αυτός ένας θεός εσταυρωμένος.

Αυτός ο ποιητής που τόσο ένιωσε και ζήτησε την ανάσταση του ανθρώπου και του κόσμου, είναι ωστόσο ο ίδιος πού είπε:

     Η μόνη μέθοδος είν’ ο θάνατος

Είχε καταλάβει ότι θάνατος και ζωή είναι οι δύο όψεις ενός και του ίδιου πράγματος. Τον έβλεπα, κάθε φορά που περνούσα από την Ελλάδα. Τον βασάνιζε μια παρατεινόμενη αρρώστια, μα η δύναμη που τον ενέπνεε δεν τον εγκατέλειψε ποτέ, ως το τέλος. Ένα βράδυ, σπίτι του, ύστερα από μια λιποθυμία που μας είχε ανησυχήσει, μου είπε: “Είδα το απόλυτο μαύρο. Ήταν ανέκφραστα ωραίο”.

Και τώρα, θα ήθελα να τελειώσω μ’ έναν άνθρωπο πού πάντα κράτησα κοντά μου· μου παραστάθηκε σε ώρες δύσκολες, όταν κάθε βοήθεια έμοιαζε χαμένη. Σ’ αυτή τη χώρα των αντιθέσεων που είναι η πατρίδα μου, η περίπτωσή του είναι ακραία. Δεν είναι διανοούμενος. Μα η διανόηση, αφημένη στον εαυτό της, χρειάζεται κάποτε τη φρεσκάδα, όπως οι νεκροί που ζητούν να πιουν φρέσκο αίμα πριν αποκριθούν στον Οδυσσέα.

Είχε μάθει λίγα γράμματα, στα τριάντα πέντε του χρόνια, για να μπορέσει να διηγηθεί όσα είχε δει στον πόλεμο της ανεξαρτησίας μας, όπου είχε μεγάλη δράση. Το όνομά του είναι: Μακρυγιάννης. Τον παρομοιάζω με έναν από εκείνους τους γέρικους κορμούς που έχουν οι ελιές μας, τους διαμορφωμένους από τα στοιχεία της φύσης, και που μπορούν, νομίζω, να μας διδάξουν τη σοφία. Έτσι κι αυτός διαμορφώθηκε από τα ανθρώπινα στοιχεία, από πολλές γενεές ανθρώπινων ψυχών. (...)

Δεν είναι ποιητής, μα το τραγούδι είναι μέσα του – όπως είναι πάντα μέσα στην ψυχή του λαού. Όταν ένας ξένος, ένας Γάλλος, έρχεται, να τον δει, τον καλεί να φανε μαζί. “Ήθελε κι ελληνικά τραγούδια”, μας λεει, “του έφκιασα πέντ’ έξι”.

Είναι προικισμένος με μια παράξενη εκφραστική δύναμη· το γράψιμό του θυμίζει μια ξερολιθιά χτισμένη πέτρα-πέτρα· όλες οι λέξεις του λειτουργούν κι έχουν ρίζες· κάποτε έχει ομηρικά κινήματα ύφους. Είναι ο άνθρωπος που μου έμαθε τα περισσότερα στον πεζό λόγο.

Δεν του αρέσουν οι φρεναπάτες της ρητορείας. Μια στιγμή που θυμώνει, φωνάζει: “Εβάλετε και νέον αρχηγό στο φρούριο της Κόρθος, Αχιλλέα τον έλεγαν, λογιώτατο. Κι ακούγοντας τ’ όνομα Αχιλλέα, παντυχαίνετε ότι είναι εκείνος ο περίφημος Αχιλλέας. Και πολέμαγε τ’ όνομα τους Τούρκους. Δεν πολεμάγει τ’ όνομα ποτέ, πολεμάγει η αντρεία, ο πατριωτισμός, η αρετή”.

Όμως, την ίδια ώρα, καταλαβαίνει κανείς την αγάπη του για την αρχαία κληρονομιά, όταν λεει σε κάτι στρατιώτες που θέλαν να πουλήσουν δύο αγάλματα σε ξένους: “Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε”.

Όταν συλλογιστούμε πως ο πόλεμος είχε αφήσει πολλές πληγές στο κορμί αυτού του ανθρώπου, έχουμε το δικαίωμα να συμπεράνουμε πως αυτά τα λόγια έχουν κάποιο βάρος.

Προς τα τέλη της ζωής του, η μοίρα του γίνεται τραγική. Οι πόνοι από τις πληγές του είναι ανυπόφοροι. Κατατρεγμένος, φυλακίζεται και δικάζεται. Στην απελπισία του γράφει γράμματα στον Θεό: “Και δεν μας ακούς, και δεν μας βλέπεις. . .”. (...)

Σας μίλησα γι’ αυτούς τους ανθρώπους, γιατί οι σκιές τους δεν έπαψαν να με συντροφεύουν από τότε που άρχισε το ταξίδι μου για τη Σουηδία, και γιατί οι προσπάθειές τους αντιπροσωπεύουν, στο νου μου, τις κινήσεις ενός κορμιού αλυσοδεμένου επί αιώνες, όταν επιτέλους σπάσουν τα δεσμά του και ψηλαφεί, ξαναζωντανεύει, κι αναζητάει τις φυσικές του κινήσεις.

Αυτή η ομιλία μου ασφαλώς έχει πολλά ελαττώματα. Το ελάττωμα της απλούστευσης, που παραμορφώνει. Το ελάττωμα –που δεν αγαπώ– μιας προσωπικής επιλογής. Σίγουρα παράλειψα πολύ μεγάλες μορφές. Π.χ. τον Αδαμάντιο Κοραή ή τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Μα πώς να μιλήσει κανείς, αν δεν αποφασίσει να διαλέξει. Συγχωρέστε με, αν έσφαλα.

Εξ άλλου, το μόνο που έκανα ήταν να επισημάνω, όσο πιο απλά μπορούσα, λίγα οδόσημα. Ολόγυρά τους, και στα χρόνια που χωρίζουν αυτούς τους ανθρώπους, υπάρχουν βέβαια πολλές γενεές ανθρώπων που μόχθησαν και θυσίασαν τη ζωή τους για να βοηθήσουν το πνεύμα να πλησιάσει λίγο περισσότερο σ’ αυτή την πολύμορφη έκφραση, που είναι η ελληνική έκφραση.

Θέλησα, ακόμα, με την άδειά σας, να εκφράσω την αλληλεγγύη μου με το λαό μου. Όχι μονάχα με τους μεγάλους διδασκάλους του πνεύματος, αλλά και με τους άγνωστους, τους αγνοημένους, αυτούς που έσκυψαν πάνω σ’ ένα και μόνο βιβλίο, με την ίδια θέρμη που σκύβει κανείς πάνω σ’ ένα εικόνισμα – και τα παιδιά, επίσης, που πεζοπόρησαν επί ώρες για να πάνε σε μακρινά σχολειά, “να μαθαίνουν γράμματα, του θεού τα πράματα”, καθώς λεει το τραγούδι τους. Για να θυμηθώ για άλλη μια φορά τον φίλο μου τον Μακρυγιάννη: δεν πρέπει να λέμε “εγώ”, πρέπει να λέμε “εμείς”, γιατί κανείς δεν κατορθώνει τίποτε μόνος. Μου φαίνεται σωστό που είναι έτσι τα πράγματα. Έχω ανάγκη από αυτή την αλληλεγγύη, γιατί αν δεν καταλάβω τους ανθρώπους του τόπου μου, με τις αρετές και τις κακίες τους, αισθάνομαι πως δεν θα μπορέσω να καταλάβω τους άλλους ανθρώπους του μεγάλου κόσμου.

Δεν σας μίλησα για τους αρχαίους. Δεν θέλησα να σας κουράσω. Ίσως πρέπει να προσθέσω μερικές λέξεις. Από τον 15ο αιώνα που έπεσε το Βυζάντιο, γίνονται ολοένα και περισσότερο κτήμα της ανθρωπότητας. Είναι τώρα ζυμωμένοι με ό,τι ονομάζουμε –συντομογραφικά– ευρωπαϊκό πολιτισμό. Χαιρόμαστε που τόσα έθνη συμβάλλουν στο να τους φέρουν πιο κοντά στη ζωή μας. Όσο για μας, μας μένουν, μολαταύτα, μερικά αναφαίρετα πράγματα. Όταν διαβάζω στον Όμηρο τις απλές λέξεις: “φάος ηελίοιο” –σήμερα το λεω: “φως του ήλιου”– νιώθω μια οικειότητα πού συγγενεύει περισσότερο με μια συλλογική ψυχή παρά με μια προσπάθεια γνώσης. Είναι μια νότα, θα 'λεγα, που οι αρμονικές της απλώνονται πολύ μακριά· είναι μια αίσθηση πολύ αλλιώτικη από εκείνη που μπορεί να δώσει μια μετάφραση. Γιατί, τελοσπάντων, μιλούμε την ίδια γλώσσα – και το αίσθημα μιας γλώσσας ανήκει στα συναισθήματα όσο και στη γνώση. Μια γλώσσα αλλαγμένη, αν θέλετε, από μια εξέλιξη χιλιάδων ετών, μα ωστόσο πάντα πιστή στον εαυτό της. Έχει τα χνάρια από χειρονομίες και στάσεις πού επαναλαμβάνονται επί αιώνες, ως τις μέρες μας, και που κάποτε απλουστεύουν με τρόπο εκπληκτικό προβλήματα ερμηνείας που φαίνονται πολύ δύσκολα σε άλλους. Δεν θα πω πως είμαστε από το ίδιο αίμα, γιατί αποστρέφομαι τις φυλετικές θεωρίες – αλλά κατοικούμε πάντα την ίδια χώρα και κοιτάμε τα ίδια βουνά που τελειώνουν στη θάλασσα, ίσως να μνημόνευσα τη λέξη “παράδοση”, χωρίς να υπογραμμίσω τούτο το αυτονόητο: ότι παράδοση δεν σημαίνει συνήθεια. Αντίθετα, μας ενδιαφέρει για την ικανότητα που έχει να μπορεί να σπάει τη συνήθεια: έτσι αποδείχνει τη ζωντάνια της.

Επίσης, δεν σας μίλησα για τη γενιά μου – τη γενιά στην οποία έλαχε ο βαρύς κλήρος μιας ηθικής αναπροσαρμογής, ύστερα από την έξοδο ενάμισι εκατομμυρίου ψυχών από τη Μικρασία. Τη γενιά που στάθηκε μάρτυρας ενός φαινομένου μοναδικού στην ελληνική ιστορία: αυτής της παλίρροιας, αυτής της πόλωσης του πληθυσμού μας που ήταν σκορπισμένος σε πολλά ανθηρά κέντρα της οικουμένης.

Τέλος, δε σας μίλησα για τη γενιά που ήρθε ύστερα από μας, για εκείνην που τα παιδικά ή τα εφηβικά της χρόνια τραυματίστηκαν στα χρόνια του τελευταίου πολέμου. Ασφαλώς έχει καινούρια προβλήματα και άλλη προοπτική: η Ελλάδα εκβιομηχανίζεται όλο και περισσότερο. Τα έθνη όλο και πλησιάζουν αναμεταξύ τους. Ο κόσμος αλλάζει. Οι κινήσεις του όσο πάνε κι επιταχύνονται. Θα 'λεγε κανείς πώς το χαρακτηριστικό του είναι να δείχνει αβύσσους, είτε μέσα στην ανθρώπινη ψυχή είτε μέσα στο σύμπαν. Η έννοια της διάρκειας έχει αλλάξει. Είναι μια νεότητα πονεμένη και ανήσυχη. Συναισθάνομαι τις δυσκολίες της, που άλλωστε δεν απέχουν πολύ από τις δικές μας. Ένας μεγάλος πρωτοπόρος της ελευθερίας μας, ο Ρήγας, δίδασκε: “Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά”. Θα ήθελα να ευχηθώ στους νέους μας να στοχάζονται ταυτόχρονα και το ρητό που είναι χαραγμένο στο ανώφλι του πανεπιστημίου σας της Ουψάλας: “Να σκέφτεσαι ελεύθερα είναι σπουδαίο”· να σκέφτεσαι δίκαια, ακόμα πιο σπουδαίο”.

Τελείωσα. Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας. Σας ευχαριστώ επίσης, γιατί “η γενναιοφροσύνη της Σουηδίας” μου επιτρέπει να νιώσω, επιτέλους, πως είμαι κανείς. Θέλω να πω: με την έννοια που έδινε ο Οδυσσέας, όταν αποκρινόταν στον κύκλωπα Πολύφημο “Ούτις” — κανείς, μέσα στη μυστηριώδη αυτή ροή, την Ελλάδα.

Το κείμενο του Γεωργίου Σεφέρη είναι απόσπασμα από το επίμετρο με τίτλο Λίγα για την νεότερη ελληνική παράδοση (357-381) και περιλαμβάνεται στον τρίτο τόμο των Δοκιμών (Παραλειπόμενα) 1932-1971. Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1993.

Αναδημοσίευση από το Άρδην τ.28 - Ημερομηνία δημοσίευσης: Δεκ 00 - Ιαν 01