Ας φράξουμε τον δρόμο στους νέους καιροσκόπους

Θα πρέπει η κοινωνία να αναζητήσει άριστους ανάμεσα σε όσους παράγουν έργο
Βασίλης Καραποστόλης*

Είναι άλλο πράγμα να βλέπει κανείς με καλό μάτι την κατάρρευση του όλου πολιτικού σώματος (με την ελπίδα ότι θα εξυγιανθεί) και άλλο να είναι έτοιμος να αναλάβει δράση για την αντικατάστασή του. Τα πλήθη σήμερα αναθεματίζουν τους κυβερνήτες τους, αλλά διστάζουν να εμπιστευτούν οποιονδήποτε θα εμφανιζόταν μπροστά τους σαν ένας ηγέτης με προθέσεις ριζικά διαφορετικές. Το πρόβλημα έγκειται πραγματικά στις προθέσεις. Δεν απασχολεί τόσο τους πολίτες αν θα γίνουν ορισμένα έργα, όσο το εάν οι υποψήφιοι για την εξουσία έχουν και κάποια σχέδια που να μην πηγάζουν αποκλειστικά απ’ τα προσωπικά τους συμφέροντα. Πέρασε η εποχή που κρινόταν ένας πολιτικός από το αν είναι ικανός ή όχι στον άλφα ή βήτα τομέα. Σήμερα στη χώρα μας, αλλά και στην Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ιταλία (το είδαμε πρόσφατα με τις εκλογές) αυτό ουσιαστικά που κυκλοφορεί σαν μια αμφιβολία βασανιστική μες στα πλήθη, δεν είναι το κατά πόσον υπάρχει η πολιτική ικανότητα, αλλά η πολιτική θέληση.

Ένα ερώτημα πλανιέται: ποιος θα μπορούσε να τα βάλει μ’ εκείνους που φαίνονται τόσο ισχυροί, ακριβώς επειδή δεν «φαίνονται»; Οι σύγχρονοι χρηματοκράτες του κόσμου είναι αόρατοι, γι’ αυτό και δύσκολα αντιμετωπίζονται - αυτό διαδίδεται κατά κόρον. Πρόκειται, όμως, για μια ακόμη λιποταξία των δεινοπαθούντων, για μια ακόμη αποφυγή της ευθύνης τους. Γιατί ποιος είπε ότι είναι ανάγκη να βλέπει κανείς καθαρά τον εχθρό του ώστε να μπορεί να τον αντικρούσει; Είναι διαφορετικό να ακολουθείς μια ειδική τακτική όταν ο αντίπαλος κρύβεται, από το να εγκαταλείπεις οποιαδήποτε τακτική ελλείψει ορατότητας του αντιπάλου. Άλλωστε, δεν είναι ανάγκη να ξέρει κανείς ποιος είναι ο απώτερος εχθρός του για να τον πολεμήσει. Αρκεί που έχει αντίκρυ του τα όργανά του, τους εντεταλμένους του. Από τέτοιους βρίθει ο κόσμος, η κάθε ημέρα και το κάθε δελτίο ειδήσεων μάς τους δείχνουν να κινούνται δραστήριοι, άοκνοι, λαλίστατοι. Θα μπορούσαν αυτοί να είναι ο στόχος.

Συνεπώς, άλλος είναι ο λόγος που δεν θεωρείται πιθανή μια κάποια βελτίωση. Ο λόγος είναι ότι το πλήθος προβάλλει τις αδυναμίες του πάνω στην «εικόνα» που έχει για τους εκπροσώπους του. Μοιάζει σάμπως οι αρρώστιες του κοινωνικού σώματος να αποτυπώνονται πάνω στο πολιτικό σώμα με μια ένταση άκρως θεαματική. Πάνω στο φέρσιμο ενός υπουργού όλοι βλέπουν τα δικά τους χάλια. Έτσι, η επιφύλαξη, η καχυποψία, η κόπωση του καθενός σχηματίζουν ένα είδος πεποίθησης σύμφωνα με την οποία αποκλείεται να ξεπεταχθεί μια αρετή στη σφαίρα των δημοσίων υποθέσεων. «Είναι αδύνατο», ψιθυρίζει μέσα του ο απαυδισμένος ιδιώτης, «μέσα σ’ αυτό το μαγειρείο να παρουσιαστούν και κάποιοι που να μη θέλουν να φάνε. Θα φάνε ό,τι φτιάχνουν. Αλλά εγώ, τουλάχιστον, δεν θα καταπιώ όσα μου πετάξουν. Δεν θα καταπιώ τα αποφάγια τους. Θα πουν ψέματα, αλλά εγώ, που δεν θα είμαι στο εξής κορόιδο, θα ξέρω ότι είναι ψέματα, γιατί είναι αδύνατο να μην είναι ψέματα».

Μετά απ’ αυτό, ο ιδιώτης μπορεί να εξακολουθεί να αγανακτεί, να θυμώνει και να ξεθυμαίνει. Έχει προεξοφλήσει τα πάντα, και κατά κάποιον τρόπο έχει κατασταλάξει μέσα στην απελπισία του. Είναι απελπισμένος, αλλά δεν φαίνεται να διαθέτει ούτε εκείνο το τελευταίο απόθεμα δύναμης, εκείνο το «θάρρος της απελπισίας» το οποίο αναβλύζει μερικές φορές όταν τα πράγματα φθάνουν στον απροχώρητο, όταν σ’ αυτό ακριβώς το όριο διεγείρεται ξαφνικά μια θέληση θαμμένη στα έγκατα. Μια κοινωνία, όμως, που επιθυμεί πραγματικά να επιζήσει, δεν μπορεί παρά να εύχεται να ξαφνιάζεται με αυτόν τον τρόπο. Είναι ένα ξάφνιασμα με τον εαυτό της. Εκεί βρισκόμαστε σήμερα: έχουμε κλειστεί μέσα σε κάτι που νομίζουμε ότι είναι ο εαυτός μας και αυτό το κάτι το συνθέτουν αδυναμίες που μας είναι τόσο οικείες ώστε να φθάνουν να γίνουν σχεδόν αγαπητές: αγαπάμε αυτό που ξέρουμε ότι είμαστε, από φόβο μήπως αναγκαστούμε να γνωρίσουμε αυτό που θα μπορούσαμε να είμαστε. Προτιμότερο να υποφέρεις από τα ελαττώματά σου, παρά να ψάχνεις για προτερήματα που δεν είναι βέβαιο ότι υπάρχουν.

Οι ασθένειές μας

Θα καταλήξουμε λοιπόν εκεί; Θα δεχτούμε ότι οι κοινωνικές μας ασθένειες είναι η μοίρα μας, και ότι η πολιτική μας θα είναι απλώς μια διαχείριση της μοίρας, ένα ξύσιμο και ένα βάθεμα της πληγής; Μπορεί να ηχεί σε πολλούς σχεδόν σκανδαλιστικό, αλλά εάν δεν δεχθούμε τελικά να είμαστε μοιρολάτρες, θα πρέπει ν’ αφήσουμε περιθώρια για μια νέα πολιτική δράση, ακόμη και μέσα στα φθαρμένα σχήματα. Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνία θα έπαυε να δεχόταν σαν ανίατη την πάθηση που κάνει τους Ελληνες να χωρίζουν τη στιγμή ακριβώς που χρειάζεται να ενωθούν.

Η καθημερινή εμπειρία, πράγματι, αυτό μας διδάσκει: μόλις πάνε τα άτομα να συμπράξουν, εκείνος ο δαίμονας, που λέγεται «πάθος για υπεροχή» καταστρέφει τις κοινές τους ενέργειες. Οι εξαιρέσεις δεν λείπουν φυσικά, ο κανόνας όμως εξακολουθεί να ισχύει. Και το χειρότερο είναι ότι συγχέονται πράγματα που διαφέρουν πολύ. Είναι λάθος να θεωρείται το «πάθος για υπεροχή» ταυτόσημο με το «πάθος για διάκριση». Το πρώτο είναι η επιθυμία να τοποθετείται κανείς, με οποιοδήποτε μέσο, πάνω από τους άλλους, ενώ το δεύτερο είναι η επιθυμία να ξεχωρίσει χάρη σ’ ένα επίτευγμα συγκεκριμένο που θα αναγνωριστεί και θα εκτιμηθεί. Έρμαιο στο πρώτο πάθος η ελληνική κοινωνία κατάφερε να μετατρέψει, εδώ και καιρό, τη διακυβέρνηση σ’ ένα ομοίωμά της. Ναι, οι πολιτικοί του καιρού μας αποδείχθηκαν ζηλωτές της υπεροχής, της γυμνής επικράτησης, της εξουσίας τής απογυμνωμένης από πράξεις που θ’ άφηναν ίχνη στην Ιστορία. Υπήρξαν ματαιόδοξοι, κι αυτό επιβεβαίωσε θριαμβευτικά και θλιβερά μαζί, το ματαιόδοξο άτομο που φωνασκεί: αφού είμαστε όλοι ματαιόδοξοι, γιατί να μην είναι και αυτοί τους οποίους ψηφίσαμε;

Το συμπέρασμα όμως αυτό δεν είναι υποχρεωτικό. Δεν είναι υποχρεωτικό η γενική βούληση να είναι η συνισταμένη των ατομικών βουλήσεων (η υποθήκη του Ρουσσώ). Όποιοι εκπροσωπούν το πλήθος, εξ ορισμού αίρονται σε μια σφαίρα στοιχειωμένη από άλλες δυνάμεις που δεν βρίσκονται μέσα στα νοικοκυριά. Αυτές οι δυνάμεις ανήκουν στην επιθυμία για πραγματοποίηση έργων που αφορούν τη ζωή και την ασφάλεια ενός ολόκληρου πληθυσμού. Αν τα νοικοκυριά είναι ματαιόδοξα, μες στην αυτοσυντήρησή τους, οι πολιτικοί (όπως και οι καλλιτέχνες και οι επιστήμονες) μπορούν να είναι φιλόδοξοι. Πρέπει λοιπόν ν’ αφήσουμε χώρο ξανά, και μ’ όλους τους κινδύνους, στη φιλοδοξία. Είναι ανάγκη να υπάρχει αυτός ο χώρος, ώστε να τολμήσουν να κάνουν τα πρώτα τους βήματα κι εκείνοι που κολακεύονται στην ιδέα ότι θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν πολύ καλύτερα απ’ ό,τι οι προηγούμενοι για ζητήματα όπως οι θαλάσσιες ζώνες, οι αποκρατικοποιήσεις, ή η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της χώρας. Μη φθάσουμε στο σημείο να θεωρήσουμε ότι είναι ύποπτο να επιδιώκει ένας πολιτικός να τον εκτιμήσουν για μια συμφωνία που πέτυχε, όπως θα ’θελε να τον εκτιμήσουν ένας ζωγράφος για τον πίνακά του ή ένας μηχανικός για τη γέφυρα που έφτιαξε. Ας φράξουμε τον δρόμο στους νέους καιροσκόπους, και ας κάνουμε τόπο στους νέους εργοποιούς. Για να έρθουν όμως, πρέπει πρώτα να ζητηθούν.

 

* Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή - Ημερομηνία δημοσίευσης: 31-03-13