Ποιοί θα διευθύνουν ποιούς;

Αντί να επιβραβευθούν όσοι ξεχωρίζουν και να λειτουργήσουν ως παραδείγματα, επικρατεί καθεστώς εξισωτισμού
Βασίλης Καραποστόλης*

«Να δοθούν κίνητρα!». Όταν σε μια κοινωνία μεγαλώνει το πελάγωμα, μερικές λέξεις ηχούν σαν σωτήριες λαβές, ενώ δεν είναι παρά εύθραυστα σχήματα. Σπάζουν αμέσως όταν πας να αρπαχθείς πάνω τους. Έχει κάτι το δυναμικό η λέξη κίνητρο, κι αυτό την κάνει τόσο αρεστή. Οι επίσημοι την λένε και γεμίζει το στόμα τους, τα πλήθη την ακούνε και για λίγο διεγείρονται. Κατά την τρέχουσα άποψη τα κίνητρα έρχονται απ’ έξω, διανέμονται σε δικαιούχους. Οι άνθρωποι τα περιμένουν, όπως περιμένουν στο εστιατόριο να τους σερβιριστεί το ψητό που παρήγγειλαν. Έστω. Ας υποθέσουμε ότι το πιάτο έρχεται και η όψη του φαγητού είναι αρκετά καλή. Τι γίνεται όμως όταν τη στιγμή που απλώνει κανείς το χέρι στο πιρούνι του νιώθει πως του λείπει η όρεξη; Το έδεσμα είναι μπροστά του, αλλά εκείνος το βλέπει σαν κάτι που απλώς «πρέπει» να το φάει, μια και το παρήγγειλε. Τι έχει συμβεί; Ένα εσωτερικό άδειασμα, μια απονεύρωση της επιθυμίας. Είναι αυτό που συμβαίνει στη σημερινή Ελλάδα.

Για πρώτη φορά η χώρα υποφέρει από πρόβλημα εσωτερικών κινήτρων. Μέρα με τη μέρα αυξάνεται ο αριθμός εκείνων που δεν βρίσκουν τον λόγο -αν εξαιρέσουμε τις άμεσες ανάγκες της επιβίωσης- να καταβάλλουν προσπάθειες για κάποιον σκοπό στον επαγγελματικό τομέα ή στην κοινωνική τους ζωή, κι ακόμη λιγότερο σε δραστηριότητες άσχετες με τα προσωπικά τους συμφέροντα. Αλλά ας μην πάμε μακριά. Να μείνουμε μόνο στους επαγγελματικούς χώρους. Για ποιους λόγους ωθείται ένας άνθρωπος όχι απλώς να εργασθεί, αλλά να πράξει; Τόσο η εμπειρία όσο και η σοφία των αιώνων έχουν καταλήξει σ’ αυτό: οι άνθρωποι ενεργούν είτε για την ηδονή, είτε για τον πλούτο, είτε για τη δόξα, είτε για την ισχύ, είτε για κάποιο συνδυασμό τους. Αφήνοντας στην άκρη την ηδονή (δεδομένου ότι αφορά κατ’ εξοχήν την ιδιωτική σφαίρα) και λαμβάνοντας υπόψη στην παρούσα συγκυρία τους οικονομικούς περιορισμούς, μένουμε με τη δόξα, η μάλλον (για να είμαστε περισσότερο στο πνεύμα του καιρού μας) με τις τιμές, και με την άσκηση δύναμης και επιρροής.

Προϋπόθεση για να εξεταστεί σοβαρά το ζήτημα των κινήτρων είναι να προσδιοριστεί η θέση που έχουν οι δυο αυτές αξίες, των τιμών και της ισχύος, μέσα στην εργασιακή εμπειρία. Κανένας όμως πολιτικός υπεύθυνος στη χώρα μας δεν φαίνεται να ασχολήθηκε ποτέ με το τι σημαίνει για τον ντόπιο εργαζόμενο η αναγνώριση των προσπαθειών του και ο έπαινος των έργων του ούτε και με τη βαρύτητα που έχει στις επιδιώξεις του η αίσθηση ότι είναι «υπολογίσιμος», ότι χωρίς αυτόν η όλη προσπάθεια (της επιχείρησης ή του δημόσιου οργανισμού) δεν θα τελεσφορούσε ή ότι το αποτέλεσμα θα ήταν κατώτερο. Το μόνο που έγινε ως προς αυτό τα τελευταία χρόνια ήταν να κυκλοφορήσει μέσα στα κυβερνητικά γραφεία μια αμερικανικού τύπου, κακοχωνεμένη κι αυτή, συνταγογραφία περί «πριμ», «μπόνους», «προσωπικών ικανοποιήσεων» ή «αναγνώρισης επιτευγμάτων» που μετέφερε στο Δημόσιο όσα κρίνονταν πρόσφορα στον ιδιωτικό τομέα - αλλά κι εκεί πάλι ως σκέτο σύνθημα, ως κυβερνητική ευχή! Ποτέ δεν θεσπίστηκαν πριμ για τους ικανότερους στο Δημόσιο. Ποτέ δεν έγινε αποδεκτή η άποψη ότι υπάρχουν μερικά άτομα που επειδή ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα, πρέπει και να συνεχίσουν να ξεχωρίζουν ως παραδείγματα (και να τιμώνται γι’ αυτό), αντί να κουκουλώνεται η υπεροχή τους - μη τυχόν και προσβληθεί το δικαίωμα του καθενός στον τόπο μας να θεωρεί ότι δεν υστερεί από κανέναν ανώτερο, και όταν ακόμη υστερεί δεν φταίει πάντως ο ίδιος.

Παλαιότερα, αυτός ο παραπονούμενος εξισωτισμός στην Ελλάδα έβρισκε τουλάχιστον μια διέξοδο συμβατή με τη συλλογική πείρα και τη λογική. Για τη μειονεξία πολλών, υπαίτια εθεωρείτο η άδικη κοινωνία, ο άπονος ντουνιάς, ή η κακοτυχία. Ποιος θα ’λεγε ότι στη γενικότητά τους αυτοί οι αναθεματισμοί ήταν αβάσιμοι; Απέχει όμως πολύ απ’ αυτή τη στάση η άλλη εκείνη που κυριάρχησε αργότερα σύμφωνα με την οποία ως πηγή του κακού της ανισότητας εμφανίζεται κάποιο ανθρώπινο υποκείμενο, όχι κάποιες δυσμενείς συνθήκες. Κάποιος άλλος ευθύνεται που εγώ δεν τα κατάφερα. Κάποια άλλη βούληση επέβαλε τον υποβιβασμό μου. Απέναντί μας δεν έχουμε πλέον την αδικία έχουμε αυτόν που ευνοήθηκε από την αδικία. Περισσότερο και από τον εκμεταλλευτή, περισσότερο ακόμη και από τον απατεώνα, μας ενοχλεί αυτός που νομίζουμε ότι επωφελήθηκε από την έλλειψη δικαιοσύνης και κατέλαβε μια θέση που δεν την αξίζει (και που «κανονικά» θα μπορούσε να ήταν δική μας). Απ’ αυτή την προκατάληψη, απ’ αυτό τον παραλογισμό περάσαμε γρήγορα στη σαρωτική απαξίωση του Δημοσίου. Εκεί βρισκόμαστε σήμερα.

Το Δημόσιο, το Κράτος δέχονται όλη την κατακραυγή εκείνων που δεν μπόρεσαν να εξυβρίσουν όσο θα ήθελαν τους ορατούς εκπροσώπους του. Πόσες και πόσες δύστροπες και απρόθυμες φάτσες υπαλλήλων δεν ερέθισαν τα νεύρα των πολιτών! Αλλά και πόσοι πολίτες δεν επιβεβαίωναν με την παραμικρή ευκαιρία την έτσι κι αλλιώς ακλόνητη πεποίθησή τους ότι όλοι αυτοί αντίκρυ τους οι καθισμένοι πίσω από γκισέ και γραφεία, πίσω από τις παραπλανητικές ταμπελίτσες τους ήταν χωρίς εξαίρεση άχρηστοι. Η αγανάκτηση είχε βέβαια συχνά το δίκιο της όπως είχε και την υπερβολή της. Και η υπερβολή -που την πληρώνουμε σήμερα- είναι ακριβώς αυτό: να μη διακρίνονται οι εξαιρέσεις και φυσικά, να μην μπορεί να γίνει αντιληπτό (ούτε και από τους εκάστοτε επιτελείς των Υπουργείων) ότι οι ανήκοντες στις εξαιρέσεις θα ήταν δυνατόν να αποτελέσουν ένα σώμα με ειδική αποστολή, μια ιδιαίτερη ομάδα καθοδήγησης.

Αγγίζουμε εδώ το ζήτημα της ελίτ. Αγγίζουμε αυτό που καίει και που ούτε η Δεξιά ούτε η Αριστερά μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν. Η Δεξιά φοβόταν να απλώσει προς τα κάτω την ιθύνουσα δύναμη των ολίγων. Η Αριστερά φοβόταν να στείλει προς τα πάνω τις φιλοδοξίες των πολλών. Αμφότερες οι παρατάξεις ήταν ξένες στην ιδέα ότι σε μια κοινωνία δεν μπορεί να υπάρχει σταθερότητα και ευημερία αν δεν λειτουργεί μ’ έναν τρόπο η μίμηση, αν δεν αντιγράφουν οι μέτριοι τους καλύτερους χωρίς να τους παραλύει ο φθόνος, χωρίς οι μέτριοι να θεωρούν ότι το «καλύτερο» είναι απλώς μια προσποίηση, ότι το καλό γενικά είναι μόνο μια πλαστογραφία του καλού.

Αναπόφευκτα έτσι, βγήκε το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν ικανοί και χρηστοί δημόσιοι λειτουργοί. Ο τυπικός υφιστάμενος βλέπει στο πρόσωπο του τυπικού διευθυντή μια απάτη στρογγυλοκαθισμένη στην καρέκλα της. Θεωρείται βέβαιο ότι η αγάπη για την καρέκλα είναι μεγαλύτερη από την αγάπη για τις τιμές, ή για τη δύναμη. Θεωρείται κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι δεν υπάρχει χαρά στο να διευθύνει κάποιος σωστά και να φέρνει εις πέρας το έργο του. Κι αυτή η βεβαιότητα, αυτό το είδος πληβειακής μνησικακίας, έρχεται σήμερα να συναντήσει το νωθρό πνεύμα της πολιτικής ηγεσίας και να της δώσει επιχειρήματα και φωνή. «Αποδυναμώστε τους». «Σπάστε τον σκελετό του Κράτους». «Πέστε ότι το εξυγιαίνετε. Θα σας πιστέψουν. Θα θρέψετε τη χαιρεκακία των μαζών και θα πάρετε ψήφους. Δεν πειράζει και πολύ που η τύχη της χώρας θα γίνει ιδιωτική υπόθεση. Αρκεί να ταπεινωθεί το Μεγάλο Παχύδερμο με τον τακτικό μισθό».

 

* Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή - Ημερομηνία δημοσίευσης: 16-09-12