Άρθρο-παρέμβαση του Βασίλειου Μαρκεζίνη

Γιατί Πολεμάω για Κοινωνική Συμφιλίωση
Βασίλειος Μαρκεζίνης

Ολόκληρη η ομιλία Βασίλειου Μαρκεζίνη στις 20 Μαρτίου 2012 στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών  
Ομιλία από την εκδήλωση «Δύο ώρες με τον Βασίλειο Μαρκεζίνη» στις 20 Μαρτίου 2012 στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών  

Επί πέντε χρόνια προσπάθησα να διαμορφώσω ένα νέο πρόγραμμα. Τα όσα έγραψα και είπα σκοπό είχαν, ασφαλώς, να λειτουργήσουν ως αφετηρία μόνο και όχι ως τελικός προορισμός για ένα νέο διάλογο, για έναν τρόπο επίτευξης του στόχου που είχε θέσει και ο κ. Καραμανλής το 2004, ήτοι της δημιουργίας ενός «νέου κράτους». Ο ίδιος, όμως, απέτυχε παταγωδώς. Για διαφορετικούς λόγους, δεν θεωρώ ότι εγώ στάθηκα περισσότερο επιτυχημένος. Εντούτοις, η δική μου προγραμματική στοχοθεσία, αντίθετα με τη δική του, έχει δύο αιχμές, ενώ εκείνος μόνο μία προσπάθησε να επιδιώξει – και αυτή όχι μέχρι τέλους.

Έτσι, σε κοινωνικό επίπεδο, προέβαλα το στόχο της «κοινωνικής συμφιλίωσης». Η επιδίωξη αυτού του στόχου δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Τον διατύπωσα, όμως, με νέο τρόπο, μια και μέχρι τώρα η συμφιλίωση και η συνεργασία νοούνταν κυρίως στο πλαίσιο της «κομματικής συνεργασίας» – υποτίθεται, για το καλό της χώρας, αλλά στην πραγματικότητα μόνο για να παραμείνουν στην εξουσία τα δύο μεγάλα κόμματα.

Κατά τη γνώμη μου, αυτό δεν επαρκεί· αυτό που χρειάζεται είναι μια άμεση και πλήρης αλλαγή της υφισταμένης νοοτροπίας, καθότι χρειαζόμαστε κοινωνική ειρήνη και συμφιλίωση, και όχι μια ευκαιριακή κομματική ανακωχή μέχρις ότου ο χρόνος επιτρέψει σε ένα από τα δύο κόμματα να πάρει και πάλι το πάνω χέρι!

Η προσπάθεια που πρεσβεύω όχι μόνο δεν έχει δοκιμαστεί στην πράξη, αλλά δεν έχει καν εξεταστεί ως πρόταση, εφόσον και η Δεξιά και η Αριστερά συνεχίζουν να τρέφονται από τις πολιτικές συγκρούσεις του παρελθόντος, ενώ τα ΜΜΕ εξακολουθούν να προτιμούν ως τακτική τις γενικές «ταμπέλες» και τις ολοκληρωτικές –αν όχι και συκοφαντικές– απορρίψεις οποιασδήποτε ιδέας και οποιουδήποτε ανθρώπου θεωρούν ότι δεν στηρίζει τα συμφέροντά τους. Με σκοπό να μειώσω τις εντάσεις που επικρατούν σε αυτό το επίπεδο, έγραψα πρόσφατα στο Αντίβαρο τις ακόλουθες παρατηρήσεις, τις οποίες θεωρώ ότι αξίζει μερικώς να επαναλάβω.

Η θεραπεία που προτείνω (...) στηρίζεται στην ιδέα ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, το οποίο όλοι οι πολίτες (...) πρέπει να δεχθούν, έστω κι αν δεν τους ικανοποιεί όλους εκατό τοις εκατό.

Κάτι τέτοιο, όμως, μπορεί να γίνει εφόσον όλοι πάρουμε κάτι και δώσουμε κάτι: βασιλείς και στρατιώτες, πλούσιοι ή πένητες, εργοδότες ή εργαζόμενοι, συνδικαλιστές ή απλά μέλη συνδικάτων, αστυνόμοι και διαδηλωτές − όλοι πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι έχουν συμφέρον να επιτύχει αυτή η προσπάθεια. Σε αυτή την υπαρξιακή μάχη, πρέπει να ερωτηθούν οι πάντες, ακόμη και οι «νομοταγείς» αναρχικοί, και, ει δυνατόν, να συμφωνήσουν!

Έτσι, η άμεση λήψη των μέτρων που ανέφερα ενδεικτικά πρέπει να συνδυαστεί με:

     (α) τη συνειδητή απόφαση όλων των Ελλήνων πολιτών –επί ένα ορισμένο διάστημα– να μην προβαίνουν σε απεργιακές κινητοποιήσεις, ώστε να μπορέσουν τα νέα μέτρα να τελεσφορήσουν·

     (β) την έμπρακτο προθυμία των πιο ευκατάστατων πολιτών να προστατεύσουν από τον οικονομικό πόνο τους λιγότερο τυχερούς·

     (γ) την απόφαση των εργαζομένων και των συνδικάτων τους −− να επιτρέψουν την του κράτους, να δουλέψουν συνειδητά για τη συλλογή των φόρων, να συμπράξουν με κάθε τρόπο στη μείωση της γραφειοκρατίας, προκειμένου η χώρα να προσελκύσει νέες επενδύσεις.

Όλα αυτά πρέπει να γίνουν με απώτερο σκοπό να επανέλθουμε σε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. (...) Αυτή η αναδόμηση θα απαιτήσει τη συνέχιση της εξυγίανσης και της σμίκρυνσης του δημόσιου τομέα αλλά και την απόλυση όσων δεν εργάζονται.

Επειδή αυτά τα μέτρα δεν θα είναι εύκολα, θα πρέπει να ληφθούν κατά «έξυπνο» τρόπο, που κύριο σκοπό θα έχει να μετριάσει τον πόνο των πολιτών που θα τα υποστούν. Να αποφευχθούν, όμως, ΔΕΝ είναι δυνατόν. Πιστεύω, ωστόσο, ότι θα γίνουν αποδεκτές οι σχετικές αποφάσεις από τους περισσότερους από εμάς, ιδίως εάν εφαρμοστούν αφού πρώτα αποκατασταθούν διάφορες κατάφωρες αδικίες − π.χ., αφού οι διαπιστωμένοι μεγαλοοφείλετες του Δημοσίου υποχρεωθούν να πληρώσουν τους τεράστιους φόρους που οφείλουν και ληφθούν διορθωτικά μέτρα, ως, π.χ., για τις κατώτερες συντάξεις.

Θα μου πείτε: «Κλείνει έτσι η “μαύρη τρύπα” των εσόδων;». Η απάντηση είναι: «Όχι, βεβαίως». Εντούτοις, μια τέτοια κίνηση θα καθιστούσε πιο εύκολη την εφαρμογή της λιτότητας, γιατί θα έπειθε τους θιγόμενους πολίτες ότι δεν θα μπαίνουν πάντα οι ίδιοι στο στόχαστρο για να προφυλάξουν τους πολυπροστατευμένους τραπεζίτες, ξένους και δικούς μας, οι οποίοι τον τελευταίο καιρό έχουν γίνει τα «αγαπημένα παιδιά» του κράτους!...

***

Η δεύτερη αιχμή του πολιτικού προγράμματος που πρότεινα ήταν η ανανέωση της εξωτερικής πολιτικής μας. Όπως προείπα, ο κ. Καραμανλής κινήθηκε εν μέρει προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά, δεχόμενος ίσως απειλές, εγκατέλειψε την προσπάθεια.

Ουδέποτε ήμουν κατά της Αμερικής και επ’ ουδενί κατά της Ευρώπης, μια και ειδικά η δεύτερη αυτή ήπειρος και η κουλτούρα της αποτελούσαν ανέκαθεν τα κεντρικά θέματα που προώθησα καθ’ όλη τη διάρκεια του επαγγελματικού μου βίου. Το τονίζω αυτό όχι επειδή θέλω να περιαυτολογήσω, αλλά επιθυμώ να δείξω πόσο ανενημέρωτοι είναι οι επικριτές μου, οι οποίοι, αγνοώντας το έργο της ζωής μου, έχουν το θράσος να με κατηγορούν ως αντι-ευρωπαίο!...

Παρ’ όλα αυτά, οι εμπειρίες μου στην Αμερική και την Ευρώπη ποτέ δεν με εμπόδισαν να ασκήσω εποικοδομητική κριτική και στους δύο αυτούς κόσμους –πρακτική, άλλωστε, την οποία ασκούν και οι ίδιοι οι πολίτες τους– για διάφορα ελαττώματα, για εσφαλμένες πολιτικές, καθώς και για περιπτώσεις απληστίας και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η βαθιά μου αγάπη και αφοσίωση σε ορισμένες χώρες ποτέ δεν με εμπόδισε να επισημάνω τα λάθη τους και να τους ασκήσω κριτική κάθε φορά που θεωρούσα ότι όφειλαν να προβούν σε διορθωτικές κινήσεις.

Έτσι, έχοντας την πεποίθηση ότι καθετί ευρωπαϊκό ή αμερικανικό δεν είναι αυτομάτως και τέλειο και λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη ότι ούτε οι Ευρωπαίοι ούτε οι Αμερικανοί έχουν με συνέπεια στηρίξει τα ελληνικά συμφέροντα, έχω ταχθεί εδώ και καιρό υπέρ της άσκησης μιας πολυγαμικής εξωτερικής πολιτικής.

Η πεποίθηση αυτή στηρίζεται στην επίγνωση του γεγονότος ότι μπορούμε να βρούμε και άλλες χώρες –τη Ρωσία και την Κίνα, για παράδειγμα– οι οποίες μπορούν να πειστούν να μας βοηθήσουν, ταυτόχρονα με τους παραδοσιακούς συμμάχους μας. Αποτελεί έτσι ένδειξη στενότητας πνεύματος και προκατάληψης να αποκλείει κανείς εκ των προτέρων αυτό το ενδεχόμενο και να το θεωρεί ανέφικτο, χωρίς τουλάχιστον να έχει κάνει μια ουσιαστική προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση.

Το πώς μπορεί να γίνει αυτό έχει αναπτυχθεί πολλές φορές τόσο από εμένα όσο και από διάφορους άλλους συγγραφείς... Όσοι ενδιαφέρονται οφείλουν επίσης να αναλογιστούν προσεκτικά τις αρχικές αξιόλογες προσπάθειες που κατέβαλλε ο κ. Καραμανλής και να διερωτηθούν γιατί έκανε πίσω τόσο ξαφνικά. Αν αυτή η αποτυχία οφειλόταν σε πιέσεις από «φίλους» μας, τότε θα πρέπει και αυτό το γεγονός να αναλυθεί δεόντως και να συναχθούν τα αναγκαία συμπεράσματα.

Η τάση, όμως, των Ελλήνων πολιτικών αρχηγών να μην διανοούνται καν την πιθανότητα επίσκεψης στη Μόσχα, αν πρώτα δεν το «συζητήσουν» με την αμερικανική πρεσβεία, αποτελεί εκδήλωση μιας μορφής αποικιοκρατίας 19ου –ούτε καν 20ού!– αιώνα. (...) Η λήψη και η υλοποίηση νέων πρωτοβουλιών θα μπορούσαν να αποβούν ιδιαίτερα χρήσιμες ως προς δύο βασικά σημεία των εξωτερικών και οικονομικών σχέσεών μας.

Το πρώτο καθίσταται σαφές άπαξ και αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τις περιοριστικές συνέπειες του Μνημονίου 2, τους όρους του οποίου θέλουν να επαναδιαπραγματευθούν όλα σχεδόν τα κόμματα. Προφανώς, θα είναι δύσκολο κάτι τέτοιο. Εντούτοις, η απόκτηση νέων δεσμών με μεγάλες δυνάμεις, πέραν του παραδοσιακού κύκλου σχέσεών μας, δεν θα είναι απλώς επωφελής αυτή καθ’ εαυτήν· θα μας προσφέρει παράλληλα τη δυνατότητα επιρροής στο πλαίσιο της επαναδιαπραγμάτευσης των επαχθέστατων υποχρεώσεων στις οποίες μας έχει οδηγήσει το Μνημόνιο 2. Και τούτο, διότι συχνά οι «εταίροι» ανταποκρίνονται πιο πρόθυμα σε νέα δεδομένα που διευρύνουν τις επιλογές του συν-εταίρου τους, και όχι επειδή αίφνης αισθάνονται συμπάθεια γι’ αυτόν.

Το δεύτερο ζήτημα είναι η προστασία των εδαφικών και οικονομικών συμφερόντων μας στη Μακεδονία και τη Θράκη, καθώς και τα δικαιώματά μας στους υποθαλάσσιους πόρους μας. Ορισμένοι συγγραφείς επιχειρηματολογούν υπέρ της άσκησης αυτών των δικαιωμάτων εδώ και δεκαετίες!

Προσωπικά, μαζί με άλλους σχολιαστές, συνέβαλα στην επικέντρωση της προσοχής του κοινού στο συγκεκριμένο θέμα πριν από τρία περίπου χρόνια, μόνο και μόνο για να δω τα επιχειρήματά μου να παραμερίζονται με το αιτιολογικό ότι οι εν λόγω διεκδικήσεις ήταν ανούσιοι ισχυρισμοί μια και η χώρα... δεν διέθετε (!) σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου!

Σήμερα, που όλοι ξέρουν ότι η χώρα μας διαθέτει πράγματι τέτοια κοιτάσματα, το όλο ζήτημα πρόκειται να πάρει νέα μορφή· και πάλι, όμως, κανείς δεν δείχνει να κατανοεί τη νέα έμφαση που πρέπει να δώσουμε στο όλο ζήτημα, εάν θέλουμε να έχουμε αποτελέσματα, γι’ αυτό και τα περισσότερα δημοσιεύματα αυτοεπαναλαμβάνονται!

Στο εξής, λοιπόν, οι συζητήσεις πρέπει να γίνουν πολιτικές και να προσανατολιστούν στην επιδίωξη ενός πολιτικού συμβιβασμού μέσα στο πλαίσιο που μας παρέχει το διεθνές Δίκαιο.

Αυτή η αλλαγή θα στεφθεί με επιτυχία: (α) εφόσον η έμφασή μας μετατοπιστεί από τις γενικόλογες (και επαναλαμβανόμενες) συζητήσεις για το κείμενο της Σύμβασης περί Δικαίου της Θαλάσσης προς τον τρόπο κατά τον οποίο το έχουν εφαρμόσει στην πράξη οι σχετικές δικαστικές αποφάσεις· και (β) εφόσον αυτή η αξιολογική εξέταση του νομικού υλικού συνδυαστεί με τεχνικές αναλύσεις σχετικά με το πώς μπορούν να περιγραφούν γεωγραφικά οι περιοχές όπου υπάρχουν τα αντίστοιχα δικαιώματά μας, ως και τι ανήκει ενδεχομένως στην Τουρκία.

***

Κατά τη γνώμη μου, όλες οι ανωτέρω προτάσεις θα ευοδωθούν όταν αλλάξουμε τον τρόπο σκέψης μας. Και μόνη η λέξη «όταν», όμως, δείχνει ότι δεν έχει ακόμη έλθει η κατάλληλη στιγμή για να επιδιωχθούν στην πράξη οι προγραμματικοί στόχοι μου, έστω κι αν πολλοί από τους «παθιασμένους» επικριτές μου δείχνουν πλέον να κινούνται προς τις κατευθύνσεις που προβάλλω από καιρό.

Οφείλουμε, ωστόσο, να καλύψουμε ακόμη περισσότερο έδαφος. Διότι τα κατεστημένα συμφέροντα –κομματικά, δημοσιογραφικά, τραπεζιτικά– παραμένουν ακόμη στα οχυρά τους. Και δεδομένου ότι διαισθάνονται πως το τέλος τους πλησιάζει, προβλέπω ότι, γι’ αυτό το λόγο και εξαιτίας αυτής της νοοτροπίας, οι επικείμενες εκλογές θα αποτελέσουν ένα από τα πιο βρόμικα, ανειλικρινή, βάναυσα και άτιμα παραδείγματα εκλογών που έχει δει ο πολιτικός κόσμος στη σύγχρονη εποχή.

Επανέρχομαι, έτσι, στο θέμα της de facto περιορισμένης Δημοκρατίας. Θα ασκήσει, άραγε, ο λαός μας το ένα και μόνο ουσιαστικό πολιτικό δικαίωμα που έχει, αυτό ΜΟΝΟ κάθε δύο ή τρία χρόνια, δηλαδή να αποδοκιμάσει –ή να τιμήσει– τους εκπροσώπους του; Ή μήπως, για άλλη μία φορά, θα υποκύψει στις δωροδοκίες, τους πειρασμούς, τις υπεραπλουστεύσεις της σύγχρονης δημοσιογραφίας, τις προσωπικές υποσχέσεις που θα του γίνουν αλλά ακόμη και στην απάθεια που φέρνει η απογοήτευση και, ως συνήθως, «επιτρέπει» στους υπαιτίους των δεινών του να παραμένουν στην εξουσία;

Κατά την προσωπική μου άποψη, λοιπόν, ο ελληνικός λαός οφείλει να «μαυρίσει» όλους τους υπουργούς των τελευταίων δέκα χρόνων που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην καταστροφή μας. (...) Θα μεταβληθεί κυριολεκτικά και προς το καλύτερο το πολιτικό μας τοπίο, αν αυτή η έκκληση εισακουσθεί!

Αυτός είναι ο τρόπος που προσωπικά αντιλαμβάνομαι τη σημερινή κρίση και αυτό είναι το μοναδικό φάρμακο άμεσης δράσης που διαθέτει ο λαός.

***

Επιτρέψτε μου τώρα να στραφώ σε μερικές ευρύτερες ιδέες που τα στερούμενα νέων ιδεών κόμματα –ως παραδέχεται ακόμη και η Καθημερινή της 12 Μαρτίου, η οποία τα στηρίζει– πρέπει να μελετήσουν.

Πρώτη στον κατάλογο των επιτακτικών αναγκαιοτήτων για τη χώρα μας είναι η προσπάθεια να επιτύχουμε την κοινωνική συμφιλίωση με τον τρόπο που περιέγραψα προηγουμένως.

Δεύτερη είναι η ανάγκη να εγκύψουμε αποφασιστικά στο ζήτημα της αμετάβλητης εξωτερικής πολιτικής μας και να τη σχεδιάσουμε κατά τρόπο που όχι μόνο θα προσφέρει καλύτερη φυσική προστασία στη χώρα μας, αλλά και θα μας δώσει και κάποια διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα, αν θέλουμε να ξανασυζητήσουμε με τους φαινομενικά ακλόνητους και ανυποχώρητους Ευρωπαίους και Αμερικανούς, με σκοπό να επιτύχουμε νέους συμβιβασμούς.

Τρίτον, πολλοί πανεπιστημιακοί μας συνωστίζονται σήμερα στις παρυφές της ελληνικής πολιτικής σκηνής, κάνουν τηλεοπτικές εμφανίσεις, εκφωνούν ομιλίες, οργανώνουν δημόσιες συζητήσεις, απειλούν να δημιουργήσουν νέα πολιτικά κόμματα. Πρόκειται αναμφίβολα για έξυπνους ανθρώπους. Οι περισσότεροι, όμως, εξ αυτών στερούνται πολιτικού ενστίκτου και πείρας.

Όντως, πόσοι γνωρίζουν πώς να εξασφαλίζουν χρηματοδοτήσεις; Πόσοι έχουν οργανώσει εκλογές; Πόσοι έχουν βιώσει τον εφιάλτη της κατάρτισης εκλογικών καταλόγων και της συμφιλίωσης των εσωκομματικών αντιπάλων; Πόσοι μπορούν έστω και να διανοηθούν πόσο δύσκολο είναι να ορίζει κανείς εκλογικούς αντιπροσώπους, να στελεχώνει γραφεία σε πανελλαδικό επίπεδο, να τυπώνει εκατομμύρια ψηφοδέλτια και συγχρόνως να φροντίζει ώστε πάντα να βρίσκεται στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή; Οι πρώτες εκλογές που μπορώ να θυμηθώ λεπτομερώς ήταν το 1951· έκτοτε έχω ζήσει τουλάχιστον άλλες δώδεκα, συνειδητοποιώντας όλο και πιο έντονα το μέγεθος αυτών των πρακτικών προβλημάτων.

Άραγε, όμως, είναι καθόλου καλύτεροι αυτοί οι πανεπιστημιακοί –αλλά και τα κόμματα–, όταν διοργανώνουν και συμμετέχουν σε ομάδες ατέρμονων συζητήσεων; Αρκεί να σκεφθούμε τον τεράστιο κατάλογο με τις συνταγματικές τροπολογίες που θέλουν να περάσουν στην επόμενη –ιδεατή– Βουλή τους για να απαντήσουμε αρνητικά!

Κατά τη γνώμη μου, οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις θα έπρεπε, σε πρώτη φάση, να περιοριστούν σε ευάριθμα επείγοντα προβλήματα, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να δίνουμε το «πράσινο φως» σε ξένες επενδύσεις, χωρίς το Συμβούλιο της Επικρατείας να μπορεί να μπλοκάρει αυτά τα σχέδια με την παραμικρή αφορμή και επί μακρό διάστημα.

Τα περιβαλλοντικά ζητήματα, που μνημονεύονται συχνότερα ως αφορμές, μπορούν εύκολα να προκαλέσουν νομικές δυσκολίες, καθότι πολλά από αυτά δικαίως θεωρούνται άκρως σημαντικά για το μέλλον μας. Επί του παρόντος, όμως, είναι αδήριτη ανάγκη να επιταχύνουμε και να απλοποιήσουμε τη διαδικασία της προσέλκυσης ξένων επενδυτικών κεφαλαίων προκειμένου να ξεκινήσουν έργα μεγάλης κλίμακας. Έτσι, με την προκαταρκτική συμβουλή των ανώτατων δικαστών που εκδίδουν τις αποφάσεις για αυτές τις υποθέσεις, πρέπει να διαμορφωθεί ένα ρεαλιστικό modus vivendi σε αυτό το φλέγον θέμα.

Η επόμενη επιτακτική ανάγκη, πάντα στο συνταγματικό πλαίσιο, είναι η διαμόρφωση ενός νέου καθεστώτος ως προς τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων – ο καθορισμός μιας νέας σειράς κανόνων, που θα εξασφαλίζουν μεν θεμιτή προστασία από τις πολιτικές παρεμβάσεις, αλλά όχι και απεριόριστη εργασιακή ασφάλεια για όλους όσοι δεν δουλεύουν ή δουλεύουν ανεπαρκώς.

Είναι δύσκολη η εξεύρεση της σωστής ισορροπίας και στις δύο αυτές περιπτώσεις. Αλλά πρέπει πρώτα να λυθούν αυτά και μετά να εξετάσουμε τη συνταγματική μας ατζέντα. Με δυο λόγια, αν θέλουμε να επιτύχουμε κάτι, θα πρέπει να θέσουμε όλα αυτά τα θέματα σε σειρά προτεραιότητας, σε μια στιγμή που άλλα πιο επείγοντα οικονομικά και εξωτερικά θέματα θα απαιτούν άμεση προσοχή.

Τέταρτον, οι πολιτικοί που σκέφτονται μακροπρόθεσμα πρέπει να αρχίσουν να εξετάζουν πώς θα δομήσουν τη σημερινή εγκατάλειψη των μεγαλύτερων πόλεων, όπως είναι η Αθήνα, εγκαινιάζοντας ίσως ένα πρόγραμμα κυβερνητικής αποκέντρωσης, το οποίο μπορεί να δώσει νέα ζωή στην επαρχία και ειδικά στις πιο ευαίσθητες πολιτικά περιοχές.

Έτσι, η μεταφορά, π.χ., του υπουργείου Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη θα έστελνε ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα, τοποθετώντας την καρδιά των πολιτιστικών δραστηριοτήτων μας σε μια περιοχή της Ελλάδας η οποία αξίζει να βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής και πολιτιστικής μας ζωής όσο και η Αθήνα. Θα μπορούσε επίσης να δημιουργηθεί ένα υπουργείο Θρακικών Υποθέσεων, με έδρα την Ξάνθη ή την Κομοτηνή, το οποίο θα ήταν επιφορτισμένο με το είδος των λεπτομερών προγραμμάτων ανανέωσης που περιέγραψα σε σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου μου Η Ελλάδα των Κρίσεων.

Πέμπτον, θα πρέπει να επικεντρωθούμε στη δημιουργία μιας πλήρως εκσυγχρονισμένης παιδείας, με στόχο την ανάπτυξη μιας βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας, και να σταματήσουμε να δαπανούμε τους πόρους μας στον αέναο πολλαπλασιασμό σχολών Νομικής, Θεολογίας, Οικονομικών και Αρχαιολογίας. Δεν υποστηρίζω ότι οι σχολές αυτές πρέπει να καταργηθούν. Τάσσομαι επίσης υπέρ της μεταφοράς πόρων σε έναν τομέα τον οποίο ο Καθηγητής του Χάρβαρντ Ricardo Hausmann –στο βιβλίο του – έχει ονομάσει «παραγωγική γνώση».

Το βιβλίο και η θεωρία του Καθηγητή αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή. Η κεντρική θέση της θεωρίας του δεν είναι διόλου περίπλοκη, και το στοιχείο αυτό την καθιστά ακόμη πιο ελκυστική.

Τι προτείνει, λοιπόν;

Η μάχη για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας δεν θα έπρεπε να εστιάσει αποκλειστικά και μόνο στα αντίστοιχα πλεονεκτήματα των δημοσιονομικών ή κεϋνσιανών μέτρων –λ.χ. της αύξησης των φόρων, της μεγαλύτερης περικοπής των δαπανών, του περιορισμού των χρεών σε αντιδιαστολή με την ανάπτυξη και τις μειώσεις των φόρων–, αλλά στην ανάπτυξη της «παραγωγικής γνώσης». Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Καθηγητή, «μια χώρα με υψηλό επίπεδο “παραγωγικής γνώσης” είναι μια χώρα που εξάγει πολλά και διαφορετικά προϊόντα και όπου ηπαραγωγή αυτών των προϊόντων αποτελεί σύνθετη διαδικασία. Η “παραγωγική γνώση” προδιαγράφει πόσο πλούσια θα είναι μια χώρα και άρα πόσο γρήγορα θα αναπτυχθεί».

Η Ιρλανδία είναι μια από τις χώρες που έχουν κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται σχεδόν στο τέλος του καταλόγου των εκατόν είκοσι οχτώ χωρών που εξετάζει στο βιβλίο του ο κ. Hausmann.

Ας σκεφτούμε, λοιπόν, λίγο καλύτερα αυτές τις ιδέες, αν μη τι άλλο επειδή είναι νέες, πρωτότυπες και μας δείχνουν έναν εναλλακτικό δρόμο, μακριά από το αδιέξοδο των καθημερινών λογομαχιών μας. Παραδείγματος χάριν, ας πάρουμε τη μισή έκταση του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού και ας τη μετατρέψουμε σε ένα είδος Silicon Valley. Ας ψηφίσουμε φορολογικούς νόμους ευνοϊκούς για τους επενδυτές. Ας προσελκύσουμε στη χώρα μας παιδιά-θαύματα από το εξωτερικό, μετριάζοντας ίσως τους νόμους περί μετανάστευσης (όπως κάνουν οι ΗΠΑ) – υπό τον όρο, βεβαίως, ότι δεν θα πρόκειται απλώς για μετανάστες, αλλά για πραγματικές μεγαλοφυΐες. Ας διαμορφώσουμε μια γεωγραφική γειτνίαση, η οποία να επιτρέπει την τακτική και γόνιμη διασταύρωση των ιδεών, κι ας μεταρρυθμίσουμε τους νόμους περί πνευματικών δικαιωμάτων και συναφών θεμάτων, προκειμένου να επισπεύσουμε το μετασχηματισμό των νέων ιδεών σε επιτυχημένες ευρεσιτεχνίες.

Αυτός είναι ο τρόπος για να διαμορφώσουμε σταδιακά μια ελληνική οικονομία, η οποία θα κατασκευάζει μηχανές, ηλεκτρονικές συσκευές, χημικά προϊόντα και δεν θα στηρίζεται στην εξαγωγή μόνο... αγροτικών προϊόντων.

Αναδημοσίευση από τα Επίκαιρα - Ημερομηνία δημοσίευσης: 29-03-12