Η Ευρώπη είναι νεκρή

A demonstrator throws a rock at police during a protest in Athens, Greece.

Etienne Balibar*/ The Guardian

Μέσα σε διάστημα μόλις ενός μήνα, είδαμε τον πρωθυπουργό της Ελλάδας, Γιώργο Παπανδρέου να προειδοποιεί εμμέσως ότι η χώρα του ενδεχομένως να χρεοκοπήσει, την Ευρώπη να του προσφέρει οικονομική στήριξη με αντάλλαγμα δρακόντειες περικοπές δαπανών, την Πορτογαλία και την Ισπανία να «υποβαθμίζονται» από τους οίκους αξιολόγησης, την Ε. Ε. να ανακοινώνει ότι θα διαθέσει 750 δισ. ευρώ για να υποστηρίξει τα αδύναμα κράτη-μέλη της, την ΕΚΤ να παραβιάζει τους δικούς της κανόνες αγοράζοντας κρατικά ομόλογα και τα κράτη-μέλη της Ενωσης να ανακοινώνουν το ένα μετά το άλλο μέτρα λιτότητας. Είναι ξεκάθαρο πλέον, ότι αυτό που βλέπουμε είναι μόνο η αρχή της κρίσης. Ο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα είναι το κοινό νόμισμα, αλλά και το ευρωπαϊκό πρόταγμα εν γένει. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επίκεινται καταστροφικές εξελίξεις.

Οι αντιδράσεις των Ελλήνων πολιτών μέχρι τώρα είναι απολύτως δικαιολογημένες, πρώτα απ’ όλα διότι είδαμε ορισμένους να καταδικάζουν συλλήβδην έναν ολόκληρο λαό. Δεύτερον, η κυβέρνηση άλλα έλεγε προεκλογικά και άλλα έκανε τελικά, χωρίς να έχει προηγηθεί δημοκρατικός διάλογος. Τέλος, η Ευρώπη δεν επέδειξε, ως όφειλε, αλληλεγγύη απέναντι σε ένα κράτος - μέλος της που δοκιμαζόταν, αλλά επέβαλε τα μέτρα που υπαγόρευσε το ΔΝΤ, τα οποία δεν εξυπηρετούν τους πολίτες, αλλά τις τράπεζες. Οι Ελληνες ήταν τα πρώτα, αλλά όχι και τα τελευταία θύματα της πολιτικής «διάσωσης του ενιαίου νομίσματος» - με μέτρα στα οποία όλοι οι πολίτες θα έπρεπε να έχουν λόγο, καθώς επηρεάζουν τις ζωές τους.

Υπό την παρούσα του μορφή, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα είχε σαν αποτέλεσμα τον εναρμονισμό των θεσμών της ηπείρου μας και τη γενίκευση ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων. Οι επιτυχίες αυτές δεν είναι μικρές. Ωστόσο, η Ε. Ε. απέτυχε στον βασικό της στόχο που δεν ήταν άλλος από τη σύγκλιση μεταξύ των οικονομιών που την απαρτίζουν, σε μια ζώνη ευμάρειας για όλους. Αντιθέτως, κάποιες χώρες είναι κυρίαρχες στην Ε. Ε και άλλες είναι υποταγμένες. Αν και οι λαοί της Ευρώπης δεν έχουν ανταγωνιστικά συμφέροντα, τα κράτη τους γίνονται όλο και πιο ανταγωνιστικά.

Το δεύτερο σημείο που θα πρέπει να τονίσουμε είναι ότι οιαδήποτε «κεϋνσιανή» προσπάθεια οικοδόμησης εμπιστοσύνης στο οικονομικό μας σύστημα θα πρέπει να βασίζεται σε τρεις πυλώνες: ένα σταθερό νόμισμα, ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα, αλλά και μία κοινωνική πολιτική με στόχο την πλήρη απασχόληση. Ο τρίτος πυλώνας αγνοείται συστηματικά από τους σχολιαστές των μέσων ενημέρωσης.

Επιπλέον, όλη αυτή η συζήτηση για το μέλλον του ευρώ και της Ε. Ε. είναι τελείως θεωρητική, αν δεν συνοδεύεται και από μια παράλληλη συζήτηση για την πορεία της παγκοσμιοποίησης, η οποία επιταχύνθηκε από την οικονομική κρίση. Παρατηρούμε λοιπόν μια μετάβαση από έναν συγκεκριμένου τύπου ανταγωνισμό σε έναν άλλου τύπου ανταγωνισμό: αντί για ανταγωνισμό μεταξύ παραγωγικών κεφαλαίων, βλέπουμε να αναπτύσσεται ανταγωνισμός μεταξύ εθνικών περιοχών, οι οποίες χρησιμοποιούν φοροαπαλλαγές και τη συμπίεση των μισθών των πολιτών τους, ώστε να προσελκύσουν «επιπλέοντα» κεφάλαια από τα γειτονικά τους κράτη. Επομένως, το διακύβευμα για την Ευρώπη είναι αν θα αποτελέσει ένα σύστημα προστασίας των μελών της απέναντι σε «συστημικούς κινδύνους» ή αν θα μετατραπεί σε ένα θεσμικό πλαίσιο για τη ρύθμιση του ανταγωνισμού μεταξύ τους.

Η δεύτερη τάση που παρατηρείται στην πορεία της παγκοσμιοποίησης αφορά τον καταμερισμό της εργασίας. Στην καινοφανή αυτή δομή, Βορράς, Νότος, Ανατολή και Δύση, αλλάζουν θέσεις μεταξύ τους. Αυτή η αναδιάταξη θα έχει ως συνέπεια μεγάλο μέρος της Ευρώπης, αν όχι ολόκληρη η ήπειρος, να περάσει σε μια κατάσταση βάρβαρων ανισοτήτων: η μεσαία τάξη θα καταρρεύσει, οι δουλειές για ειδικευμένους εργάτες θα μειωθούν, οι ευαίσθητες βιομηχανίες της θα αλλάξουν έδρα και τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα θα συρρικνωθούν, όπως και οι παροχές του κράτους. Ετσι, θα επιστρέψουν στο προσκήνιο οι εθνοτικές διαμάχες, τις οποίες η Ε. Ε. ήλπιζε ότι είχε αφήσει για πάντα πίσω της.

Κατόπιν τούτων, μπορούμε πλέον να θέσουμε το θεμελιώδες ερώτημα: μήπως η κατάσταση που βιώνουμε είναι η αρχή του τέλους της Ευρώπης, δηλαδή του ουτοπικού προτάγματος που ξεκίνησε πριν από 50 χρόνια, αλλά απέτυχε να υλοποιήσει τους στόχους του; Η απάντηση, δυστυχώς, είναι καταφατική. Αργά ή γρήγορα, η εξέλιξη αυτή θα αποδειχθεί αναπόφευκτη, όπως αναπόφευκτες θα είναι και οι κοινωνικές αναταράξεις που θα δημιουργήσει. Αν λοιπόν η Ευρώπη δεν κάνει ένα νέο, ριζοσπαστικό ξεκίνημα τότε η ενωσιακή διαδικασία θα πρέπει να θεωρηθεί από τώρα νεκρή.

Η διάλυση της Ευρώπης όμως θα σημαίνει ότι οι λαοί της θα μείνουν ακόμη πιο απροστάτευτοι απέναντι στις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης. Επίσης, το νέο ξεκίνημα για την Ευρώπη στο οποίο αναφέρθηκα δεν θα εγγυηθεί την επιτυχία της, απλώς θα της δώσει έστω μια ευκαιρία να επιτύχει. Η ευκαιρία αυτή εξαρτάται από μια προϋπόθεση: ότι επιτέλους θα αντιμετωπίσουμε κατά μέτωπο και με θάρρος τις προκλήσεις που ενέχει η δημιουργία μίας μετά-εθνικής ομοσπονδίας Οι προκλήσεις αυτές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία μιας νέας δημόσιας εξουσίας που δεν θα είναι ούτε κράτος, αλλά ούτε και μία απρόσωπη «επιτροπή» ειδικών και πολιτικών. Δεύτερον, χρειάζεται να εξασφαλιστεί η πραγματική ισότητα των μελών της Ε. Ε., ώστε να μην δούμε την αναβίωση αντιδραστικών εθνικισμών. Τρίτον -και κυριότερον- χρειάζεται αναβίωση και εμβάθυνση των δημοκρατικών διαδικασιών, οι οποίες επλήγησαν από τον νεοφιλελευθερισμό.

 

*O καθηγητής Φιλοσοφίας στο Παρίσι-X, Etienne Balibar, είναι συγγραφέας, μεταξύ άλλων, των βιβλίων «Ο Σπινόζα και η Πολιτική» (εκδ. Εστία) και «Για τη Δικτατορία του Προλεταριάτου» (εκδ. Οδυσσέας).

Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή - Ημερομηνία δημοσίευσης: 30-05-10