Διαταγή: εκτελέστε τους λογοτέχνες

Δημήτρης Νατσιός

«Ος δ’ αν σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων των πιστευόντων εις εμέ, συμφέρει αυτώ ίνα κρεμασθή μύλος ονικός εις τον τράχηλον αυτού και καταποντισθή εν τω πελάγει της θαλάσσης»
Ματθ. 14΄, 6

Συχνή η επωδός: «Τα παιδιά δεν διαβάζουν εξωσχολικά βιβλία». Την ακούμε από γονείς, την προσυπογράφουμε και εμείς οι δάσκαλοι. Είναι τέχνη λησμονημένη η ανάγνωση πια. Όπως κάθε τέχνη διδάσκεται, πρέπει να μαθητεύσεις «παρά τους πόδας ανθρώπου» και αφού μιλάμε για μαθητές ισχύει το απροσπέλαστο, υπό του αγίου Χρυσοστόμου, λεχθέν «παράδειγμα τοις τέκνοις παρέχειν».

Το παράδειγμα προσφέρεται πρώτα στο σπίτι. Όμως σήμερα «οι απασχολημένοι γονείς παρκάρουν τα παιδιά τους μπροστά στην τηλεόραση... οι άνθρωποι που δεν διάβασαν ή δεν τους είπαν ιστορίες, τείνουν να επιβάλλουν την ίδια στέρηση και στα παιδιά τους». Αποτέλεσμα; «Ένα νέο είδος ανθρώπου έχει αναδυθεί τον τελευταίο καιρό: ο μορφωμένος βάρβαρος – που έχει σπουδάσει είκοσι χρόνια, έχει αποκατασταθεί θαυμάσια επαγγελματικά, αλλά δεν έχει διαβάσει τίποτα, δεν ξέρει ιστορία και αγνοεί οτιδήποτε βρίσκεται εκτός της ειδικότητάς του... Μερικοί τυχαίνει και είναι και δάσκαλοι. Δεν διαβάζουν τίποτε εκτός από τα βιβλία που πρέπει να διδάξουν∙ δεν έχουν νιώσει ποτέ την απόλαυση της ανάγνωσης∙ και δεν μπορούν να μεταγγίσουν ενθουσιασμό, για να μην πω αγάπη για το αντικείμενό τους». (Το απόσπασμα περιέχεται στο βιβλίο «Ο αντιχριστιανισμός», του Σ. Γουνελά, ο οποίος παραπέμπει σε άρθρο της Βρετανίδας Ντ. Λέσιγκ, που δημοσίευσε η «Ελευθεροτυπία»). Το προαναφερθέν χωρίο μιλάει γονείς αδιάφορους, για δασκάλους ανονήρευτους και ακοινώνητους, αποσιωπά όμως το φθοροποιό ρόλο των σχολικών βιβλίων.

Θα αναφερθώ και πάλι στου Γυμνασίου τα γλωσσικά εγχειρίδια. Κατ’ αρχάς υπήρχε στα βιβλία αυτά (κυρίως των κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας) μια ρητή προδιαγραφή, την οποία έπρεπε να εφαρμόσουν οι συγγραφικές ομάδες που είχαν αναλάβει την εκπόνησή τους: να νέα βιβλία έπρεπε να μην περιλαμβάνουν ούτε ένα από τα κείμενα που περιλαμβάνονταν στα παλιά. (Η γνωστή «εθνική νόσος» που περιέγραψε ο Παπαδιαμάντης περιφρονούμε «ό,τι παλαιόν, ό,τι εγχώριον, ό,τι ελληνικόν»). Κατά δεύτερον τα κείμενα που επιλέχτηκαν όφειλαν – στα πλαίσια της πολυπολιτισμικότητας – να απομακρυνθούν από «παρωχημένες» πλέον ιδέες (έθνος, πίστη, παράδοση), να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Η γνώση δεν πρέπει να υφαίνεται γύρω από κοινές αξίες, οι οποίες, ποινικοποιήθηκαν ως ελληνοχριστιανικό ιδεολόγημα, να μην συγκινεί, αλλά να διασκεδάζει, να είναι επικοινωνιακή. (Παράδειγμα: «Η Φρικαντέλα η μάγισσα που μισούσε τα κάλαντα» ως κυρίαρχο ανάγνωσμα Χριστουγέννων στην Ε΄ δημοτικού). «Το σχολείο δεν έχει πια σκοπό να μεταδίδει ουσιαστικές γνώσεις, που η κατοχή τους φωτίζει την συνείδηση και προσφέρει τα υλικά της ελευθερίας», αλλά, υπό το πρόσχημα της αναβάθμισης, καταλήγει σ’ αυτό που ανομολόγητα στοχεύει: στην παραγωγή υποταγμένων μυαλών, «μορφωμένων βαρβάρων» και χειρότερα, γενιτσάρων. Για να συμβεί αυτό φρόντισαν οι επίδοξοι αναβαθμιστές – ισοπεδωτές της Παιδείας να καταστρέψουν (κυριολεκτικά) την κλασική μας λογοτεχνία. Αποκαθήλωσαν τους μάστορες του λόγου, αυτούς που γράφουν με «ιθαγένεια τόπου και τοπίου», τους «εθνικούς συγγραφείς» (Λιγνάδης), όχι με τον εξοβελισμό τους από τα βιβλία, αλλά με πιο ύπουλο, αναίσχυντο, γκεμπελικό τρόπο. Δηλαδή: Δεν βάζεις στα βιβλία τα πιο αξιόλογα και ωραία, τα αριστουργήματά τους, αλλά τα χειρότερα, τα ξέψυχα, τα μίζερα. (Σ’ όλους τους λογοτέχνες βρίσκεις και ατυχείς εμπνεύσεις). Παίρνεις για παράδειγμα τον Παπαδιαμάντη, κλέος και αγλάισμα της λογοτεχνίας μας, και ιδού το απόσπασμα από τα ευφρόσυνα «ρόδιν’ ακρογιάλια»: ... «Μας ήρθε, είπεν, η μυζήθρα, μυρωδάτη, αχνιστή. Την έφερε πεσκέσι το Ξενιώ, η μικρή τσούπα του Πατσοστάθη. Ύστερ’ από λίγο θα ‘ρθη, λέει, ο αφέντης της – δηλαδή ο πατέρας της- να μας φέρει, λέει, τα κοκορέτσι ψημένο, έτοιμο. Όσον δια τα δυο μπούτια θα μας τα φέρει, λέει, ωμά, για να τα ψήσουμε αργότερα εδώ. - Μπεκερεβέτσιν (ο θεός να τα πληθύνη). -Το άλλο μισό κατσίκι, το εκράτησε, λέει, για τη φαμίλια του. Τώρα θα μας έρθει κι ο Αγάλλος, να μας ζυμώσει την πίττα. Σ’ αρέσει η τυρόπιττα με χλωρό τυρί και με δέκα αυγά;». (Νεοελληνική Γλώσσα, Α΄ Γυμνασίου, σελ. 70-71). Με κείμενο δώδεκα αράδων τιμάται ο Σκιαθίτης γέροντας. Και τον κατάντησαν, τον ασκητικό και ολιγοδεή λογοτέχνη μας, πρότυπο πολυφαγίας και καλοπέρασης. «Κακουργούν εν γνώσει» ως θα έλεγε ο εξαίσιος υμνητής της εντίμου πενίας. Οι ίδιες κουτοπόνηρες επιλογές εφαρμόζονται και στα «απομνημονεύματα» του πατριδοφύλακα στρατηγού Μακρυγιάννη: «Οι άρχοντες μας, ο αρχηγοί, έγιναν εκλαμπρότατοι, έγιναν γενναιότατοι και οι ντόπιοι και οι φερτικοί... έγινε ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι συγγενείς και φίλοι πλούσιοι από γες, αργαστήρια, μύλους, σπίτια, σταφίδες και άλλα πλούτη των Τούρκων. Όταν ο Κολοκοτρώνης και οι σύντροφοί του ήρθαν από την Ζάκυνθο, δεν είχαν ούτε πιθαμή γης∙ τώρα φαίνεται τι έχουν...» . (Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Γ΄ Γυμνασίου, σελ. 48). Ερωτώ: Γιατί όχι εκείνο το θαυμάσιο «τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί...» ή το ανδρείο «εκεί οπούφκιανα τις θέσες εις τους Μύλους ήρθε να με δει ο Ντερνύς...». Αυτά δεν αντέχουν στην προκρούστειο κλίνη των νεογραικύλων. Σαφές το μήνυμα: τέτοιοι και οι ήρωές σας, μικροπρεπείς, ιδιοτελείς, μην τους διαβάζετε, ξεπεράστηκαν... ενώ στην «Γλώσσα» της Α΄ Γυμνασίου, εξυμνείται το σαχλούργημα μιας λοξής Αγγλίδας, ο «Χάρι Πότερ», «γιατί ξανάφερε τα παιδιά στο διάβασμα και τα απομάκρυνε για λίγο από την οθόνη των βίντεο – γκέιμς». (σελ. 4).

Η ίδια τακτική της... μύγας και στο έργο του Ξενόπουλου. (Τη μύγα και μέσα σε ανθόκηπο να τη βάλεις, θα βρει κοπριά να καθίσει). Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Α΄ Γυμνασίου, σελ. 222, τίτλος: «Η γάτα του παπά». Πηγαίνει ο Χρήστος ο κλαμπανάρος (=κωδωνοκρούστης) και λέει στον παπα-Ζήσιμο: «Πάλε τα ίδια παπά μου». «Η γάτα πανάθεμά τη». «Ω, συμφορά μου... στο ίδιο μέρος;». «Όχι, στην Αγία Πρόθεση». Δηλαδή, η γάτα, μπήκε στο Άγιο Βήμα, στην Αγία Πρόθεση και έκανε τις ακαθαρσίες της. (Οι ευλαβείς ιερείς φρίττουν με αυτήν την μιαρά και βέβηλη αναφορά). Στο ίδιο βιβλίο. «Το θέλγητρο της Ανδαλουσίας», του Κ. Ουράνη (σελ. 4.), και πάλι η μαγαρισιά. Διαβάζει το πρωτάκι του Γυμνασίου φράσεις όπως: «Η Ανδαλουσία είναι μια νέα γυναίκα του λαού... που δίνει ερωτικές συνεντεύξεις μέσα στις εκκλησίες» και ότι η Σιέρρα Νεβάδα είναι «χώρα όπου οι άνθρωποι αγαπάν την γυναίκα σαν Παναγία και την Παναγία σαν γυναίκα» (σελ. 4-5). Καταλάβαμε. Πνευματικός υποσιτισμός, αφελληνισμός και εκκλησιομαχία. Οι άνθρωποι εκτελούν εντολές, κάνουν το κέφι τους, ρυπαίνουν ψυχές, βαφτίζοντας τα ανοσιουργήματά τους, Παιδεία και όλα ατιμωρητί. «Δυστυχισμένη Ελλάς, δυστυχισμένοι Έλληνες. Αναθεματισμένοι κυβερνήτες οπού μας κυβέρνησαν αρχή ως τέλος».

Αναδημοσίευση από το Αντίβαρο - Ημερομηνία δημοσίευσης: 26-05-10