Η σημασία του Ησυχασμού

Johannes_VI_Cantacuzenos
Ο Ιωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός
ως αυτοκράτωρ και ως μοναχός

Θεόδωρος Ι. Ζιάκας

Συνεκτικός ιστός όχι μόνο του Βυζαντίου, ως πολυεθνικού σχήματος, αλλά και των επιμέρους εθνικών συνιστωσών του ήταν η Ορθόδοξη Πίστη.

Το συνάγουμε και από τις εξής δύο θεμελιώδεις διαπιστώσεις: α) Ότι ο Ησυχασμός αποδείχθηκε εθνικό σωσίβιο ανθεκτικότατο όχι μόνο για τους Έλληνες αλλά και για τους Σλάβους.9 β) Ότι η «ελληνίζουσα» πρόταση υπήρξε τελείως ουτοπική.10 Ας υπενθυμίσουμε, επιπροσθέτως, ότι ο αποκλεισμός μιας τρίτης λύσης -ούτε παπική Τιάρα ούτε τουρκικό Σαρίκι- είχε τελεσιδικίσει στα πεδία των μαχών.

Η μόνη «αναγέννηση» που τελεσφόρησε ήταν η ησυχαστική. Χάρη στο ησυχαστικό κίνημα η Εκκλησία κατόρθωσε να αποσυνδεθεί από τους δύο άλλους πόλους της βυζαντινής «τρόικας» (το Θρόνο και τη Σχολή) και να αποφύγει την συν-κατάρρευση. Αναγνωρίζοντας ως φορέα της θρησκευτικής αυθεντίας τον ταπεινό ασκητή (και όχι τον μεγαλόσχημο θρησκευτικό αξιωματούχο), ο Ησυχασμός επέτρεψε στην Εκκλησία να απαλλαγεί από τις καθεστωτικές δουλείες της και να ξαναβρεί τον αυτοθυσιαστικό εαυτό της. Έδωσε έτσι τη δυνατότητα στον Ελληνισμό να αναδιπλωθεί στην προσωποκεντρική αυθεντικότητα της Πίστης του και να ενεργοποιήσει, μέσω αυτής, την οικουμενική του λειτουργικότητα, η οποία είχε αρχίσει να εξαρθρώνεται και στο πνευματικό επίπεδο. Η επιτυχία της ησυχαστικής αναγέννησης, επιβεβαιώνοντας τη μοναδικότητα της στρατηγικής του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αναδεικνύει την κατανόηση της ιστορικής σημασίας του Ησυχασμού σε σημείο-κλειδί για την υπέρβαση των αγκυλωτικών νεωτερικών αναγνώσεων της ιστορίας του νεότερου Ελληνισμού.11

Σύμφωνα με μια αξιοσημείωτη κρίση του Γιώργου Καραμπελιά, άλλη θα ήταν η εξέλιξη της σχέσης «Φιλοσοφίας και Ησυχίας», αν το ιστορικό περιβάλλον δεν είχε διαμορφωθεί τόσο αντίξοο από πολιτική άποψη. Θα αποφευγόταν τουλάχιστον η αδυναμία ειρηνικής συνύπαρξης Φιλοσοφίας και Ησυχίας.12 Η ιστορία του βασιλιά Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού (1341-1354)13 προτείνεται, από την άποψη αυτή, ως αφετηρία γόνιμου προβληματισμού. Στο πρόσωπο του Ιωάννη Καντακουζηνού συνέπεσαν και οι τρείς πόλοι της κατά τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο (1815-1881) βυζαντινής «τριαρχίας»: ο ακαταπόνητος πολεμιστής βασιλιάς, ο επιφανής έλλην λόγιος και ο ησυχαστής μονάχος (Ιωάσαφ). Η μορφή του καβαφικού «Κυρ Γιάννη» είναι ιδιαζόντως τραγική, γιατί η ενότητα των τριών πόλων που κατόρθωσε να ενσαρκώσει στο πρόσωπο του είχε ήδη καταστραφεί στο ιστορικό πεδίο. Τονίζω την ανάγκη μελέτης της τριπολικής σχέσης Λόγου, Πίστης και Πολιτικής, επειδή δεν είναι άσχετη με την κατοπινή σχιζοείδεια της ταυτότητας του Ελληνισμού.14

Επανερχόμενος στο θέμα της «αναγέννησης», οφείλω να επισημάνω ότι, για να έχουμε αξιόπιστη εικόνα, πρέπει να δούμε και τι είδους «αναγέννηση» έλαβε χώρα (αν έλαβε) στους δύο άλλους πόλους του βυζαντινού συστήματος: τον βασιλικό θεσμό και την ελληνική λογιοσύνη. Ποιες ήταν εκεί οι «αναγεννητικές» απόπειρες, ποιο χαρακτήρα είχαν και γιατί δεν τελεσφόρησαν; Ας υποθέσουμε, για την οικονομία της συζήτησης, ότι, αν υπήρχαν «αναγεννήσεις», ομόλογες της ησυχαστικής, και στις δύο άλλες συνιστώσες του βυζαντινού σχήματος και επιτύγχαναν, ίσως κατόρθωνε το Βυζάντιο να αποφύγει την κατάρρευση.

Στο σημείο όμως αυτό πρέπει να διατυπώσω την απορία μου: Γιατί οι νεωτερικοί νόες μας, οι κατά τα άλλα τομώτατοι, αρνούνται πεισματικά να αναγνωρίσουν την «αναγέννηση του Ελληνισμού» εκεί όπου όντως υπήρξε και χάρη στην οποία όντως επιβίωσε ο Ελληνισμός, δηλαδή την ησυχαστική αναγέννηση; Γιατί η μεταξύ τους κρατούσα άποψη είναι, αντιθέτως, ότι «φταίει ο ησυχασμός», που δεν μπόρεσαν οι άλλες «αναγεννήσεις» να επιτύχουν την αποτροπή της κατάρρευσης;

Από το βιβλίο: Θεόδωρος Ι. Ζιάκας, Ο σύγχρονος μηδενισμός, Εκδόσεις Αρμός

 


9. Για τον μη ενημερωμένο αναγνώστη σημειώνω ότι η λεγόμενη «ησυχαστική έριδα» ξεκίνησε από την επίθεση του «ελληνίζοντος» μονάχου Βαρλαάμ από την Καλαβρία εναντίον της ασκητικής πνευματικότητας του Αγίου Όρους και διαίρεσε το Βυζάντιο σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Την υπεράσπιση των «ιερώς ησυχαζόντων» ανέλαβε ο μοναχός Γρηγόριος Παλαμάς, ο κατοπινός επίσκοπος Θεσσαλονίκης και Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η διαμάχη συμπεριέλαβε όλα τα μεγάλα πνευματικά ζητήματα, με άξονα τη θεολογία των Ακτίστων Ενεργειών, βάσει της οποίας κατοχυρώνεται στο πεδίο της Πίστης η μετοχή του προσώπου στην απόλυτη ελευθερία. Με τη θεολογία των Ενεργειών ο Ησυχασμός επαναβεβαίωσε την πίστη στην ελευθερία του ανθρώπου. Όρθωσε έτσι αποτελεσματικό φράγμα στην ανελεύθερη δυτική και ανατολική πνευματικότητα, σώζοντας την ελληνικότητα στο πεδίο ορισμού της: το πνευματικό-ψυχικό.

10. Η «ελληνίζουσα» πρόταση προσέλαβε και τυπικά εθνοκρατικά χαρακτηριστικά απευθυνόμενη στο βασιλιά Μανουήλ Β' Παλαιολόγο (1391-1425) από τον Πλήθωνα-Γεμιστό (1355-1452), το μέντορα της «αναγέννησης» των ελληνικών γραμμάτων στην Ιταλία. Ως πλατφόρμα εθνοκρατικής «αναγέννησης» του Ελληνισμού η πρότασή του κρίνεται εντελώς εξωπραγματική.

11. Μια μνημοτεχνική κωδικοποίηση του «ησυχαστικού» διχασμού είναι η εξής: Παλαμικοί/Αντιπαλαμικοί. Καντακουζηνικοί/Παλαιολογικοί. Αντιουμανιστές/Ουμανιστές. Συντηρητικοί/Κοινωνικοί μεταρρυθμιστές. Αντιλατίνοι/Λατινόφρονες. (Hans George Beck, Η Βυζαντινή χιλιετία, σ. 338, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1990.)

12. Ο Γιώργος Καραμπελιάς είναι από τους ελάχιστους νεωτερικούς στοχαστές μας που αντιλαμβάνεται τον κρίσιμο ρόλο του Ησυχασμού για την επιβίωση του Ελληνισμού. Επιπλέον, διαπραγματεύεται τη σχέση «Φιλοσοφίας και Ησυχίας» με τέτοια επάρκεια, που εκπλήσσει ακόμα και τον εναυρυνόμενο ως «ειδικό» στο θέμα Μητροπολίτη Ναυπάκτου (βλ. βιβλιοκριτική του στό: http ://www.alopsis.gr).

13. Για τη ζωή και το έργο του Ιωάννη Καντακουζηνού, βλ. Donald Μ. Nicol, Ιωάννης Καντακουζηνός, Ο απρόθυμος αυτοκράτορας, μτφρ. Κατερίνα Χαλμάκου, εκδ. Γκοβόστης, Αθήνα 2008.

14. Ο Χρήστος Γιανναράς χαρακτήρισε το 1354, χρονιά που ο Δημήτριος Κυδώνης μετέφρασε τη Θεολογική Σούμα του Ακινάτη, ως ιστορικό ορόσημο μεγαλύτερης πολιτισμικής σημασίας από το 1453, έτος της Αλώσεως της Πόλης από τους Τούρκους. (Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, σ. 9, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1992.) Η μετάφραση όμως ήταν έργο του Ησυχασμού. Η απόφαση για τη γνωριμία των Ελλήνων με το διανοητικό τέρας της καθολικής Δύσης ήταν του βασιλιά Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού, συνειδητού ησυχαστή και φίλου του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Δεν ήταν απόφαση των «λατινοφρόνων». Βέβαια, ο Κυδώνης, «χαμένος στη μετάφραση», έγινε καθολικός. Η εξέλιξη του Κυδώνη έχει τη σημασία της, αλλά δεν αγγίζει την ουσία του ζητήματος. Ποιο ήταν άραγε το σκεπτικό της πολιτικής απόφασης; (Για το σχήμα της σχιζοείδειας στη δομή της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας, τις καταβολές της οποίας καλούμαστε να αναζητήσουμε στην εποχή αυτή, βλ. Πέρα από το Άτομο, σσ. 361-365.)