Τοπία της κρίσης

Γιώργος Καραμπελιάς

H «ανέμελη» Σημιτική περίοδος, που αρχίζει ουσιαστικά το 1993 με Δήμητρες και Γιακούμπ, και κλείνει με την μεγάλη πυρκαγιά του 2007, έχει οριστικά τελειώσει. Μπήκαμε στην περίοδο της μεγάλης κρίσης. Σε εκείνη την «ανέμελη» εποχή κυβερνούσε το ΠΑΣΟΚ και συγκυβερνούσε ο «Συνασπισμός» των Δαμανάκη-Κωνσταντόπουλου, ως η «κλαδική» οργάνωση του «τομέα ιδεολογίας, ΜΜΕ, Πανεπιστημίου και διανοουμένων» του ΠΑΣΟΚ, αλλά και των πρώτων καραμανλικών χρόνων.

Τότε η Ελλάδα εισήλθε ταχύτατα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, προσπαθώντας να καλύψει τον «χαμένο χρόνο» της μεταπολίτευσης: Άνοιγμα των συνόρων για να πέσει το κόστος της εργασίας και ο πληθωρισμός, με τη γενίκευση της μαύρης δουλειάς, ιδιωτικοποιήσεις, κατάργηση των δασμολογικών και συναλλαγματικών περιορισμών, αντικατάσταση της δραχμής από το ευρώ, χρυσή εποχή του τουρισμού και της «ναυτιλίας», και η χαρά της ζωής των golden boys και των… go-go girls με τα μεγαθήρια Καγιέν, τα κότερα και τις πισίνες. Οι «γύφτοι» του ΠΑΣΟΚ και οι «λιγούρηδες» της Δεξιάς σενιαριστήκανε, αδυνατίσανε, κόψανε τα μουστάκια, και συνάντησαν στα μπαρ, τα γυμναστήρια και το Χρηματιστήριο την «Ανανεωτική αριστερά», που μέχρι τότε τους κοίταγε αφ’ υψηλού, ως «βλάχους». Και αυτή η μετάλλαξη μπόρεσε να πραγματοποιηθεί χωρίς μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις και εντάσεις, διότι, τουλάχιστον μέχρι την αποφράδα ημέρα της κατάρρευσης του Χρηματιστηρίου, οι περισσότεροι Έλληνες είχαν την εντύπωση ότι κερδίζουν. Οι «Αλβανοί» δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί γι’ αυτούς και όλοι ένιωθαν ότι ανέβαιναν ένα σκαλί μια και κάποιοι άλλοι κατελάμβαναν το κατώτερο.

Και όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν «κατ’ ευχήν», στα εθνικά θέματα ο «εθνικισμός» υποχώρησε με τα Ίμια, την παράδοση Οτσαλάν και την ήττα του PKK, την άρση του βέτο για την είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ, και την ελληνοτουρκική φιλία, τον σχεδιασμό της οριστικής εγκατάλειψης της Κύπρου με το σχέδιο Ανάν. Και στο εσωτερικό πεδίο συνέβαινε κάτι ανάλογο. Η «17 Νοέμβρη» συνελήφθη με τη συνδρομή Αμερικανών και Άγγλων, πήραμε το «ευρωπαϊκό» στο ποδόσφαιρο, και την… Γιουροβίζιον και το επιστέγασμα των Ολυμπιακών, παρά την Θάνου και τον Κεντέρη. Το ΚΚΕ είχε συρρικνωθεί σε χαμηλά ποσοστά και ο Κωνσταντόπουλος προαλειφόταν για την… προεδρία της Δημοκρατίας! Στο δε ιδεολογικό πεδίο, Πρετεντέρηδες, Ιοί, Λιάκοι,… Χομπσμπάουμ και Μαζάουερ, σε αγαστή σύμπνοια κήρυτταν το τέλος του ελληνικού έθνους, ενώ το τελευταίο οχυρό της παράδοσης, η εκκλησία βαλλόταν με τη χρήση του Πατριάρχη, των Βαβύληδων, αλλά και τα ίδια τα μυαλά των περισσότερων εκπροσώπων της εκκλησίας. Η Ελλάδα με εκατομμύρια αυτοκίνητα και κινητά και εκατοντάδες τηλεοπτικούς σταθμούς ανά την επικράτεια, με μια νεολαία απολίτικη και κακ(λ)ομαθημένη, που ενδιαφερόταν μόνο για την… Αράχοβα και τον Σάκη Ρουβά, βάδιζε πλησίστια προς την απεθνικοποιημένη ένταξη της στην παγκοσμιοποιημένη σούπα της «Ευρώπης». Τίποτε δεν έδειχνε ικανό να σταματήσει αυτή την αδήριτη πορεία. Χαρακτηριστικό ήταν πως ο άλλοτε κραταιός δημοκρατικός «πατριωτικός χώρος», με τον Αρσένη, τον Τσοβόλα, τον Χαραλαμπίδη, τον Παπαθεμελή, ακόμα και τον Άκη, συρρικνωνόταν αδιάκοπα, μέχρις γελοιοποιήσεως.

Και όμως, ενώ όλα έμοιαζαν αδιατάρακτα, ανεπαισθήτως άρχισε το τοπίο να αλλάζει. Πλέον το παρασιτικό μοντέλο ανάπτυξης, θεμελιωμένο στον τουρισμό, τα εφοπλιστικά εμβάσματα και την υπερεκμετάλλευση των μεταναστών άρχισε να μην «τραβάει». Οι μετανάστες από «ευλογία» αρχίζουν να μεταβάλλονται σταδιακώς σε «πρόβλημα», αν όχι ακόμα σε «κατάρα», διότι πλέον δημιουργούνται γκέτο μέσα στις πόλεις, ακόμα και σε μεγάλα χωριά, ενώ οι νέοι μετανάστες, Αφρικανοί, Πακιστανοί, Αφγανοί, προέρχονται από παραδόσεις απόλυτα ξένες προς τις εγχώριες, ενώ πληθαίνουν τα προβλήματα με τη δεύτερη γενιά, στην εκπαίδευση και άλλου, ιδιαίτερα στην αγορά εργασίας, σε συνθήκες κρίσης και αυξανόμενης ανεργίας. Τα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών και τον προϋπολογισμό μεγεθύνονται. Η ανεργία των πτυχιούχων όχι απλώς διογκώνεται, αλλά στέλνει και ένα διαρκώς αυξανόμενο τμήμα τους στο εξωτερικό και έτσι η Ελλάδα γίνεται μια χώρα εισαγωγής ανειδίκευτης εργασίας και εξαγωγής ειδικευμένης. Και η διεθνής κρίση έρχεται να αποκαλύψει πως η ελληνική κοινωνία καταναλώνει 20% περισσότερο από ότι παράγει.

Επομένως το παρασιτικό μοντέλο μπαίνει σε κρίση. Και βέβαια δεν μπορεί παρά να μπαίνει… με παρασιτικό τρόπο! Δηλαδή δεν έχουν προλάβει να δημιουργηθούν σοβαρές δυνάμεις που να επιθυμούν μια μη παρασιτική έξοδο από την κρίση. Ωστόσο η κρίση είναι πραγματική. Και αρχίζει συνήθως από τις πτέρυγες του πολιτικού συστήματος:

Στα δεξιά, εμφανίζεται ένα κόμμα που όλο και περισσότερο επενδύει στην ελληνική ακροδεξιά παράδοση –χαρακτηριστικές οι εμφυλιοπολεμικές κραυγές– και εκμεταλλεύεται –και αύριο θα συνεχίσει ακόμα περισσότερο– το ζήτημα των μεταναστών που αρχίζει να γίνεται «κατάρα», καθώς και τις τάσεις ενίσχυσης των πατριωτικών αντανακλαστικών που φέρνει η κρίση. Και δίπλα του αναπτύσσονται και ενισχύονται οι κλασικές φασιστικές δυνάμεις που θα θέλουν να απαντήσουν με τη βία στα «Εξάρχεια» και τους μετανάστες.

Στην άλλη άκρη, το ΚΚΕ τραβάει ακόμα περισσότερο στον απομονωτισμό, επαναφέρει τον Στάλιν και ταμπουρώνεται για να «αντέξει»την κρίση, εκκαθαρίζοντας κάθε φωνή που θα επιθυμούσε μια εφικτή σήμερα κατεύθυνση «μετώπου. Έτσι, Χαλβατζής, Λέγγερης, Κολοζώφ, εκκαθαρίζονται και κυριαρχούν οι «Νεαντερτάλιοι». Δίπλα του ο Συνασπισμός με τον ΣΥΡΙΖΑ θα επιχειρήσει ένα μεγάλο σάλτο προς τον αριστερισμό, σε έναν «συνασπισμό» Κολωνακίου-Εξαρχείων, ακριβώς για να μπορέσει να αποφύγει τη διαμόρφωση ενός πιθανού ακροαριστερού πόλου και να αφαιρέσει το έδαφος κάτω από τα πόδια του ΚΚΕ. Όμως αυτό το σάλτο, που σε μια πρώτη φάση έμοιαζε να αποδίδει και εξέφραζε και την πραγματική κρίση των μεσοστρωμάτων, θα αποδειχτεί «σάλτο μορτάλε», διότι σε συνθήκες κρίσης Κολωνάκι και Εξάρχεια δεν μπορούν συμβαδίσουν, με συνέπεια να οξυνθούν οι αντιθέσεις στο εσωτερικό του Συνασπισμού. Το γεγονός ότι στον κατ’ εξοχήν χώρο ηγεμονίας τους, τους Πανεπιστημιακούς, κατεβαίνουν δύο ψηφοδέλτια του Συνασπισμού, το ένα σε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ και το άλλο με την Άκρα αριστερά είναι η πρώτο ένδειξη της αναπόφευκτης κρίσης που θα ακολουθήσει. Ακόμα και στην Άκρα Αριστερά και τον αντιεξουσιαστικό χώρο παρατηρείται η ίδια πόλωση και προφανώς επικρατεί, ενόπλως, εκείνο το κομμάτι που ανάγει σε πρόταγμά του τη βία.

Μέσα στις συνθήκες της κρίσης, ο καθένας «ταμπουρώνεται» ή θα ταμπουρωθεί αναπόφευκτα στις βεβαιότητές του, την καταγωγή του, την ιδιομορφία του, για να μπορέσει να επιβιώσει. Και δεν θα επιβιώσουν όλοι.

Προτάσεις που μας πηγαίνουν πέρα από την κρίση με ανανεωτικά χαρακτηριστικά μπορούν να διαμορφώσουν μόνο εκείνες οι δυνάμεις που από τη φύση τους, και όχι ευκαιριακά, έχουν συνθετικά χαρακτηριστικά, που είναι πατριωτικές και διεθνιστικές, υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης και ταυτόχρονα υπέρ της κοινωνικής συνοχής, που υπερασπίζονται την παράδοση μέσα από την εκσυγχρονισμό της, που αρνούνται εκ γενετής τις στείρες κατηγοριοποιήσεις της μεταπολίτευσης. Αλλά αυτές οι δυνάμεις θα αρχίσουν να διαμορφώνουν πολιτικό πρόταγμα και να μεταβάλλονται σε πολιτικό πόλο, αφού πρώτα η κρίση καταδείξει την ανημπόρια και τον διχαστικό χαρακτήρα των ταμπουρωμένων βεβαιοτήτων.

Από τη Ρήξη που κυκλοφορεί (τ.50)

Αναδημοσίευση από το Άρδην - Ημερομηνία δημοσίευσης: 09-03-09