Βασίλης Kαραποστόλης*
Σε ό,τι αφορά τα υλικά πράγματα στις ανθρώπινες υποθέσεις, η δυσπιστία είναι σχεδόν πάντα ιδιαίτερα επικερδής. Σε ό,τι όμως αφορά τα άυλα, το αξίωμα ανατρέπεται. Όποιος δυσπιστεί εκεί ούτε χάνει πολλά ούτε κερδίζει πολλά. Στο ζήτημα της ευεργεσίας το βλέπουμε αυτό πολύ καθαρά.
Κατά κανόνα σήμερα ο υποψήφιος δωρητής προς το κοινωνικό σύνολο είναι καχύποπτος απέναντι στους παραλήπτες του δώρου του, αλλά και οι παραλήπτες (το κράτος, οι πολίτες) εξετάζουν με άκρα επιφύλαξη τις προθέσεις του. Υποψιάζονται ότι ο δωρητής με το βοήθημά του κάτι επιθυμεί να αποσπάσει που διαφορετικά θα του ήταν αδύνατο. Έτσι, το πλέγμα της αμοιβαίας δυσπιστίας δένει όλο και σφιχτότερα τα δύο μέρη.
Στο σημείο αυτό βρισκόμαστε σήμερα. Και δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει ένα βήμα πιo πέρα αν δεν εκδηλωθεί μια πρωτοβουλία από την πλευρά των οικονομικά ισχυρών, μέσα στην οποία θα συνδυάζονταν ξανά τα στοιχεία που ανέκαθεν κινητοποιούσαν την ευεργεσία.
Πρόκειται, πρώτον, για την ανάγκη που έχει ο δότης να αυτοεξυψωθεί προς το επίπεδο του «μεγαλείου» και, δεύτερον, στον πόθο του για την εξασφάλιση ενός «καλού ονόματος». Αλλά αμέσως, με το που σχηματίζονται αυτές οι λέξεις, η εποχή μας παρουσιάζεται αντίκρυ τους με το γνωστό της ύφος που ψαλιδίζει οτιδήποτε πάει να ξεφύγει από τα τρέχοντα, τα άμεσα, τα χειροπιαστά.
Δεν είναι, βέβαια, πρόσφατο φαινόμενο η υπονόμευση της έννοιας του μεγαλείου. Είχε αρχίσει εδώ και έναν αιώνα περίπου και προχωρούσε με τον ίδιο ρυθμό με τον οποίο η κοινωνία γινόταν μαζική. Μαζικότητα και μεγαλείο δεν συμβιβάζονται. Το ίδιο όμως δεν συμβιβάζεται και η μαζικότητα με την επίτευξη του καλού ονόματος.
Εδώ είναι και το πιο κρίσιμο σημείο. Γιατί η πράξη της ευεργεσίας προς το σύνολο προϋποθέτει ότι ο ευεργέτης εμπιστεύεται την ικανότητα της κοινότητας να συγκρατήσει στη μνήμη της τη σημασία της πράξης του και να τη μεταβιβάσει στις νεότερες γενιές. Ουσιαστικά, ο ευεργέτης ποντάρει στη δυνατότητα της συλλογικής ψυχής να μαγευτεί από την πράξη του, την ικανή να ξεπεράσει τα μικρά του συμφέροντα, και τη μαγεία αυτή να τη μετατρέψει σε θύμηση.
Πόσο να αντέξει όμως η θύμηση από τον κατακλυσμό των εικόνων, των πεταχτών σχολιασμών, του θορύβου γύρω από τα διάφορα επεισόδια της δημοσιότητας; Η φήμη δεν ταυτίζεται με το καλό όνομα, δεν κάνει ουσιαστικά διάκριση ανάμεσα στο εξαίρετο και το εντυπωσιακό. Το αποτέλεσμα είναι να αναδιπλώνεται η πρόθεση του χορηγού. Αμφιβάλλοντας πολύ αυτός για το αν η πράξη του αφήσει ίχνη διαρκείας στον δημόσιο βίο, μπαίνει στον πειρασμό να επιδιώξει αυτό που του φαίνεται σαν το μόνο εφικτό: μ’ ένα κάποιο φιλοδώρημα σ’ ένα ίδρυμα ή σ’ ένα σωματείο να φιγουράρει ανάμεσα στα πρόσωπα που συζητιούνται, που φωτογραφίζονται, που απολαμβάνουν κολακείες. Η δημοσιότητα μετατρέπει τον χορηγό σε καταναλωτή της φήμης του. Αλλά αυτό, όπως είναι φανερό, δεν αφορά τη χώρα, αφορά τον ίδιο.
Τη χώρα την ενδιαφέρει να ξέρει αν υπάρχουν ακόμη κάποια διαφορετικά άτομα που πάνε κόντρα στην ίδια την καχυποψία τους. Άτομα που δεν χρησιμοποιούν ως άλλοθι τη γραφειοκρατία για να μην ενισχύσουν την πατρίδα τους. Άτομα που δεν συγχέουν το μεγαλείο ενός μαικήνα με το image ενός μεγαλόσχημου. Υπάρχουν; Αν πούμε ότι θέλουμε να πιστεύουμε ότι υπάρχουν, ίσως εμφανιστούν.
* Ο κ. Β. Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή - Ημερομηνία δημοσίευσης: 18-03-12