Ποιμαντικός λόγος και κοινωνικά δρώμενα

π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός

     Τό κείμενο αὐτό ἐγράφη τό 1998 καί προϋποθέτει τήν «ἔκπληξη» πού προκάλεσε κυρίως στούς χωρίς ἐκκλησιαστική ἐμπειρία «συνήθεις ἀντιεκκλησιαστικούς» ὁ λόγος τοῦ νέου τότε Ἀρχιεπισκόπου. Ἐπειδή καί πρόσφατα ἀπό πολιτικούς μας διετυπώθησαν ἐπικριτικά σχόλια γιά θαρραλέα -καί ὄντως ἐκκλησιαστικά- κείμενα Ἱεραρχῶν μας, ἐκρίναμε σκόπιμη τήν ἀναδημοσίευσή του. Ὅσο θά μένει ἡ ἴδια ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων, κατά τόν μέγα ἱστορικό μας Θουκυδίδη, θά ἀνακυκλοῦνται καί τά προβλήματά μας.

     1. Ἡ Ἐκκλησία, ὄχι ἁπλῶς ὡς Ἱεραρχία, ἀλλ᾽ ὡς Σῶμα Χριστοῦ καὶ ἐν Χριστῷ κοινωνία, ἐνεργεῖ λυτρωτικά, δηλαδὴ θεραπευτικά, μέσα στὸν ἱστορικὸ χῶρο καὶ χρόνο, γιὰ νὰ ἁγιάζει συνεχῶς τόν ἄνθρωπο, τὸν χρόνο καὶ τὴν ἱστορία. Ἡ «θέωση», ὁ μοναδικὸς καὶ ἀμετάτρεπτος στόχος τῆς ἐν Χριστῷ ὑπάρξεως, ἐνεργεῖται μέσα στὴν ἱστορία καὶ ὄχι σὲ μιὰ μεταϊστορικὴ πραγματικότητα, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β´ Κορ. 6, 2), στὸ «ἐδῶ καὶ τώρα». Κάθε στιγμὴ τοῦ βίου ἔχει σωτηριολογική σημασία.

     Ἡ Ὀρθοδοξία, ἐξάλλου, ὁ αὐθεντικὸς δηλαδὴ χριστιανισμός, ὅπως ἐκφράζεται στὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων, συνιστᾶ ὑπέρβαση τῆς θρησκείας καὶ ὁ λόγος της δὲν εἶναι ἁπλῶς θρησκευτικός, ἀλλὰ καθολικὸς καὶ παμπεριεκτικός. Αὐτὸ προσδιορίζεται ἀπὸ τὴν ποιμαντική της, ποὺ εἶναι καθολική, ἀφοῦ ἀφορᾶ σὲ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, ὡς ψυχοσωματικὴ ἑνότητα καὶ ὁλότητα, καὶ σὲ ὅλα τά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου, ὡς μέλους μιᾶς κοινωνίας. Ὅπως κανεὶς δυαλισμὸς δὲν νοεῖται χριστιανικὰ στὴ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου (σῶμα-ψυχή), τὸ ἴδιο καὶ ποιμαντικὰ δὲν διακρίνονται τὰ προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου σὲ «θρησκευτικὰ» καὶ «κοσμικά». Ἔτσι, κατανοεῖται ἡ Ὀρθόδοξη ἀρχὴ τῆς συναλληλίας τῶν δύο διακονιῶν τοῦ ἀνθρώπινου βίου, τῆς πνευματικῆς (ἱεροσύνης) καὶ τῆς πολιτικῆς (βασιλείας ἢ πολιτείας), στὴν ἱστορική μας διάρκεια. Πνευματικοὶ καὶ πολιτικοὶ ἡγέτες εἶναι διάκονοι καὶ ὑπουργοὶ (ὑπηρέτες) τοῦ κατὰ τὸν μεγάλο Ρήγα «αὐτοκράτορος» (κυρίαρχου) λαοῦ. Καὶ οἱ δύο αὐτὲς διακονίες στὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση ἔχουν κοινὸ, κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, σκοπό, «τὴν τῶν ὑπηκόων σωτηρίαν» (δηλαδὴ θέωση. ΡG. 32, 928). Ἴσως κάποιοι πολιτικοὶ παράγοντες ἔχουν τόσο ἐκκοσμικευθεῖ, δηλαδὴ ἐκδυτικιστεῖ, ὥστε νὰ θεωροῦν ὅλα αὐτὰ ὑπόθεση τοῦ παρελθόντος. Δὲν μποροῦν, ὅμως, νὰ ἀπαιτοῦν ποτὲ νὰ τὰ ἀρνηθεῖ καὶ ὁ ἐκκλησιαστικὸς χῶρος, ἀπεμπολώντας τὰ κύρια συστατικὰ τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας, ποὺ εἶναι συγχρόνως ταυτότητα καὶ τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων.

     Πρέπει, ἐξάλλου, νὰ λαμβάνεται ὑπόψη ὅτι οἱ «συνήθεις ἀντιεκκλησιαστικοὶ» μεγεθύνουν σκόπιμα κάθε λόγο τοῦ Μακαριωτάτου, καὶ τὸν ἀθωότερο ἀκόμη, διότι αὐτὸ ποὺ ἐπιδιώκουν εἶναι ἡ δημιουργία θορύβου καὶ τεχνητῆς κατακραυγῆς κατὰ τῆς «Ἐκκλησίας», ὥστε νὰ βραχυνθεῖ ὁ δρόμος πρὸς τὸν ἐπαχθῆ γιά τήν Ἐκκλησία χωρισμό, τήν ἀποσύνδεση, δηλαδή, τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό κάθε δομή τοῦ πολιτειακοῦ μας βίου.

     2. Παρουσία (καὶ λόγος) ἀπολιτικὸς δὲν ὑπάρχει, οὔτε κἄν στάση ἀπολιτική. Ἡ κοινωνικὴ παρουσία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀναπόδραστα πολιτική. Ὁ ἅγιος Ἰ. Δαμασκηνὸς (†πρό τοῦ 754), ἐπαναλαμβάνοντας τὸν Ἀριστοτέλη, κάνει λόγο γιὰ τὴν πολιτικὴ (τέχνη καὶ ἐπιστήμη), ποὺ ἀναφέρεται στὴν «πολιτεία» τοῦ ἀνθρώπου («πῶς δεῖ πολιτεύεσθαι») γιά τήν ὀργάνωση τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητας καὶ τὴν ἐξασφάλιση τῆς εὔρυθμης λειτουργίας της («ἵνα μὴ ὁ κόσμος εἰς ἀκοσμίαν ἐκπέση», κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰσίδωρο τὸν Πηλουσιώτη, 5ος αἰώνας, ΡG. 78, 657). Αὐτό, ποὺ δὲν πρέπει στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο νὰ ὑπάρχει εἶναι ὁ «κομματισμός», ἡ παραταξιακὴ στάση, ποὺ (πρέπει νὰ) διαφοροποιεῖται ριζικὰ ἀπὸ τὴν πολιτικὴ παρουσία καὶ στάση. Ὁ κομματικὸς λόγος εἶναι παραταξιακός. Ὁ πολιτικὸς λόγος εἶναι κοινωνικὸς καὶ καθολικός. Ὁ κομματισμὸς ἀπολυτοποιεῖ ἕνα τμῆμα τῆς κοινωνίας καί καταντᾶ αἱρετικός. Ἡ πολιτικὴ συνείδηση ἀναφέρεται σὲ ὅλο τό φάσμα τῆς κοινωνίας. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια εἶναι ὁ ἐκκλησιαστικός λόγος πολιτικός.

     Αὐτό ἐπιβάλλεται καὶ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ τὰ μέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος (στὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα, κατὰ τεκμήριον ὀρθόδοξη, εἶναι ἡ πλειονοψηφία τοῦ λαοῦ μας) εἶναι πολίτες μιᾶς κοινωνίας, στὴν ὁποία ὄχι μόνο ἀναπτύσσεται σύνολη ἡ ζωὴ τους, ἀλλὰ καὶ διακυβεύεται ἡ σωτηρία τους. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ δὲν ἐξαϋλώνει τὸν ἄνθρωπο. Τὸν ἁγιάζει, ὥστε κάθε πράξη του νὰ εἶναι συντελεστικὴ στὴ σωτηρία του (πρβλ. Α' Κορ. 10, 31: «εἴτε οὖν ἐσθίετε, εἴτε πίνετε, εἴτε τί ποιεῖτε, εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε»). Ἡ πορεία πρὸς τὴν «αἰώνια» πατρίδα, τὴ μόνη ἀληθινή, κατὰ τὸν Πατροκοσμᾶ, συντελεῖ μὲν στὸ νὰ αἰσθάνεται ὁ χριστιανὸς «ξένος» καὶ «πάροικος» (προσωρινὸς) στὴν ἐπίγεια πατρίδα του, δὲν μειώνει, ὅμως, στὸ ἐλάχιστον τὴν ἀγάπη γι᾽ αὐτὴν (πατριωτισμός, ἐθνισμός), ἀφοῦ εἶναι ὁ χῶρος τῆς πραγμάτωσής του ὡς «τέκνου τοῦ Θεοῦ» καὶ τῆς σωτηρίας του (πρβλ. Πράξ. 17, 26) καὶ ἀποκτᾶ, γι᾽ αὐτό, σωτηριολογικὴ σημασία. Ἡ πατρίδα εἶναι ἡ κοινή μας μητέρα (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἐπιστ. 37: «Μητέρα τιμᾶν τῶν ὁσίων» (εἶναι ἱερὸ νὰ τιμᾶ κανείς τὴν μητέρα του). «Μήτηρ δέ, ἄλλη μέν ἄλλου, κοινή δέ πάντων Μήτηρ Πατρίς». Ἔτσι ἐκφράζεται ὁ διαιώνιος ἑλληνορθόδοξος πατριωτισμός, συνεχίζοντας τὴ συνείδηση τοῦ Σωκράτους στὸν Κρίτωνα: «Μητρὸς τὲ καὶ πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερόν ἐστιν ἡ πατρίς, καὶ σεμνότερον καὶ ἁγιώτερον παρὰ θεοῖς καὶ ἀνθρώποις, τοῖς νοῦν ἔχουσι»).

     Πρέπει δὲ νὰ τονισθεῖ ἐδῶ ὅτι ὁ ἐκκλησιαστικὸς χῶρος (κλῆρος καὶ λαὸς) σώζει τὸν ἁγνότερο καὶ ρεαλιστικότερο πατριωτισμό. Αὐτό, ὅμως, ἐνοχλεῖ κατάφωρα ὅσους ἀπέρριψαν τίς ἔννοιες «πατρίδα» καὶ «ἔθνος», στὸ ὄνομα μιᾶς ἰσοπεδωτικῆς καί ἀπειλητικῆς γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα ἰδεολογικῆς παγκοσμιοποίησης.

     Ὁ λόγος, λοιπόν, τῶν Ποιμένων -καὶ ὄχι μόνον τῶν ἐπισκόπων- γιὰ νὰ εἶναι ἐκκλησιαστικός, ὀφείλει νὰ εἶναι πολιτικός, (μὲ τὴν παραπάνω ἔννοια), δηλαδὴ κοινωνικός, ἐκτεινόμενος σὲ ὅλο τό φάσμα τῆς κοινωνίας καὶ τῶν προβλημάτων της. Ὁ ἐκκλησιαστικός, μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια, λόγος (ἂν εἶναι, δηλαδή, ὄντως ἐκκλησιαστικός), δὲν πρέπει νὰ δημιουργεῖ προβλήματα, ἐκτὸς καὶ ἂν παρερμηνεύεται.

     Θὰ πρόσθετα δὲ ὅτι εἶναι πρὸς ὄφελος μιᾶς ἐθνικὰ καὶ πατριωτικὰ εὐαισθητοποιημένης πολιτείας, πράγματα ποὺ αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ διατυπώσει (διότι τότε θὰ ἐδημιουργεῖτο διπλωματικὸ πρόβλημα), νὰ τὰ ἐκφράζει, εὐχετικὰ καὶ ποιμαντικά, ὁ ἐκκλησιαστικὸς χῶρος, ποὺ καὶ νὰ θέλει δὲν μπορεῖ νὰ ἀσκήσει πολιτικὴ καὶ διπλωματία, ἀλλὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ παύσει νὰ σκέπτεται ἐθνικὰ καὶ ἱστορικά. Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἐκκλησιαστικὸς χώρος ΔΕΝ μιλᾶ ποτὲ γιὰ ΧΑΜΕΝΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ, ἀλλά γιά ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ! Ὁ ἐκκλησιαστικὸς χῶρος πιστεύει καὶ διακηρύττει ὅτι τὰ σύνορά μας δὲν εἶναι κυρίως γεωγραφικά, ἀλλὰ κλείνονται στὴν καρδιὰ καὶ στὸν νοῦ μας. Ἐκεῖ ζεῖ ἀκέραιη ἡ Ἑλλάδα, ὡς αὐτοκρατορία καὶ Ρωμηοσύνη. Στὸ κάτω-κάτω κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νά μᾶς ἐπιβάλει μιὰ γλώσσα, ποὺ θὰ ἐγκρίνεται ἀπὸ ἀπάτριδες, ὅπως οἱ «μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» καὶ ἄλλες συναφεῖς ξενοκίνητες ὀργανώσεις.

     Ὅταν, μάλιστα, ὁ λόγος μας εἶναι καθαρὰ ἐκκλησιαστικὸς (δηλαδὴ προφητικός, ἀποστολικὸς καὶ πατερικός), καὶ ὡς ἐθνικοκοινωνικὸς ἀφορᾶ σὲ ὅλους, διότι δὲν θὰ εἶναι φατριαστικός, ἀλλὰ φιλάνθρωπος. Ἡ δυναμική του εἶναι τότε εὐρύτερη καὶ ἀγγίζει καὶ τοὺς ἀδιάφορους θρησκευτικὰ ἢ καὶ ἀντιεκκλησιαστικούς, ὡς λόγος ἀγωνιστικὸς κατὰ τῶν αὐθαιρεσιῶν τῆς ἐξουσίας, τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας καὶ ἐξαθλίωσης. Ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τὸ 4ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων, προτείνει τὸ κοινωνικὸ μοντέλο τῆς ἰσότητας, δικαιοσύνης καὶ ἀδελφοσύνης, ὅπως ἐκφράστηκε ἱστορικά μὲ τὴν «κοινοκτημοσύνη» (καὶ ἀκτημοσύνη) τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Καὶ συμπληρώνει: «Τίς ἄν Ἕλλην (= ἐθνικός, ἀντιεκκλησιαστικὸς) ἔμενε λοιπόν;». Ἴσως γι᾽ αὐτό, σὲ κάποιες περιπτώσεις, θέλουν νὰ περιορίσουν τὸν ἐκκλησιαστικὸ λόγο ἐντός τῶν ναῶν. Καὶ αὐτὸ ἔγινε ἤδη στὰ ὁλοκληρωτικὰ καὶ ἀθεϊστικὰ καθεστῶτα...

     3. Ὑπάρχει, ὅμως, καὶ ἡ ἱστορικὴ διάσταση τοῦ προβλήματος, τό ὁποῖο ἐντάσσεται στὶς σχέσεις «Ἐκκλησίας-Πολιτείας». Τὸ πρόβλημα αὐτὸ εἶναι μακροβιότατο καὶ ἀρχίζει τὸν 4ο αἰώνα μὲ τὸν Μ. Κωνσταντῖνο καὶ τὴν κοσμογονία τῆς ἐποχῆς του. Αὐτὸ ποὺ ἔχει ἐδῶ σημασία εἶναι ἡ διαμόρφωση ἔκτοτε δύο τύπων ἐκκλησιαστικῶν ποιμένων. Τὸν ἕνα ἐνσάρκωσε ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας, «Αὐλοκόλακα» τόν ὀνομάζουν οἱ ἱστορικοί, δηλαδὴ εὔχρηστο καὶ πάντα ἀρεστὸ στοὺς ἑκάστοτε ἄρχοντες. Ἀντίβαρο ἦταν ἡ ἐνσάρκωση τοῦ τύπου τοῦ γνήσιου ποιμένα, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, τὸν ὁποῖο συνέχισαν -καὶ συνεχίζουν- ὅλα τά αὐθεντικὰ πατερικὰ ἀναστήματα.

     Οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχες καθιέρωσαν μιὰ διαιώνια τακτική, σύμφωνη μὲ τὴ φύση καὶ τὴν ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στὸ πνεῦμα τῆς συναλληλίας καὶ συνεργασίες τῶν δύο «διακονικῶν ἐξουσιῶν», στὰ ὅρια τοῦ λαϊκοῦ σώματος. Ὅταν ὁ πολιτειακὸς χῶρος προσπαθοῦσε νὰ φιμώσει τὸν «πνευματικὸ-ἐκκλησιαστικό», τότε ὁ δεύτερος ἀπαντοῦσε μὲ τὴ μέχρι μαρτυρίου μαρτυρία. Ἡ «πολιτικὴ» κριτικὴ ὡς ἔλεγχος στὴν ἄνομη ἐξουσία εἶναι ἡ παράδοση τῶν ἁγίων μας. Κλασικὸ παράδειγμα ἀπέβη ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ἀφήνοντας τὴν πανανθρώπινη καὶ παναληθέστατη ὑποθήκη, ὅτι «ἄρχοντες ἀρχόντων εἰσιν οἱ νόμοι»! Βεβαίως, δὲν ἔλειψαν καὶ οἱ ἀκραιφνῶς πολιτειοκρατικὲς τάσεις, ποὺ ἐπεχείρησαν νὰ φιμώσουν καὶ νὰ πειθαναγκάσουν τὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο σὲ ἀποδοχὴ τῶν ἀπαραδέκτων. Κορύφωση αὐτοῦ τοῦ προβληματισμοῦ σημειώθηκε τὸν 14ο αἰώνα ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος Β', «ὁ πρεσβύτερος» (1282-1328), βρῆκε ἀντίθετο τὸν πατριάρχη Ἠσαΐα τὸν Ἁγιορείτη (ἡσυχαστὴ) στὴν προσπάθειά του νὰ παραγκωνίσει τὸν ἐγγονό του καὶ μετέπειτα αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο Γ' (1328-1341). Ἡ περίπτωση εἶναι πολὺ ἐπίκαιρη, διότι οὐσιαστικὰ ἐνσαρκώνει τὸν σημερινὸ προβληματισμό: Ὁ αὐτοκράτορας ζήτησε ἀπὸ τὸν πατριάρχη «τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἔχεσθαι φροντίδων, τῶν κοινῶν δὲ καὶ τῶν βασιλικῶν ἀπέχεσθαι πραγμάτων» (νὰ περιορίζεται στὰ ἐκκλησιαστικά –τά θρησκευτικά, λένε σήμερα- καὶ νὰ μένει μακριὰ ἀπὸ τὰ κοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ πράγματα). Τί ἀπάντησε, ὅμως, ὁ πατριάρχης; «Ἐγὼ δὲ καὶ πάνυ θαυμάζω μεμνημένος ὡς ἐκέλευσας ἐμὲ μὲν τὰ τῆς Ἐκκλησίας πράττειν καὶ περὶ αὐτὰ ἀσχολεῖσθαι μόνα, σὲ δὲ ἐᾶν, ὅπως ἂν δοκῆ τὰ τῆς βασιλείας διοικεῖν. Παραπλήσιον γὰρ ἐστιν, ὥσπερ ἂν πρὸς τὴν ψυχὴν εἴποι τὸ σῶμα· οὐ δέομαι τῆς κοινωνίας καὶ τῆς συναφείας τῆς σῆς, οὐδὲ συνεργὸν πρὸς τὰ πραττόμενα βούλομαι ἔχειν, ἀλλʼ ἐγὼ μὲν ὡς οἷόν τε καὶ βούλομαι διοικήσω ταμά, σύ δὲ φρόντιζε περὶ τῶν ἰδίων (Ἰω. Καντακουζηνοῦ, Ἱστορία, τ. Ι, σ. 248). Ὁ αὐτοκράτορας, οὐσιαστικά, ἔθετε τό πρόβλημα τοῦ «χωρισμοῦ», γιά νὰ μὴ ἔχει ἀντίλογο στὴν παρανομία του!

     Βεβαίως, σήμερα ὑπάρχουν καὶ σύνταγμα καὶ νόμοι, ποὺ καθορίζουν σαφῶς τὰ ὅρια τῶν σχέσεων καὶ τῆς συνεργασίας «Ἐκκλησίας και Πολιτείας» στὴ χώρα μας. Ἄλλο, ὅμως, ἡ προσπάθεια ἐπιβολῆς τῆς μιᾶς πλευρᾶς πάνω στὴν ἄλλη καὶ ἄλλο ἡ ἔκφραση τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ τὸν κοινωνικὸ χῶρο (ἐδῶ ἀνήκουν καὶ τὰ ἐθνικὰ θέματα). Ἐπαναλαμβάνουμε ὅτι ὁ ἐκκλησιαστικὸς χῶρος δὲν ἀσκεῖ διεθνῆ πολιτική, ἐκτὸς καὶ ἂν κάποιοι δὲν θέλουν νὰ ἀκούουν τὸ ἐθνικὰ ὀρθό. Ἀλλὰ τότε κωφεύουν στὴ βούληση τοῦ λαοῦ, τὴν ὁποία ἐκφράζει ἐγκυρότερα ὁ ἐκκλησιαστικὸς χῶρος. Πρέπει, ὅμως, ἐδῶ νὰ παρατηρήσουμε ὅτι οἱ πολιτικοί μας διαπράττουν συνήθως ἕνα μεγάλο λάθος: Νομίζουν ὅτι Ἐκκλησία εἶναι οἱ προβαλλόμενοι ἀπὸ τὰ ΜΜΕ σκανδαλοποιοὶ κληρικοί, διότι αὐτὸ δημιουργεῖ τὴν ψευδαίσθηση ὅτι ὁ χῶρος αὐτὸς καὶ ἀνίσχυρος εἶναι καὶ εὔχρηστος. Ὁ Μέγας Βασίλειος ὅμως μὲ τὴν ἀπάντησή του στὸν Μόδεστο, τὸν πρωθυπουργὸ τοῦ Οὐάλεντα (τοῦ εἶπε ὁ Μόδεστος: «Κανεὶς ἐπίσκοπος μέχρι σήμερα δὲν μοῦ μίλησε ἔτσι. Καὶ αὐτὸς ἀπάντησε: «Διότι δὲν συνάντησες ποτὲ ἐπὶσκοπο») ἀπέδειξε ὅτι καὶ ἕνας μόνο γνήσιος κληρικὸς ἢ χριστιανὸς σώζει τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ ἦθος, κατὰ τὸν χρυσοστόμειο λόγο: «Ἀρκεῖ ἄνθρωπος ΕΙΣ, ζήλῳ πεπυρωμὲνος, ἅπαντα δῆμον διορθῶσαι».

     Μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους (1830), ὁ εὐρωπαϊκὸς μετασχηματισμὸς ὁδήγησε στὴ σκληρὴ πολιτειοκρατία (1833 κ.ἑ.) καί στή «νόμῳ κρατοῦσαν πολιτείαν», μιὰ πολιτεία, δηλαδή, πού κατὰ κανόνα θέλησε νὰ ἔχει πάντα «τό πάνω χέρι». Ἀπὸ τὸ 1852 (μετὰ τὸ «κανονικὸν» αὐτοκέφαλο, 1850) διορίζονται «ἡμιαριστίνδην» Σύνοδοι καὶ ἐπιβάλλεται, ἔτσι, νόμιμα ἡ «νόμῳ κρατοῦσα πολιτεία». Ἡ ἐκκλησιαστικότητα τῶν Ἱεραρχῶν μας ρύθμιζε κατὰ καιροὺς τὶς στάσεις καὶ συμπεριφορές. Ὑπῆρξαν περίοδοι ἐντάσεων, ἀλλὰ καὶ ἄριστης συνεργασίας, ὄχι ὡς σιωπηρᾶς ὑποταγῆς τῆς συνάλληλης ἐκκλησιαστικῆς διακονίας στὶς θελήσεις τῶν πολιτικῶν ἡγετῶν, ἀλλὰ ὡς πρόθυμη συνέργεια, μέσα σὲ πνεῦμα ἐθνικῆς ἑνότητας. Ποιὰ πολιτεία μπόρεσε νὰ ἀντιδράσει, ἔτσι, στὸν ἐθνικὸ ρόλο τοῦ ράσου κατὰ τὸν «Μακεδονικό Ἀγώνα» (1904- 1908), στὸ Κυπριακὸ (1955 ἐκ.), στὰ πρόσφατα συλλαλητήρια γιὰ τὸ «μακεδονικό» ἢ καλύτερα «σκοπιανὸ» πρόβλημα; Ὅταν σώζεται ἑκατέρωθεν ἀκμαία ἡ ἐθνικὴ συνείδηση, ἡ συνεργασία εἶναι πάντα ἀστασίαστη καὶ ἐφικτή. Αὐτὸ ἀκριβῶς χρειαζόμαστε καὶ σήμερα.

     Οὐδέποτε ἐτόλμησε κάποια κυβέρνηση νὰ ἀμφισβητήσει τὴν ἐθνικοπατριωτικὴ παρουσία τοῦ ράσου. Μάλιστα, οἱ ἐθνικὰ σκεπτόμενες καὶ ἐνεργοῦσες κυβερνήσεις σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους ἐνισχύονταν ἀπὸ τὴ συμπαράσταση τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἐθνικοπατριωτικές, ἐξάλλου, πρωτοβουλίες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀπὸ τὶς ἐνδοξότερες στιγμὲς τῆς ἱστορίας μας. Ἀπὸ ποιὸν ζήτησε τὴν ἄδεια ὁ ἀπὸ Τραπεζοῦντος ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος († 1949) νὰ μὴ ὁρκίσει τὴν προδοτικὴ κυβέρνηση Τσολάκογλου; Ἀντίθετα, ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας τὸ 1967 εἶναι μία ἀπο τὶς θλιβερότερες σελίδες τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Δαμασκηνὸς († 1949) δέχθηκε τὸν διορισμό του ὡς πρωθυπουργοῦ (γιὰ λίγο) καὶ ἀντιβασιλέα, σὲ μιὰ ὑψηλῆς σημασίας προσφορά, γιὰ νὰ καλύψει τὸ ὑπάρχον κενό. Ἐδῶ θὰ πῶ σὲ ὅσους φοβοῦνται ἀνάμειξη τοῦ Ράσου στὴν πολιτικὴ ζωὴ τῆς χώρας, ὅτι παρόμοιος κίνδυνος δὲν ὑπάρχει, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ δέχεται τὸν διαχωρισμό-διάκριση τῶν διακονικῶν ἐξουσιῶν τοῦ Ἔθνους. Ἀκόμα καί ὁ ἐθναρχικὸς ρόλος δὲν διεκδικεῖται ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικούς, ἀλλὰ τοὺς ἀνατίθεται!

     Στὸ Κυπριακό, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Σπυρίδων († 1956) ἦταν πρόεδρος, προταθείς ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τῆς Πανελλήνιας Ἐπιτροπῆς γιὰ τὸν Ἀγώνα, ἐνῶ γενικὸς γραμματέας εἶχε ἐκλεγεῖ ὁ πρ. ἀρχιεπίσκοπος, καὶ τότε ἀρχιμανδρίτης, Ἱερώνυμος Κοτσώνης. Πολλοὶ ἱεράρχες μας ἀναντίρρητα ἀναδείχθηκαν ἡγετικὲς μορφὲς αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα. Ἡ Ἐκκλησία κατενόησε τὸν κίνδυνο καὶ τὴν ἀπειλὴ τῶν Σκοπίων ἤδη τὸ 1956 (ἀρχιεπίσκοπος Δωρόθεος), ὅταν οἱ πολιτικοὶ σιωποῦσαν. Μὴ λησμονοῦμε, ἐξάλλου, καὶ τὴ μεγάλη ἐθνικὴ δράση τοῦ ἀρχιεπισκὸπου Σεραφείμ. Μαζὶ μὲ τὸν ἐπίσης μακαρίτη Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανὸ ἦταν οἱ μόνοι ποὺ ἔθεσαν θέμα ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων γιὰ τὴ Β. Ἤπειρο (1980- 1990). Ἡ ἐθνικοπατριωτικὴ κινητικότητα τοῦ Σεραφεὶμ ἦταν ἠχηρότατη μέσα στὴ σιωπή της.

     Μήπως, ὅμως, καὶ στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη φιμώνεται ὁ ἐκκλησιαστικὸς λόγος; Ὁ καθηγητὴς Ἰ. Κονιδάρης μᾶς ὑπενθύμισε τὸ κοινὸ Ὑπόμνημα τῆς Καθολικῆς καὶ τῆς Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας τῆς Γερμανίας (1994), μὲ ἔντονη ἀναφορὰ στὰ κοινωνικά, δικονομικὰ καὶ λοιπὰ προβλήματα, ὅπως τὸ στεγαστικό, ἡ ἀνεργία, οἱ κρατικὲς δαπάνες, οἱ ἀλλοδαποί, ἡ φτώχεια κ.λπ. Δὲν θέλω νὰ πιστεύω ὅτι θὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ «προφητεία» τοῦ μακαρίτη Μάνου Χατζηδάκι ὅτι «τή σοβιετική μας περίοδο θὰ περάσουμε μέσα στὴν Εὐρώπη»! (Σημ. 2011: Δυστυχῶς ἐξεπληρώθη).

     4. Δεοντολογικοί περιορισμοὶ ὑπάρχουν ὁπωσδήποτε. Δὲν θὰ ἀρνηθοῦμε ὅτι πάντοτε, καὶ μάλιστα προκειμένου περὶ ἐκκλησιαστικῆς ποιμαντικῆς, τεράστια σημασία ἔχει το «πῶς», δηλαδὴ τὰ ὅρια τῶν λόγων καὶ τῶν πράξεών μας. Τὸ ποιμαντικὸ ἔργο ἀπαιτεῖ τὸ χάρισμα τῆς «διακρίσεως», ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν ἀδιάψευστο πατερικὸ λόγο, «τὸ καλὸν ἐστι καλόν, ὅταν καλῶς γένηται». Εἶναι, λοιπόν, ποιμαντικὸν αἴτημα ἡ ἐπιλογή τῶν καταλλήλων (μὴ παρεξηγήσιμων καὶ παρερμηνεύσιμων) ὅρων, ὡς καὶ ὁ τρόπος (ὕφος) τοῦ λόγου μας (παρακλητικά, πατρικά, ταπεινὰ καὶ ἀγαπητικά). Γιὰ τὸ πρῶτο εἶναι χαρακτηριστικό τό παράδειγμα τοῦ Πατροκοσμᾶ. Μιλώντας γιὰ τὸν «Ἀντίχριστο», ἔλεγε ὅτι ἦταν δύο οἱ «Ἀντίχριστοι» στὴν ἐποχή του. Τὸν ἕνα τὸν ὀνομάζει: Εἶναι ὁ Πάπας. Τὸν ἄλλο τὸν ὑπαινίσσεται: «Αὐτός πού εἶναι πάνω στὸ κεφάλι μας», διότι καραδοκοῦσε ὁ Σουλτᾶνος. Γιά τὸν δεύτερο ἀρκεῖ ὁ λόγος, αὐτόχρημα πραγματικός, τοῦ Ἀπόστολου Παύλου. Πρῶτα πρὸς ὅλους τούς πιστούς: «Ἐν σοφίᾳ περιπατεῖτε πρός τοὺς ἔξω, τὸν καιρὸν ἐξαγοραζόμενοι. Ὁ λόγος ὑμῶν πάντοτε ἐν χάριτι, ἅλατι ἠρτυμένος, εἰδέναι πῶς δεῖ ὑμᾶς ἑνὶ ἑκάστῳ ἀποκρίνεσθαι (Κολ. δ', 5). Καὶ πρός τούς Ποιμένες εἰδικά: «Ὑμεῖς ἐπίστασθε... πῶς μεθ᾽ ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην, δουλεύων τῷ Κυρίῳ μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ δακρύων καὶ πειρασμῶν... Οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον ὑμῶν...» (Πράξ.20, 18-19, 31). Βεβαίως, πάντα ὑπάρχει διαφορὰ μεταξύ τῆς ἐξατομικευμένης ποιμαντικῆς καὶ τῆς συλλογικῆς ἀναφορᾶς.

     Δὲν διαφωνοῦμε ὅτι οἱ προτεραιότητες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου εἶναι πάντα πνευματικές, ἀλλὰ μήπως καὶ τὰ κοινωνικὰ ἢ ἐθνικὰ θέματα δὲν εἶναι στὴν οὐσία πνευματικά; Τὸ πρόβλημα, συνεπῶς, δὲν εἶναι αὐτό, ἀλλὰ ἡ πρόθεση καὶ ὁ τρόπος ἀντιμετώπισής τους.

     Ὅπως πολὺ ὀρθὰ παρατήρησε ὁ καθηγητὴς Χρ. Γιανναρᾶς (Καθημερινή, 13.9.98), αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἀπαιτεῖται εἶναι ὁ «χωρισμός τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν λογική τῆς ἐξουσίας». Ἡ ποιμαντικὴ διάκριση γνωρίζει «καιρὸν τοῦ σιγᾶν καὶ καιρὸν τοῦ λαλεῖν». Κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο († 107) ὁ επίσκοπος εἶναι περισσότερο «φοβερὸς» ὅταν σιωπᾶ, παρὰ ὅταν ὁμιλεῖ. Ἐκτός ὅμως καί ἄν πρέπει νά ὁμιλήσει καί σιωπᾶ...

     Στὸ ἔργο τῆς πολιτείας παρεμβαίνει ὁ ἐκκλησιαστικὸς λόγος, ὄχι ὅταν ἐπισημαίνει τὰ ὑπαρκτὰ προβλήματα, ἀλλὰ ὅταν προτείνει προκλητικές λύσεις γι᾽ αὐτά, ἐξεγείροντας ἔτσι τὸ λαϊκὸ αἴσθημα. Ὁ ποιμαντικὸς λόγος γιὰ τὰ ἐθνικὰ θέματα εἶναι δικαίωμα ἱστορικὸ κάθε ποιμένος -καὶ ὄχι μόνο τοῦ (Ἀρχι)επισκόπου. Ἄλλωστε, καὶ ὁ ἑκάστοτε Μακαριώτατος εἶναι ποιμένας τοῦ ποιμνίου τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν -αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπισκοπή του- καὶ ὄχι «Ἀρχηγὸς» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ἀπὸ ἄγνοια λέγεται. Μὴ ἐπιστρέφουμε στὰ 1833, ὅταν ἡ «Διακήρυξη» τῆς πραξικοπηματικῆς αὐτοκεφαλίας ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι «ἀρχηγός» τῆς Ἐκκλησίας στὸ πνευματικὸ μέρος καὶ ὁ βασιλέας (Ὄθων) στὸ διοικητικὸ (προτεσταντικὴ ἀντίληψη). Ὁ Ἀρχιεπ. Χριστόδουλος εἶχε δηλώσει στὸν ἐνθρονιστήριο λόγο του: «...Δὲν χαρίζουμε σὲ κανέναν τὸ ἀκριβό μας προνόμιο νὰ ἔχουμε ἄποψη ἐπί τῶν καιριότερων ζητημάτων τοῦ τόπου καὶ νὰ τὴν ἐκθέτουμε ἐλεύθερα... Ἡ τέτοια παρέμβασή μας δὲν συνιστᾶ ἀντιδικία, οὔτε ἀμφισβήτηση. Παρεμβαίνουσα ἡ Ἐκκλησία βοηθᾶ τὴν ἡγεσία, τὶς δυνάμεις καὶ τὸν λαὸ στὴ συνειδητοποίηση τῶν πνευματικῶν διαστάσεων ὁρισμένων ἐπιλογῶν ἢ τάσεων. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος της εἶναι μητρικός, παραμυθητικός, συμβουλευτικὸς καὶ οὐδέποτε πολιτικὸς» (ἐπεξήγηση π.ΓΔΜ, ἐννοεῖ: «κομματικός»).

     Ὑπάρχει βεβαίως ἕνας ὁρατὸς κίνδυνος, σὲ περίπτωση ποὺ συνεχιστεῖ ἡ «ἀντιδικία» αὐτή, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε παρόμοια περίπτωση. Εἶναι ἡ δυνατότητα «χρήσης» τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου ἀπὸ κομματικὲς παρατάξεις, ποὺ ἐπιδιώκουν πρὸς ὄφελὸς τους ὁποιεσδήποτε ταυτίσεις. Καὶ ὅταν μὲν δὲν ὑπάρχει παρόμοια ταύτιση, τότε θύμα εἶναι ὁ λόγος καὶ σύνολος ὁ ἀγώνας μας. Ἄν, ὅμως, ὑπάρχει, τότε «ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης» (Ματθ. 27, 64)!... Στὰ ἐθνικὰ θέματα εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπάρχει συνεργασία (κατὰ τὸ β´ ἄρθρο τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας) καὶ συνεννόηση, καθὼς καὶ μυστικὲς συζητήσεις, ὅσο σοβαρότερο εἶναι τὸ πρόβλημα. Αὐτὴ ἦταν ἡ πρόθεση τῆς Ἐκκλησίας μας ἤδη τὸ 1852 (Σχὲδιον Νόμου Καταστατικοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἄρθρον Δ'): «Τὰ καθήκοντα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου διαιροῦνται ἐκ δύο, εἰς τὰ ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, “ἅτινά εἰσι πνευματικά, καὶ ὅλως ἐκκλησιαστικά, καὶ εἰς τὰ ἐκτός, ἐκκλησιαστικὰ καὶ ταῦτα, ἀλλ᾽ ἔχοντα σχέσιν τινὰ καὶ πρὸς τὴν ἐπικράτειαν καὶ τὸ πολιτικὸν μέρος” καὶ ἐπὶ μὲν τῶν πρώτων ἐνεργεῖ ἐλευθέρως καὶ ἀκωλύτως ἀπό πάσης ἐπεμβάσεως τῆς πολιτικῆς ἀρχῆς, ἐπὶ δὲ τῶν δευτέρων τῇ ἰδιαιτέρᾳ συγκαταθέσει καὶ συμπράξει τῆς Κυβερνήσεως».

     Ἡ δήλωση τοῦ Μακαριωτάτου Χριστοδούλου εἶναι καὶ ἐδῶ, ὅμως, ἀφοπλιστική: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παντοῦ, καὶ στὴν Ἑλλάδα, οὐδέποτε διεξεδίκησε τὸν ρόλο κράτους ἐν κράτει. Δὲν ὑπῆρξε ποτὲ Ἐκκλησία τοῦ νόμου, ἀλλὰ τῆς Ἀνάστασης... Ἐμεῖς εἴμαστε ἀταλάντευτα προσηλωμένοι στὸ ἰδεῶδες τῆς στενῆς συνεργασίας Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, γιατί βλέπουμε ὅτι αὐτὸ συμφέρει στὸ ἔθνος καὶ αὐτὸ θέλει καὶ ὁ λαός μας». Εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ἡ Ἐκκλησία θὰ τηρήσει τὴν ὑπόσχεσή της. Εὐελπιστοῦμε ὅτι ἀνάλογη στάση καὶ πνεῦμα συνεργασίας θὰ ἐπιδεξει καὶ ἡ πλευρὰ τῆς Πολιτείας.

Αναδημοσίευση από τον Ορθόδοξο Τύπο (φ. 1900) - Ημερομηνία δημοσίευσης: 04-11-11