Χρήστος Γιανναράς
Η ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας φαίνεται να είναι το δόγμα που κατευθύνει την πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων εδώ στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου, από την εποχή του Μέττερνιχ ως την εποχή του Κίσσινγκερ — τη δική μας εποχή. Το δόγμα αυτό μοιάζει να στηρίχτηκε πάντοτε σε έναν εξισορροπητικό συμβιβασμό ανάμεσα στη Ρωσία και τις δυτικές δυνάμεις: το γεωγραφικό κλειδί ελέγχου της περιοχής, τα Δαρδανέλλια, να βρίσκεται στα χέρια ενός τρίτου φορέα, που διατηρείται σχετικά ουδέτερος, αντλώντας πλεονεκτήματα και παροχές και από τα δύο στρατόπεδα.
Για να παραμένει ουδέτερος αυτός ο φορέας φαίνεται πως πρέπει να διατηρείται πάντοτε στην κατάσταση του «Μεγάλου ασθενούς». Οικονομική υπανάπτυξη, αναλφαβητισμός, όπιο και ηθική εξαθλίωση, πολιτική διαφθορά, είναι τα ενδημικά συμπτώματα αυτής της μεθοδευμένης ασθένειας. Και όταν οι κοινωνικές πιέσεις γίνονται περισσότερο εκρηκτικές, το φίμωτρο της στρατιωτικής δικτατορίας είναι η συμφέρουσα λύση και για τα δύο στρατόπεδα των Δυνάμεων.
Δοκιμασμένο και αποδοτικό το δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν είναι δυνατό να υπονομευθεί για τους συναισθηματικούς και ανθρωπιστικούς λόγους που επικαλούμαστε συχνά οι Νεοέλληνες. Η ιστορική ύπαρξη του νεοελληνικού κρατιδίου που σχεδιάστηκε επιμελημένα στο χάρτη από τις Μεγάλες Δυνάμεις, είναι συνάρτηση του πανίσχυρου δόγματος. Και για χάρη του δόγματος το σχεδιασμένο κρατίδιο μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να θυσιαστεί, συνολικά ή μερικά — αρκεί να το απαιτεί η επιβίωση ή η εκτόνωση του Μεγάλου ασθενούς. Η δυναμική αναμέτρηση μαζί του και η ελπίδα για νίκη, όποτε αναφάνηκε, πνίγηκε μεθοδευμένα στο αίμα των Ελλήνων ή στο διχασμό τους, όχι δίχως τη συνεργία των Μεγάλων Δυνάμεων. Έτσι το όραμα της δυναμικής επιβολής του κρατιδίου στο χώρο όπου γεννήθηκε η φυλή και ο πολιτισμός μας, μοιάζει μονάχα συναισθηματισμός κατάλληλος για την παιδαγωγική των σχολικών εγχειριδίων.
Στην ουσία, η ιστορική μας μοίρα παίζεται αδιάκοπα στη σκακιέρα της ισορροπίας των Μεγάλων Δυνάμεων, και απαράβατος κανόνας του παιχνιδιού είναι το δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ακόμα και η πλειοδοσία σε παραχωρήσεις προς τη Δύση ή και η ένταξη στην Κοινή Αγορά δεν είναι εύκολο να αναιρέσει το δόγμα. Εδώ η ένταξή μας στο αντιναζιστικό στρατόπεδο, στα χρόνια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ακριβοπληρωμένη με το αίμα εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων, δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει στο σχεδιασμένο κρατίδιο ούτε μια ανάσα επέκτασης στη Βόρεια Ήπειρο ή στην Κύπρο.
Αυτά όλα δεν είναι μια «αντικειμενική» και κατοχυρωμένη ερμηνεία της Ιστορίας και του συσχετισμού των δυνάμεων, αλλά απλή υπόθεση και εικασία στα όρια της προσπάθειας που κάνουμε οι Νεοέλληνες να αποκρυπτογραφήσουμε την ιστορική μας μοίρα. Και σύμφωνα με αυτή την απλή υπόθεση, η ιστορική ύπαρξη του ελλαδικού κράτους είναι μια πορεία στην κόψη του ξυραφιού — και η κόψη λέγεται δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η πιο αναπόδεικτη προέκταση αυτής της υπόθεσης είναι πως δεν θα μπορούσαμε ποτέ να υποκαταστήσουμε τους Τούρκους στο ρόλο του ουδέτερου φύλακα των «κλειδιών» της περιοχής. Ίσως γιατί δεν προσφέρουμε αρκετά εχέγγυα ουδετερότητας. Ή ίσως γιατί η Ελλάδα είναι μια ορθόδοξη χώρα και η Ρωσία μια ορθόδοξη χώρα — και η Ορθοδοξία είναι μια επικίνδυνη υπόθεση, ακόμα και σήμερα με τον στατιστικά βεβαιωμένο θρησκευτικό αποχρωματισμό και των δύο χωρών. Η δυτική ιστοριογραφία έχει διδάξει όχι μόνο τους ευρωπαίους, αλλά ακόμα και τους νεοέλληνες πολιτικούς ότι η Εκκλησία των Ορθοδόξων πρέπει να διατηρείται αποδυναμωμένη, κοσμικά εξευτελισμένη και πολιτιστικά ανίσχυρη.
Να ερμηνεύσουμε τον βαθύτατο ανθελληνισμό της δυτικής πολιτικής και την προκλητικά φιλοτουρκική τοποθέτησή της δεν είναι βέβαια εύκολο εγχείρημα. Και μοιάζει οπωσδήποτε χρησιμότερη η σπουδή της δικής μας στάσης απέναντι σε αυτά τα αμετακίνητα δεδομένα. Η απλή υπόθεση για τον πάντοτε ενδεχόμενο ακρωτηριασμό ή και αφανισμό της κρατικής μας υπόστασης μπορεί να είναι μια μόνιμη πηγή αγωνίας, ψυχολογικής αβεβαιότητας και σπασμωδικών αντιδράσεων. Αλλά μπορεί εξίσου να είναι αφετηρία για δυναμικούς μετασχηματισμούς στη ζωή του τόπου μας και για ζωτικές προοπτικές.
Οι ψευδαισθήσεις της ασφάλειας στενεύουν αφάνταστα τους ορίζοντες του ιστορικού μας βίου. Δεν ξέρουμε καν ποιοι είμαστε, έτσι που η δράση μας περιορίζεται στη φαινομενική και ψεύτικη σιγουριά των γεωγραφικών μας συνόρων. Δεν βλέπουμε τίποτε παραπέρα από τη στενότητα, την κακομοιριά και την ακαταστασία του μικρού μας καφενείου «η Ελλάς», όπου παίζουμε καρεκλιές ασταμάτητα, εκατόν πενήντα χρόνια τώρα, εξαντλώντας τον Ελληνισμό, με εγκληματική μυωπία, στα κεφάλια τα δικά μας και των κομματικών αντιπάλων μας. Ξεχνάμε ότι οι Μεγάλοι μας επέβαλαν σαν κέντρο του εθνικού μας βίου το Μωριά και σαν προθήκη των ουτοπικών βαυκαλισμών μας την Αθήνα — την ακίνδυνη και ρομαντική επανασύνδεση με την αρχαιοκλασική μας κληρονομιά. Το Βυζάντιο θάφτηκε, γιατί το Βυζάντιο είναι ο Ελληνισμός στην απέραντη κοσμοπολιτική διασπορά του. Αλλά η οικουμενικότητα του Ελληνισμού είναι τα πραγματικά όρια της ζωής μας, πέρα από τις ενεδρεύουσες Γιάλτες και την άθλια μοδιστρική της αυθαίρετης αυξομείωσης των γεωγραφικών συνόρων.
Δείχνουμε ανυποψίαστοι ότι ακόμα και για την υπεράσπιση αυτών των συμβατικών συνόρων, δηλαδή για την επιβίωση του κρατικού μας σχήματος, το μεγάλο μας όπλο είναι η οικουμενικότητα του Ελληνισμού, που κανένα δόγμα ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν μπορεί να την περιστείλει. Κι αυτό το ανεπίγνωστο όπλο (αν όχι περιφρονημένο και ανεκμετάλλευτο) θα μπορούσε να βαραίνει στην εξωτερική μας πολιτική ασύγκριτα περισσότερο από την αγορά των φάντομς και των τορπιλλακάτων. Έπρεπε να μπλοκαριστεί το αμερικανικό κοινοβούλιο με την κινητοποίηση των απόδημων Ελλήνων και να ανατραπούν οι πεισματικές προεδρικές η πενταγωνικές προθέσεις εξοπλισμού της Τουρκίας, για να αρχίσουμε να υποψιαζόμαστε τι χειροπιαστά αποτελέσματα μπορεί να έχει ο δυναμισμός που αντιπροσωπεύει η ελληνική διασπορά. Μια διασπορά ακόμα και ποσοτικά οικουμενική, και όμως τραγικά εγκαταλελειμμένη από το «εθνικό κέντρο», ασυχώρετα αναξιοποίητη και ναρκωμένη. Που σώζει ωστόσο την αυτοσυνειδησία της όσο υπάρχει ορθόδοξη εκκλησιά και λειτουργεί, από το Τόκιο ως το Σαν Φραντσίσκο και από το Γιοχάννεσμπουργκ ως το Όσλο.
Αλλά η οικουμενικότητα του Ελληνισμού δεν τελειώνει στα αριθμητικά μεγέθη της διασποράς. Ο Ελληνισμός είναι μια κληρονομιά ζωής και μια στάση ζωής μέσα στην οικουμένη, με ιστορικές δυνατότητες ασύγκριτα μεγαλύτερες από το κρατίδιο το σχεδιασμένο στο χάρτη. Αυτή η στάση που διαφοροποιούσε πάντοτε ποιοτικά τον «μέγα κόσμο» της ελληνικής διασποράς από τους Λακεδαιμόνιους της ελλαδικής αφασίας, έχει τις ρίζες της στο Βυζάντιο, στην ορθόδοξη εκκλησιαστική Παράδοση. Είναι ο «άλλος πόλος» του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού, του πολιτισμού της καταναλωτικής βαρβαρότητας και της ηθικιστικής λογικοκρατίας. Πνιγμένη σήμερα η ελληνική διασπορά μέσα σε αυτή τη βαρβαρότητα, στην υστερία του νεοπλουτισμού σώζει ωστόσο την αρχοντιά και την ευγένεια της καταγωγής της, γιατί χάρη σε αυτήν μπορεί και επιζεί και κατορθώνει τα ακατόρθωτα, ακόμα και για την οικονομική της ισχυροποίηση.
Σκεφθείτε λοιπόν μια ελλαδική πολιτική που θα αποφάσιζε να μεταθέσει την προτεραιότητα των στόχων του εθνικού βίου πέρα από τα ασφυκτικά όρια του συμβατικού μας κράτους, πέρα από την κόψη του τούρκικου ξυραφιού που κρατάνε απειλητικά στο λαιμό μας οι Μεγάλοι. Μια ελληνική πολιτική που θα έδινε προτεραιότητα, πριν και από τους εξοπλισμούς ή τουλάχιστον παράλληλα, στην παιδεία του γένους και στον πολιτιστικό δυναμισμό του και στον οργανικό φορέα αυτού του δυναμισμού που είναι η Εκκλησία. Μια πολιτική με πρώτο της μέλημα τη ζωντανή επαφή και τη συστηματική τροφοδοσία του Ελληνισμού της διασποράς, την ανάπτυξη και αξιοποίηση κάθε παραμικρού πυρήνα ελληνικής αυτοσυνειδησίας σε κάθε γωνιά της γης. Και όλα αυτά όχι με τη μυωπική στενότητα ενός κανταφικού εθνικισμού ή με τα κριτήρια του αδίστακτου χρησιμοθηρικού διεθνισμού των Εβραίων, αλλά με το ρεαλισμό της οικουμενικότητας που έχει από τη φύση της και την ιστορία της η ελληνική γλώσσα, η ελληνική Ορθοδοξία, ο χαρακτήρας του Έλληνα.
Πνιγμένοι στις στενόκαρδες και μυωπικές «εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις» μας δεν δείχνουμε να καταλάβαμε ποτέ ότι αυτή η γλώσσα που μιλάμε είναι ακόμα σήμερα η μόνη δυνατότητα που έχουν οι άνθρωποι να πουν τα ουσιώδη της επιστήμης και της φιλοσοφίας και να φωτίσουν τα αφετηριακά νοήματα της υπαρκτικής και ιστορικής τους αυτοσυνειδησίας, δίχως τον κίνδυνο των συμβατικών σχηματοποιήσεων με τις οποίες υπονόμευσε τον αρχαίο ελληνικό λόγο η δυτική σχολαστική παράδοση. Και έχοντας «κρατικοποιήσει» τη «θρησκεία» στο ελλαδικό κρατίδιο, δεν καταλάβαμε ποτέ ότι η λατρεία που τελείται στις ορθόδοξες εκκλησιές, σε κάθε γωνιά της γης, σώζει τον δικό μας χιλιόχρονο βυζαντινό πολιτισμό: κι αυτός ο πολιτισμός σημαίνει οχι μόνο εκπληκτικά φανερώματα ήθους και τέχνης, αλλά κυρίως μια καθολικότητα αλήθειας και μια στάση ζωής που ελευθερώνει τον άνθρωπο από το θάνατο και την απόγνωση.
Δεν φαίνεται να διερωτηθήκαμε ποτέ, γιατί οι λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις δεν αρκούνται στην οικονομική και πολεμική τους ισχύ, αλλά προσπαθούν και ξοδεύουν για το χρησιμοθηρικό διεθνισμό της γλώσσας τους και τη διάδοση της παιδείας τους σε όλες τις χώρες και την ενίσχυση των ιεραποστολών τους. Και μεις αγνοούμε ακόμα και τις έτοιμες σφήνες που διατηρεί η ελληνική καθολικότητα στο ίδιο το κορμί του δυτικού κόσμου: Χώρια από τις αρχαιοκλασικές σπουδές που λίγο-πολύ τις έχουν οικειοποιηθεί οι Ευρωπαίοι, πόσοι από τους Έλληνες πολιτικούς γνωρίζουν έστω και κάτι ελάχιστο για τις κοινότητες των γηγενών Ευρωπαίων που έχουν μεταστραφεί στην Ορθοδοξία και που οι περισσότεροι ανήκουν στη δικαιοδοσία του ελληνικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ή για τα ειδικά Κέντρα Βυζαντινών ή Πατερικών ή Λειτουργικών Μελετών, για τις έδρες Ορθόδοξης Θεολογίας στα δυτικά Πανεπιστήμια, για τα ειδικά περιοδικά που παρακολουθούν κάθε πτυχή της εκκλησιαστικής μας ζωής και σπουδάζουν την πνευματική μας Παράδοση, για τις εκπληκτικές προσπάθειες εκδόσεως των ελληνικών πατερικών κειμένων, για την ευρύτατη πια προβολή αλλά και χρήση των βυζαντινών Εικόνων στη λειτουργική ζωή της Δύσης.
Όλη αυτή η πελώρια ζύμωση — έτοιμη δυνατότητα μιας οικουμενικής διεύρυνσης του σημερινού Ελληνισμού — διαθέτει ταυτόχρονα και τους οργανωμένους φορείς για τη δυναμική της αξιοποίηση: Είναι τα ελληνικά Πατριαρχεία και πατριαρχικά Κέντρα, και οι ελληνικές Μητροπόλεις του εξωτερικού, και οι ορθόδοξες οργανώσεις νεολαίας, και οι οργανωμένες κοινότητες των αποδήμων και οι προσωπικότητες που στελεχώνουν τις ακραίες αυτές προφυλακές. Όχι για να υποταχθούν όλα αυτά στις σκοπιμότητες μιας κοντόφθαλμης κρατικής πολιτικής, αλλά για να υπηρετήσει η κρατική πολιτική την ευρύτητα της ζωής του οικουμενικού Ελληνισμού. Έλεγε κάποτε χαρακτηριστικά ένας Ιταλός πανεπιστημιακός Καθηγητής, ορθόδοξος ο ίδιος: «Η Ελλάς δια της Ορθοδοξίας μπορεί να κυριαρχήσει στον κόσμο• αλλά ποτέ η Ορθοδοξία δια της Ελλάδος». Τι σαφέστερο και σοφώτερο να μας πουν αυτοί οι άγνωστοι ή αγνοημένοι «δικοί μας»;
Στην απειλή των ποσοτικών μεγεθών δύναμης του γειτονικού μας Αττίλα και του δόγματος που εξασφαλίζει την ακεραιότητα της υπανάπτυξης και της βαρβαρότητάς του, οι Έλληνες δεν έχουμε ισχυρότερο όπλο να αντιτάξουμε —όπλο επιβίωσης— από την ιστορική μας ύπαρξη πέρα από γεωγραφικά σύνορα. Το έδειξαν οι Εβραίοι χειροπιαστά, πέρα από συναισθηματισμούς και ρητορείες: Ένας λαός μπορεί να επιβιώσει δίχως πολιτικά σύνορα, αν σαρκώνει δυναμικά μια αδιάκοπη υπόμνηση ή άξονα αναφοράς των πολιτιστικών και ποιοτικών προϋποθέσεων του καθολικού ανθρώπινου βίου. Αυτός ο ρόλος κάνει παντοδύναμο ένα λαό και εξευτελίζει τα δόγματα του ορθολογισμού των Μεγάλων.
Μάταιοι και αφελείς ρομαντισμοί, θα σκεφθεί ο ρεαλιστής αναγνώστης. Δεν κοιτάζεις γύρω σου, ταλαίπωρε επιφυλλιδογράφε, το επίπεδο και την πνευματική ποιότητα της ζωής του ανυποψίαστου τόπου; Πώς από ένα νάνο μπορούμε να περιμένουμε ανάστημα γίγαντα; Ποιά πολιτική μπορεί να σκοπεύσει στην ελληνική οικουμενικότητα; Η πολιτική που μετράει τον τόπο με ψήφους και οικονομικά συμφέροντα ή ξενόφερτες πανάκειες οικονομικών λύσεων και αδιαφορεί τραγικά για την ανθρώπινη ποιότητα τουλάχιστον στις θέσεις-κλειδιά του εθνικού βίου; Ή η πολιτική που αυτοσχεδιάζει κάθε φορά στο χώρο της Παιδείας, στον πυρήνα της εθνικής αυτοσυνειδησίας, με μέτρα και προγράμματα πάντοτε καταδικασμένα στο μαρασμό και την κακομοιριά; Ή ακόμα η πολιτική που αποδυναμώνει συνεχώς την Εκκλησία στηρίζοντας ό,τι πιο διαβεβλημένο και «φυτικό» στοιχείο ηγεσίας μπορεί να της είναι υποχείριο;
Αυτές οι αντιρρήσεις μπορεί να ανταποκρίνονται στην τραγική αλήθεια του τόπου μας. Αλλά υπάρχει και η άλλη, η κρυμμένη αλήθεια για την ελάχιστη ζύμη που ζυμώνει μυστικά το νεκρό φύραμα, η αλήθεια για το σπόρο του σιναπιού που τινάζει κάποτε απρόσμενα τον αμετακίνητο βράχο.
Από το βιβλίο (επιφυλλιδογραφία 1975-1977): Χρήστος Γιανναράς, Η νεοελληνική ταυτότητα, Εκδόσεις Γρηγόρη