Νεοκλής Σαρρής
Ιδεολογική και πολιτική διαδρομή των ελληνοτουρκικών σχέσεων την τελευταία 35ετια
Η ανακοίνωση από τον Γεώργιο Μαύρο την επαύριον μιας μεγάλης εκλογικής ήττας του κόμματός του, σε μικρό, έστω, κύκλο συνεργατών και κομματικών στελεχών, ότι η ΕΔΗΚ θα ήταν κυβέρνηση (ή στην κυβέρνηση) άφησε άναυδους τους παρισταμένους. Ο Μαύρος, για να δικαιολογήσει την πρόβλεψή του αυτή, είχε παραλληλίσει την κατάσταση του 1977 με εκείνη του 1946, οπότε καίτοι το Λαϊκό Κόμμα είχε πλειοψηφήσει, η διακυβέρνηση της χώρας ουσιαστικά παραχωρήθηκε στις κεντρώες δυνάμεις.
Τότε όμως η χώρα βρισκόταν κάτω από την απειλή ενός εμφυλίου πολέμου με την Αριστερά και θα ήταν εντελώς παρακινδυνευμένο, αν όχι εγκληματικό, την ευθύνη καταστολής της κομμουνιστικής ανταρσίας να την αναλάμβανε μόνη της η αμαρτωλή Δεξιά. Άλλωστε αυτή ήταν και η άποψη της ξενικής κηδεμονίας υπό την οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα.
Το 1977 η κατάσταση δεν διέφερε από εκείνη του 1946 κατά τούτο: Η χώρα είχε ζήσει μια δεξιά δικτατορία και τα ολέθρια αποτελέσματά της ήταν εκείνα που την είχαν ανατρέψει. Η πλειοψηφία των ελλήνων ψηφοφόρων, κυρίως των νέων, όσων είχαν ενηλικιωθεί την περίοδο της χούντας, ήταν επόμενο να οδεύσει προς την Αριστερά. Εδώ ακριβώς αναδύεται ο ρόλος του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ.
Αναγκαστικά στο σημείο αυτό θα ανοίξω μια παρένθεση που ανατρέχει στις εκλογές του 1974. Υπήρξαν πολλοί στην Ένωση Κέντρου Νέες Δυνάμεις (όπως ήταν τότε η ΕΔΗΚ), μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόμουν και εγώ, που θα ήθελαν ενιαία κάθοδο με το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές και αυτό γιατί λόγω του ληστρικού εκλογικού νόμου (τον οποίο ο Καραμανλής είχε κόψει και ράψει στα μέτρα του και είχε περάσει από το Υπουργικό Συμβούλιο, εφόσον αυτό, ελλείψει Βουλής, διέθετε και νομοθετική εξουσία, με αδράνεια τότε του Μαύρου λόγω απουσίας του) το πλειοψηφούν κόμμα κυριολεκτικά θέριζε τα υπόλοιπα. Και ναι μεν ήταν εμφανές ότι ο Καραμανλής θα ήταν ο νικητής των εκλογών, υπήρχε όμως μέγα πρόβλημα σχετικά με το Σύνταγμα της χώρας (γιατί η Βουλή του 1974 θα είχε εξ ορισμού συντακτική εξουσία). Εάν λοιπόν ο Καραμανλής εξασφάλιζε τα δύο τρίτα των εδρών –όπως και συνέβη– θα ψήφιζε το Σύνταγμα σύμφωνα με τις δικές του προδιαγραφές, σύμφωνα και προς παλαιότερη επιθυμία του... Μπροστά σʼ αυτόν τον κίνδυνο, κατά την άποψή μας, θα έπρεπε να γίνει το ίδιο και με την Αριστερά που κατέβηκε ως «Ενωμένη», μολονότι ήταν βαθύτατα διαιρεμένη σε ΚΚΕ και ΚΚΕ εσ. Έτσι ακριβώς θα έπρεπε να επιδιωκόταν ενιαία κάθοδος της ΕΚΝΔ με το ΠΑΣΟΚ. Στέλναμε δε διαφόρους στο Καστρί προκειμένου να πείσουν τον Ανδρέα. Μεταξύ αυτών ήταν και ο μακαρίτης Αλέξανδρος Παπατέρπος, φίλος του Γεωργίου Παπανδρέου και της οικογένειας Παπανδρέου γενικότερα, που ως επικεφαλής της ΚΥΠ επί κυβερνήσεως Ενώσεως Κέντρου δεινοπάθησε στη συνέχεια, καθόσον οι απριλιανοί συνωμότες τον ενέπλεξαν στη δίκη του «ΑΣΠΙΔΑ». Οφείλω να υπογραμμίσω ότι όλοι σχεδόν οι κεντρώοι πολιτικοί της δημοκρατικής, όπως αποκαλούνταν, παράταξης της δικής μου εποχής ήταν στην πλειοψηφία τους ακραίοι αντιδεξιοί (με μεγαλύτερη μάλιστα εμπάθεια απʼ ό,τι οι αριστεροί) και ταυτόχρονα (όχι απλώς μη κομμουνιστές) αλλά αντικομμουνιστές. Προφανώς αυτό οφειλόταν σε βιώματά τους από τον Εμφύλιο.
Ο Παπατέρπος, λοιπόν, μετά χαράς ανέλαβε τη μεσολάβηση και ανέβηκε στο Καστρί απʼ όπου επέστρεψε στα γραφεία του κόμματός μας επί της Πανεπιστημίου ακόμη πιο χαρούμενος.
«Ο Αντρέας ξέρει τι κάνει», μας είπε και διευκρίνισε: «Μου εξήγησε ότι η χώρα έζησε μια δεξιά χούντα (και τα υπόλοιπα που αναφέρω πιο πάνω), “συνεπώς είναι αναγκαίο ιδιαίτερα τους νέους, αλλά και τους ώριμους που ταλαιπωρήθηκαν από το κράτος της Δεξιάς και διώχθηκαν να μην τους αφήσουμε βορά στην Αριστερά. Αυτός είναι ο λόγος που στο ΠΑΣΟΚ χρησιμοποιώ ακραία συνθήματα. Άσε λοιπόν για το καλό του τόπου να κατεβούμε χωριστά”»!
Όπως μάλιστα μου περιέγραφε ύστερα από χρόνια ένας αγωνιστής φίλος από την Ορεστιάδα, ο Αντρέας, μιλώντας κατά την προεκλογική περίοδο του 1974, είχε προαναγγείλει ότι το ΠΑΣΟΚ ερχόμενο στην εξουσία εν ανάγκη «θα κρεμάσει τους εφοπλιστές». Έντρομος ο φίλος μου του συνέστησε χαμηλόφωνα να τα ανασκευάσει για να μην υπάρξουν συνέπειες. Και τότε ο Αντρέας με δυνατή φωνή είχε πράξει ακριβώς το αντίθετο, επιβεβαιώνοντας ότι «ναι, θα τους κρεμάσουμε». Ήταν η εποχή που ο Καραμανλής αποκαλούσε το ΠΑΣΟΚ «Αριστερά της Αριστεράς». Και δεν ήταν άστοχος στον χαρακτηρισμό του, γιατί τα συνθήματα του ΠΑΣΟΚ είχαν υπερακοντίσει τα συνθήματα της Αριστεράς, που αισθανόταν αμήχανα.
Συμβαίνουν και εις Παρισίους...
Κάτω από άλλη οπτική το ίδιο περίπου έπραξε και ο Καραμανλής, ο οποίος είχε ζήσει στο Παρίσι την εξέγερση των γάλλων φοιτητών τον Μάη του ʼ68. Θαυμαστής του Ντε Γκωλ ο ίδιος, είδε όταν η κατάσταση ξέφυγε από τον κυβερνητικό έλεγχο (αλλά και του ΚΚ της Γαλλίας) τον στρατηγό με τη σύμφωνη γνώμη και του ΚΚΓ να «κατεβάζει τις ένοπλες δυνάμεις» και να λαμβάνει τέλος η εξέγερση που τελικά είχε προσλάβει χαρακτήρα πανηγυριού. Σε αντιπερισπασμό ο Ντε Γκωλ «παρέδωσε» την παιδεία (ιδίως την ανώτατη) στην Αριστερά. Άλλωστε όποιος έχει ζήσει στην προ του ʼ68 περίοδο θα μπορεί να μαρτυρήσει την ταλαιπωρία που συνεπαγόταν την εποχή εκείνη η εκπόνηση και υποστήριξη διδακτορικής διατριβής. Όπως μου εξηγούσε αργότερα ο συμπαθέστατος Σλοζμπέργκ, που διορίστηκε αμέσως μετά τον Μάη στη θέση του προέδρου και γενικού διευθυντή της διεθνώς περιώνυμης σχολής Κινηματογράφου IDHEC, σε αντικατάσταση του Τεσνό, τον οποίο οι φοιτητές κυριολεκτικά «πέταξαν» έξω από το γραφείο του, ο Μαλρώ (πρώην αριστερός, γκωλικός υπουργός Πολιτισμού) φέρεται να είχε πει: «Θέλω γιʼ αυτήν τη θέση έναν πάρα πολύ κομμουνιστή». Βέβαια ο Σλοζμπέργκ ήταν ένας ιδιότυπος «κομμουνιστής», ζάπλουτος, με πολυτελέστατα διαμερίσματα, βίλα στην Κυανή Ακτή και γιοτ. Δύο χρόνια μετά την εξέγερση, ο Σλοζμπέργκ με παρηγορούσε για το στρατιωτικό καθεστώς και το αστυνομικό κράτος που είχαμε στην Ελλάδα με το επιχείρημα: «Μη νομίζεις ότι είμαστε και πάρα πολύ καλύτερα από σας, τα τηλέφωνά μου παρακολουθούνται, γιʼ αυτό όταν σηκώνω το ακουστικό με την πρώτη ευκαιρία αναπέμπω ύμνους στον Ντε Γκωλ και τον Μαλρώ, γνωρίζοντας ότι και ο κλητήρας μου είναι χαφιές της Αστυνομίας».
Αναντίρρητα η Γαλλία δεν έχει σχέση με την Ελλάδα ως κράτος, αλλά και ως παιδεία. Αμφότερα είναι οργανωμένα σε στέρεες βάσεις. Η επανάληψη του γαλλικού πειράματος από τον Καραμανλή αρχικά και στη συνέχεια από το ΠΑΣΟΚ (ιδιαίτερα με τον περίφημο ισοπεδωτικό νόμο - πλαίσιο για τα ΑΕΙ) αντί να καλύψει τις ελλείψεις του συστήματος, μακροπρόθεσμα οδήγησε στην πλήρη διάλυσή του.
Πόσο «δεξιός» ήταν ο Καραμανλής;
Ο Καραμανλής μετά τη Μεταπολίτευση έδειχνε περιέργως μια αντιπάθεια προς τις μεγάλες βιομηχανίες που λόγω των κρατικών επιθέσεων που δέχονταν άρχισαν να κλείνουν η μια κατόπιν της άλλης. Τότε ακριβώς ήταν που κάποιοι κατηγορούσαν τη ΝΔ και τον Καραμανλή για «σοσιαλμανία». Αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει. Ο Καραμανλής ουδέποτε υπήρξε δεξιός, με ό,τι συνεπάγεται ο ορισμός αυτός. Στη χειρότερη περίπτωση θα μπορούσε να κατηγορηθεί από τους πολέμιούς του για «καιροσκοπισμό», με την έννοια μάλλον του επιδέξιου χειριστή του «χρόνου και του καιρού», όπως έλεγαν και οι αρχαίοι. Άλλωστε κατά επεισοδιακό τρόπο εξελέγη το πρώτον βουλευτής στις εκλογές του 1935 από τις οποίες απείχαν οι Βενιζελικοί... Στη διάρκεια της κατοχής συμμετείχε σε συζητήσεις με πολιτικούς που δεν ανήκαν στη Δεξιά. Και το πιο σημαντικό, ως στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος που είχε διατελέσει και υπουργός, στην πραγματικότητα υπήρξε, σύμφωνα με τον μεταγενέστερο όρο, «αποστάτης», αποσχισθείς από το κόμμα του, επικεφαλής δικής του ομάδας βουλευτών. Εδώ αξίζει να αναφέρω ότι, όπως μας διηγείτο η Ηρώ Λάμπρου, που είχε διατελέσει και βουλευτής της Ενώσεως Κέντρου, ο Καραμανλής, του οποίου ήταν φίλη την περίοδο κατά την οποία αυτός ήταν υπουργός Δημοσίων Έργων, αρνούνταν να μεσολαβήσει σε άλλο συνάδελφό του για εξυπηρέτηση που αφορούσε άλλο υπουργείο. «Ό,τι μπορώ ο ίδιος θα στο κάνω, αλλά όχι κάτι που ανήκει σε αρμοδιότητα άλλου, γιατί εγώ, Ηρώ μου, είμαι Καπετάν ένας».
Ακριβώς έτσι, ο Καραμανλής ως «Καπετάν ένας», ως επικεφαλής της ομάδας των δικών του βουλευτών, ήδη από το 1951 διαπραγματευόταν εκλογική συνεργασία με την ΕΠΕΚ του Πλαστήρα. Την πληροφορία αυτή μου την είχε αναφέρει κατʼ επανάληψιν ο Γιάννης Ζίγδης, προφανώς ο τελευταίος απόλυτα αντικαραμανλικός έλληνας πολιτικός. «Τις διαπραγματεύσεις μαζί του τις έκανα εγώ στο γραφείο μου, όπου ερχόταν και με έβλεπε», μου έλεγε ο Ζίγδης. Γελώντας του συνιστούσα να μην τα αναφέρει αυτά, γιατί δεν αποτελούσαν ψόγο, μάλλον έπαινο για τον Καραμανλή. Φαίνεται λοιπόν ότι όταν οι Αμερικανοί έπεισαν τον Πλαστήρα να δεχθεί το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, η κατάσταση δεν ήταν απολύτως ξεκάθαρη...
Μάλλον όταν ο «Μαύρος Καβαλάρης» είχε μεταβεί στις ΗΠΑ, για λόγους υγείας, όπως ανακοινώθηκε τότε, έγινε αντιληπτή και η «ακαταλληλότητά» του για πρωθυπουργός και στήριξαν ανενδοίαστα τον Παπάγο (όπως και πλειάδα κεντρώων πολιτικών που τελούσαν υπό τον αμερικανικό αστερισμό).
Η πρόταση για την αντιπροεδρία της κυβέρνησης και για 5 υπουργεία
Αν αυτά συνέβαιναν το 1951, πόσω μάλλον το 1977. Συνεπώς δεν υπήρχε κανένα ιδεολογικό εμπόδιο. Και με βάση τις πληροφορίες που είχαμε τότε, ο Καραμανλής είχε προτείνει (με την προϋπόθεση ότι θα μετέβαινε στην Προεδρία της Δημοκρατίας) πέντε υπουργεία και την αντιπροεδρία της κυβέρνησης, πλέον των άνευ περιορισμού διορισμών στελεχών της ΕΔΗΚ σε κρατικούς Οργανισμούς κ.λπ. Θεωρούνταν βέβαιο ότι ο Μαύρος θα γινόταν αντιπρόεδρος και υπουργός των Εξωτερικών.
Ωστόσο την επομένη των εκλογών ο Γεώργιος Μαύρος δέχθηκε λυσσαλέες επιθέσεις από επώνυμα στελέχη του κόμματος. Η κατάσταση δεν ήταν πρόσφατη, αλλά σοβούσε επί πολύ. Ήδη είχαν προηγηθεί η αποχώρηση του Αλέκου Παναγούλη και η διαγραφή του Δημήτρη Τσάτσου, γενικά επικρατούσε μια δυσάρεστη ατμόσφαιρα. Το ετοιμόρροπο οικοδόμημα ήταν ολοφάνερο ότι θα κατεδαφιζόταν από μόνο του. Μπροστά σʼ αυτήν την κατάσταση –και με βάση τις προτάσεις που του είχαν γίνει– ενδόμυχα πιθανόν να ήθελε και να απαλλαγεί από το ενοχλητικό περιβάλλον του που τόσα προβλήματα του είχε δημιουργήσει.
Δηλαδή ήταν πιθανόν να επιθυμούσε να φύγουν όσοι θα έφευγαν και να παρέμενε ένα μικρό κόμμα υπό τον απόλυτο έλεγχό του που θα το πλαισίωναν άτομα της δικής του εμπιστοσύνης. Ιδανικό γιʼ αυτόν θα ήταν το υπουργείο των Εξωτερικών (κάτι που επιθυμούσε και ο Καραμανλής, υπό την έννοια της ανάληψης από τον Μαύρο της ευθύνης σε περίπτωση εσπευσμένης λύσης των ελληνοτουρκικών διαφορών). Όταν απέτυχε να εκλέξει τον Σεργάκη στο συνέδριο που μεσολάβησε, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο ήταν το υποκατάστατό του, ίδρυσε την ΠΑΡΚΕ, με προφανή σκοπό τον κυβερνητικό συνεταιρισμό με κόμμα εξουσίας. Μόνο που αυτό στη σκέψη του δεν θα ήταν πια η ΝΔ, αλλά σε επόμενο στάδιο το ΠΑΣΟΚ. Όσον αφορά τον Γιάννη Ζίγδη, που διαδέχθηκε τον Γ. Μαύρο στο συνέδριο, δεν νομίζω ότι αντιλήφθηκε ή / και συνειδητοποίησε ότι αναλάμβανε την ηγεσία ενός κόμματος το οποίο πρακτικά είχε ήδη διαλυθεί.
Δεν αποκλείω ο δισταγμός του Μαύρου στην άμεση αποδοχή της πρότασης του Καραμανλή να οφειλόταν στις ίδιες αναστολές για ανάλογες προτάσεις που του είχαν γίνει από το 1955, όπως έχω ήδη διηγηθεί. Μπορεί να τον απασχολούσε ο στιγματισμός με το κατηγόρημα συνεργασίας με τη Δεξιά. Ίσως και να ήταν ένα ενδόμυχο «κάθε εμπόδιο σε καλό». Μετά όμως τον επιδέξιο χειρισμό του καθεστωτικού από τον Καραμανλή και την τελεσίδικη λήξη της «βασιλευομένης», δεν υπήρχαν ιδιαίτερες διαφορές οι οποίες να δικαιολογούν έντονη πολιτική αντιπαράθεση.
Έναντι τούτου το 1975, στη συνδιάσκεψη του Ηρακλείου, η ΕΔΗΚ είχε υιοθετήσει τις αρχές του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού, προφανώς προς ιδεολογική διάκριση από τον «φιλελευθερισμό» της ΝΔ και τον ΠΑΣΟΚικού τύπου «σοσιαλισμό». Άλλωστε ιδεολογικές διαφοροποιήσεις δεν εμπόδιζαν, ούτε εμποδίζουν πολιτικές συνεργασίες στον ίδιο χώρο, απλώς οι «νέες εποχές επιβάλλουν και νέα καθήκοντα», όπως έλεγε ο Βίκτωρ Ουγκώ. Ο μακαρίτης Μιχαλάκης Στεφανίδης, βουλευτής Ευβοίας, επί 4ης Αυγούστου δήμαρχος Σκύρου, πρώην υφυπουργός της Ενώσεως Κέντρου ήταν από τους λίγους που είχαν αντιταχθεί με σφοδρότητα στην αποδοχή του «Δημοκρατικού Σοσιαλισμού» ως ιδεολογικής αρχής της ΕΔΗΚ. Αυτό δεν τον εμπόδισε όμως κάποιους μήνες μετά να μεταγραφεί στο ΠΑΣΟΚ και να αναδειχθεί αντιπρόεδρος της Βουλής, εκφωνώντας πύρινους σοσιαλιστικούς λόγους!
Το εφεδρικό σχέδιο «διεύρυνσης»
Η μη εφαρμογή του σχεδίου συγκυβέρνησης ΝΔ - ΕΔΗΚ αυτόματα οδήγησε στο εφεδρικό σχέδιο, το οποίο άλλωστε ήδη είχε αρχίσει να γίνεται πραγματικότητα αρκετούς μήνες πριν από τις εκλογές. Η κυβέρνηση της ΝΔ ερχόταν φανερά αρωγός στον πολιτικό αγώνα βουλευτών ΕΔΗΚ (με χαρακτηριστική περίπτωση του Αθανάσιου Κανελλόπουλου), εξασφαλίζοντάς τους διά χειρός των τότε κυβερνητικών νομαρχών, χάριν των ψηφοφόρων τους, «πιστώσεις» από τον κρατικό προϋπολογισμό. Ένας ένας οι βουλευτές στην πλειοψηφία τους προσχώρησαν στη ΝΔ ή ψήφισαν τον Καραμανλή για την Προεδρία. Αυτό αποκλήθηκε «διεύρυνση» (μολονότι αντικειμενικά δεν διέφερε από την αποστασία). Στα πλαίσια της διεύρυνσης προσχώρησε στη ΝΔ και ο Κώστας Μητσοτάκης, τον οποίο οι στενοί συνεργάτες του Καραμανλή το 1974 επʼ ουδενί ήθελαν να δουν στο κόμμα. Η μέγιστη όμως πλειοψηφία των ψηφοφόρων της ΕΔΗΚ διέρρευσε, όπως ήταν επόμενο, στο ΠΑΣΟΚ, κάτι το οποίο φαίνεται πως δεν το είχε αντιληφθεί ο Καραμανλής, οποίος εκείνες τις μέρες πίστευε, όπως μας μετέφερε ο Στάμος Ζούλας, πως είχε ανακτήσει και πάλι την έγκριση της μέγιστης πλειοψηφίας του λαού και πως η ΝΔ βρισκόταν στα ουράνια...
Συνειδητά είχα αρνηθεί να συμμετάσχω σε ένα κάλεσμα που είχε κάνει ο υπουργός των Εξωτερικών Γεώργιος Ράλλης στην ομάδα των «Γκονζάλες» στην οποία ανήκα (και που συγκροτούνταν από νεώτερα σχετικά στην ηλικία στελέχη της ΕΔΗΚ, όπως οι Γιώργος Στεφανάκης, Αλέξανδρος Μπέτσης, Βίκτορας Νέτας, Γεράσιμος Καζάνας, Γ. Πετρίδης, σε συνεδριάσεις της οποίας συμμετείχαν ενίοτε και άλλοι, όπως ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος και ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου). Άπιαστος στόχος της κίνησης ήταν τότε η ανάληψη της ηγεσίας από έναν από μας. Όπως έμαθα, ο Ράλλης, όπως ήταν ευγενέστατος, παρότρυνε σε συνεργασία, αλλά ήταν διστακτικός για την προσχώρηση στη ΝΔ, της οποίας το μέλλον δεν το έβλεπε τόσο καθαρό. Ίσως στο μέλλον διαμορφωνόταν ένας νέος σχηματισμός. Επειδή όμως ο Στεφανάκης, που είχε δικαιολογηθεί για εκείνη την απουσία μου, μου μετέφερε «επιτακτική» πρόσκληση του Αθανάσιου Τσαλδάρη, υφυπουργού Τύπου της εποχής, προσήλθα περισσότερο από λόγους αβροφροσύνης σε συνάντησή του στην οποία παρευρισκόταν και ο Νικόλας Δεληπέτρος, γενικός γραμματέας του υπουργείου (με τον οποίο είχαμε συμπέσει στην «Ελευθερία» και στην «Ελευθεροτυπία»).
Μου προτάθηκε η θέση του ανταποκριτή του Αθηναϊκού Πρακτορείου και της ΕΡΤ και με εξαιρετικά διευρυμένες αρμοδιότητες. Εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι ο μισθός που μου προσφέρθηκε τότε ήταν σχεδόν εικοσαπλάσιος από εκείνον που είχα τότε στην Πάντειο. Και το πιο ενδιαφέρον, δεν μου ζητούνταν να καταθέσω την κομματική μου ταυτότητα ή / και να προσχωρήσω στη ΝΔ. Ύστερα από μια σειρά σκέψεων προτίμησα να αποποιηθώ την τιμητική προσφορά.
Η Τουρκία στον ιδεολογικό αντίποδα της Ελλάδας ή πώς η Δεξιά παίζει τον ρόλο της Αριστεράς
Μια βασική αιτία ήταν η πεποίθησή μου πως δεν θα μπορούσα να συμβάλω ουσιαστικά στην επίλυση των διαφορών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και στη βελτίωση του επικρατούντος κλίματος. Την απαισιοδοξία μου ενίσχυε η πολιτική κατάσταση στην Τουρκία, όπου κυβερνούσε το «Εθνικιστικό Μέτωπο», ένας υπό τον Ντεμιρέλ συνασπισμός κομμάτων της Δεξιάς, της Ακροδεξιάς και της ισλαμικής Δεξιάς. Ένα από τα αποτελέσματα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο ήταν ότι είχε πυροδοτήσει σε ολόκληρη την Τουρκία ένα απίστευτης έντασης εθνικιστικό μένος.
Ο Μεχμέτ Αλή Αϊμπάρ, ο σοφός ξάδελφος του Ναζίμ Χικμέτ και καθηγητής διεθνολόγος, εκφραστής του «ευρωκομμουνισμού» στην Τουρκία, αλλά και άλλοι ηγέτες της τουρκικής Αριστεράς, μου είχαν τονίσει αυτήν την κατάσταση που ήλθε και «έδεσε» με τον μέχρι τότε κυρίαρχο φασιστοειδή τουρκικό εθνοκεντρισμό. Αντίθετα στην Ελλάδα η πολιτική ατμόσφαιρα, με τον μεσολαβήσαντα πολιτικό εκδημοκρατισμό, είχε ηρεμήσει και, παρά το τραύμα του 1974, ειδικά λόγω της διαχείρισης των «εθνικών θεμάτων» από μέρους των ιδεολογικών μηχανισμών, ο όποιος εθνοκεντρισμός είχε έναν «αμυντικό» χαρακτήρα, ιδιαίτερα όταν συγκρινόταν με τον κυρίαρχο στην Τουρκία, που σαφώς έφερε «επιθετικό χαρακτήρα». Από την άλλη το ιδεολογικό συγκείμενο του πολιτικού φάσματος στην Ελλάδα είχε έντονη αριστερή επίδραση (το γνωστό θεώρημα 60% Άκρα Αριστερά - Κέντρο - Αριστερά, 40% Ακροδεξιά - Δεξιά - Κεντροδεξιά). Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις το φάσμα της Αριστεράς ως ιδεολογικά ηγεμονικής δύναμης επηρεάζει και τη Δεξιά (με χαρακτηριστικό παράδειγμα το «ιδεολογικό μπλάστρι» της ΝΔ επί Κώστα Καραμανλή).
Στην Τουρκία συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, όπου ο «εθνικισμός» καλύπτει το 85% των ψηφοφόρων και επηρεάζει όλο το πολιτικό φάσμα. Παράλληλα επισημαίνεται ιδεολογική αναστροφή που αποτελεί και την ιδιομορφία της Τουρκίας. Σύμφωνα με αυτήν, τον ρόλο της «Αριστεράς» τον έχει αναδεχθεί η «Δεξιά», ιδιαίτερα δε η «ισλαμική Δεξιά». Μέσα σʼ αυτήν τη διελκυστίνδα ο Ετζεβίτ βρέθηκε να μπορεί να συνεχίζει και την πολιτική του «Εθνικιστικού Μετώπου», εφόσον κατάφερε να το διαδεχθεί το 1978, επικεφαλής ανάλογου κυβερνητικού σχήματος, κάτι που θα γινόταν έκδηλο την επόμενη δεκαετία με τον πρυτανεύοντα εθνοκεντρισμό στο Κόμμα του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού που δημιούργησε την επόμενη δεκαετία μετά την αποχώρησή του από τους κόλπους του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, του οποίου μετά τον Ατατούρκ και τον Ισμέτ Ίνονου υπήρξε ο τρίτος κατά σειρά ηγέτης. Παρά ταύτα το καλοκαίρι του 1979 προωθήθηκαν οι επαφές με την Ελλάδα στον τουρισμό και για υπογραφή της σχετικής συμφωνίας ήλθε στην Αθήνα ο υπουργός Τουρισμού και παλιός μου φίλος Αλέβ Τζοσκούν.
Στα πρόθυρα της κουρδικής εξέγερσης και η απευθείας πρόταση των τουρκικών ένοπλων δυνάμεων προς την Ελλάδα
Οι στρατιωτικές υπηρεσίες όμως της Τουρκίας την ίδια περίπου εποχή είχαν συγκεντρώσει πληροφορίες σύμφωνα προς τις οποίες τα επόμενα έτη επρόκειτο να εκραγεί κουρδική εξέγερση. Μάλιστα είχε παρατηρηθεί πως κουρδικής καταγωγής άτομα συστηματικά έπαιρναν αναβολή κατάταξης στον στρατό ώστε εάν αποφάσιζαν όλοι αυτοί να τη διακόψουν προκειμένου να υπηρετήσουν, η αναλογία τους στο σύνολο θα ήταν μεγαλύτερη από το 50%.
Γιʼ αυτόν τον λόγο το Γενικό Επιτελείο, παρακάμπτοντας το υπουργείο των Εξωτερικών και την κυβέρνηση, ζήτησε να έλθει σε επαφή και συνεννόηση με την Ελλάδα. Στο ελληνικό υπουργείο των Εξωτερικών ο Τζούνης ζήτησε ως πρώτο βήμα, που ταυτόχρονα θα ήταν και χειρονομία καλής θέλησης, να αποσύρει η Τουρκία τις αποβατικές της δυνάμεις που ναυλοχούσαν έναντι των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Βέβαια δεν δόθηκε συνέχεια στις συνομιλίες, δεδομένου ότι η Άγκυρα πρότεινε όπως ο αποβατικός της στόλος μετακινηθεί και ελλιμενιστεί έναντι ακριβώς της Κύπρου!
* Ο καθηγητής Νεοκλής Σαρρής είναι πρόεδρος της ΕΔΗΚ
(Στο επόμενο φύλλο: Η χούντα του Εβρέν και οι πανηγυρισμοί για την εκατονταετηρίδα της γέννησης του Κεμάλ στην Ελλάδα.)
Αναδημοσίευση από Το Παρόν - Ημερομηνία δημοσίευσης: 04-04-10