Ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία

Άγιος Δημήτριος (λεπτομέρεια)
5ος αιώνας
Θεσσαλονίκη, Ναός του Αγ. Δημητρίου

Κώστας Παπαϊωάννου

Κατοικημένη από ελληνικό πληθυσμό, εξοπλισμένη με ένα πανεπιστήμιο θεματοφύλακα της αρχαίας παράδοσης, η Κωνσταντινούπολη υπήρξε η εστία ενός πολιτισμού βαθιά σημαδεμένου από τον ελληνισμό. Οι βιβλιοθήκες της (εκείνη του Ιουλιανού λέγεται ότι περιείχε 120.000 τόμους) διατηρούσαν όλους τους θησαυρούς της σκέψης της αρχαιότητας και οι δρόμοι της, οι μορφές της, οι κήποι της, τα ανάκτορά της, τα περίφημα λουτρά του Ζεύξιππου, το ιπποδρόμιο, συνιστούσαν πραγματικά μουσεία όπου συγκεντρώνονταν τα αριστουργήματα της ελληνικής τέχνης. Για χίλια χρόνια, η αρχαία γλώσσα υπήρξε η γλώσσα των γραμμάτων. Η φανατική προσήλωση στην Αρχαιότητα έκανε τις μορφωμένες τάξεις να απαρνηθούν την ελληνική δημώδη γλώσσα, την πραγματικά εθνική γλώσσα, σε όφελος εκείνης που μιλιόταν στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια κατά την ελληνιστική εποχή. «Ἡμῖν οἳ καί τοῦ γένους ἐσμέν καί τῆς γλώσσης αὐτοῖς (τοῖς Ἓλλησι) κοινωνοί καί διάδοχοι», έλεγε ο Θεόδωρος Μετοχίτης στα τέλη του 13ου αιώνα. Στο όνομα αυτής της αρχής, ο Πατριάρχης Νικόλαος Μουζάλων παρέδωσε στις φλόγες έναν βίο αγίου γραμμένο στην ελληνική καθομιλουμένη... Από εκεί προέρχεται επίσης η λατρεία για τον Όμηρο και τον Πλάτωνα, η αγάπη για τη μυθολογία και η σταθερή αφοσίωση στα πρότυπα της αρχαιότητας. Εξακολουθούσαν πάντα να αποστηθίζουν τον Όμηρο και είναι γνωστά ποιήματα (Κέντρωνες) για την Παναγία και για τον Ευαγγελισμό των οποίων ο κάθε στίχος είναι δανεισμένος είτε από την Ιλιάδα είτε από την Οδύσσεια...

     Σε όλες τις περιόδους της βυζαντινής χιλιετίας, διαπιστώνεται η διάρκεια και η ισχύς των ελληνιστικών παραδόσεων. Επί Κωνσταντίνου, επί Θεοδοσίου και πολλές φορές αργότερα, στη διάρκεια του Μεσαίωνα, παρατηρούνται μιμητικές εξάρσεις των αρχαίων προτύπων. Καταχρηστικώς χαρακτηρισμένες ως «αναγεννήσεις», αυτές οι αντιγραφές δημιούργησαν τα στοιχεία μιας αυθεντικής αρχαΐζουσας σχολής για την οποία μαρτυρούν πολλά αριστουργήματα της ζωγραφικής. Εννοείται, βέβαια, ότι αυτές οι απομιμήσεις εκφράζουν μια ξεπερασμένη αισθητική και τοποθετούνται εντεύθεν του καθεαυτού βυζαντινισμού: την αληθινή και εις βάθος επίδραση του ελληνισμού θα την αναγνωρίσομε μάλλον στην κοσμιότητα, στο μέτρο, στην αίσθηση της κλίμακας και του πνευματικού κάλλους που η βυζαντινή τέχνη επέδειξε με μνημειώδη τρόπο κατά την εποχή της άνθησής της.

     Αυτό που συγκροτούσε την ενότητα των είκοσι διαφορετικών λαών που κατοικούσαν στην αυτοκρατορία ήταν η ελληνική γλώσσα και η ορθόδοξη πίστη, και εάν το Βυζάντιο αποτελεί μια δεύτερη άνθηση του ελληνισμού, το καινούργιο μπόλι υπήρξε ο χριστιανισμός, που είχε ένα ανανεωτικό αποτέλεσμα κεφαλαιώδους σημασίας. Αλλά ο ελληνισμός μπόρεσε να δείξει τις πραγματικές του δυνατότητες, ακριβώς, μέσα από τον τρόπο που επεξεργάστηκε τη βυζαντινή ορθοδοξία. Αυτό που μας εντυπωσιάζει στη βυζαντινή πατερική θεολογία είναι ορισμένως αυτή η παλιά ελληνική πίστη στη φύση, που ακτινοβολεί στο έργο του Αγίου Βασιλείου, του Γρηγορίου Νύσσης ή του Μάξιμου του Ομολογητή. Γι' αυτούς, ο κόσμος δεν είναι εκείνη η ζοφερή φυλακή που ο πρώτος χριστιανισμός καταδίκαζε στην αποκαλυψιακή συντριβή. Ο κόσμος είναι μία «Θεοφάνεια», μία «φανέρωση του Θεού», λέει ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο πατέρας του χριστιανικού μυστικισμού. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ότι αυτή η αίσθηση υψηλοφροσύνης του φυσικού κόσμου υπήρξε το επιχείρημα του Μάξιμου εναντίον του Ωριγένη. «Τίποτα δεν πρέπει να φοβάται κανείς περισσότερο», έλεγε, από την αντίληψη που θεωρεί ότι «αυτό το μοναδικό αριστούργημα, ο ορατός κόσμος, στον οποίο ο Θεός φανερώνεται μέσα από μία σιωπηλή αποκάλυψη, έχει ως μοναδική αιτία την αμαρτία». Μέσα σ' ένα τέτοιο σύμπαν όπου κάθε τι το υπαρκτό συνιστά μια «Θεοφάνεια», το κάθε ον συνιστά ένα αγαθό, ενώ το κακό δεν είναι παρά μια εξωπραγματική σκιά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η βυζαντινή τέχνη αρνήθηκε να υιοθετήσει τις δαιμονικές στρεβλώσεις και τα «τερατόμορφα αγρίμια» με τα οποία οι αποκαλυψιακές ενοράσεις στόλισαν τις πύλες των μητροπόλεων του Βορρά, και σίγουρα δεν είναι τυχαίο το ότι οι ζωγράφοι της παρακμής, που εικονογράφησαν την Αποκάλυψη, στη Μονή Διονυσίου ή στις εκκλησίες του Γιαροσλάβ, δεν βρήκαν τίποτα καλύτερο από το να αντιγράψουν τα χαρακτικά του Ντύρερ, του Κράναχ και την εικονογραφημένη βίβλο του Πισκατόρ...

     Αλλά εκείνο που κατ' εξοχήν επέτρεψε σε αυτόν τον μετουσιωμένο ανθρωπισμό να εκφράσει περίτρανα την αδιάρρηκτη ενότητα ελληνισμού και ορθοδοξίας είναι η μεγάλη διαμάχη πάνω στη φύση του Χριστού. Για να καταδείξει την ένωση ανθρώπινου και θεϊκού στοιχείου στο πρόσωπο του Χριστού, ο πρωτοχριστιανισμός επινόησε τον εκστατικό τύπο της συγχώνευσης Θεού και ανθρώπου. Η ένωση των δύο φύσεων παρουσιαζόταν σαν ένα μείγμα δύο υγρών, σαν μια σταγόνα ξύδι που διαλύεται μέσα στη θάλασσα. Όταν η Ανατολή άρχισε να χρησιμοποιεί αυτή τη γλώσσα για να υποδηλώσει την εξαΰλωση της ανθρώπινης φύσης μέσα στον Θεό, η Σύνοδος της Χαλκηδόνος υποκατέστησε την ιδέα της σύνθεσης με εκείνη της συγχώνευσης και ανήγαγε τη διατύπωση του «ασύγχυτου» («άμικτο», χωρίς μείξη) σε δογματική αρχή. «Ο Χριστός είναι ο τέλειος Θεός και ο τέλειος άνθρωπος» (Κύριλλος Αλεξανδρείας) και η ένωση των δύο φύσεων διενεργείται «ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως». Δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε αυτή τη διατύπωση αν θέλουμε να κατανοήσουμε την εσωτερική λογική της βυζαντινής τέχνης. Αυτός ο καθαγιασμένος ανθρωπισμός της επέτρεψε να περισώσει την ανθρώπινη μορφή από το ναυάγιο το οποίο υπέστη στη μονοφυσιτική και ισλαμική Ανατολή και στην εκβαρβαρισμένη Δύση. Ενώ, στον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, η μορφή του ανθρώπου είχε συρρικνωθεί σε διακοσμητικό σύμβολο, όπως στους Κόπτες ή στους Ιρλανδούς, ή αφέθηκε να γίνει βορά του βαρβαρικού ζωομορφισμού, το Βυζάντιο ανακάλυψε εκ νέου το κάλλος. Αυτό το κάλλος αναγγέλλεται ήδη στα πρόσωπα των Δεομένων της Ροτόντας του Αγίου Γεωργίου της Θεσσαλονίκης• αλλά εκεί που το Βυζάντιο μπόρεσε να εκφράσει τη μυστηριακή «ένωση χωρίς μείξη» της καθαρής ανθρωπικότητας και της απόλυτης θεϊκότητας είναι στα μεγάλα έργα της κλασικής εποχής (από τον 10° έως τον 12° αιώνα): τότε, και μόνο τότε, ο «Όρος» της Χαλκηδόνος θα αποκαλύψει όλο τον πλούτο του νοήματος του.

     Το Βυζάντιο δεν θα κουραστεί να εξυμνεί τις διαμεσολαβήσεις που επιτελέστηκαν από τον Χριστό. Ο Χριστός, λέει ο Άγιος Μάξιμος, «ενώνει τον άνδρα με τη γυναίκα, τη γη με τον ουρανό, τα αισθητά με τα πνευματικά όντα και τελικά, κατά τρόπο άρρητο, την κτιστή με την άκτιστη φύση». Έδειξε «ότι τα ουράνια και τα γήινα όντα σχηματίζουν έναν και μοναδικό αδιάσπαστο κύκλο»: αυτή την εικόνα μιας ύπαρξης που νοείται ως πράξη λειτουργική, ως αφοσίωση λατρευτική και ως «αδιάσπαστος κύκλος», θέλησε το Βυζάντιο να πραγματώσει επί της γης μέσα στην εθιμοταξία του παλατιού και στις εκκλησιαστικές τελετές.

Από το βιβλίο: Κώστας Παπαϊωάννου, Βυζαντινή και ρωσική ζωγραφική, Εναλλακτικές Εκδόσεις