Η διαχείριση της αμφισβήτησης

Γιώργος Κοντογιώργης

     Έχει ενδιαφέρον να σταθεί κανείς για λίγο στο σκεπτικό της αντιμετώπισης των γεγονότων του Δεκεμβρίου. Η κυβέρνηση προέκρινε το δόγμα της «αμυντικής», όπως τη χαρακτήρισε, διαχείρισης των διαδηλωτών. Το δόγμα αυτό δημιουργούσε μια ουσιώδη ταύτιση των νέων που διαδήλωναν την οργή τους με τους «κουκουλοφόρους», οι οποίοι έθεσαν σε εφαρμογή την ιδεολογία της «καταστροφής». Με τον τρόπο αυτό, η κυβέρνηση εκτιμούσε ότι θα εδικαιολογείτο η επιλογή της να μην προστατεύσει τη δημόσια και την ιδιωτική περιουσία καθώς και την ασφάλεια των πολιτών, αφού δεν διαχωριζόταν με σαφήνεια εάν η καταστροφή του κέντρου της Αθήνας (και πολλών άλλων πόλεων) οφειλόταν στους μεν ή στους δε. Αποσιωπείτο έτσι ότι τελικά το δίλημμα δεν ήταν η υιοθέτηση μιας «επιθετικής» συλλήβδην (η έννοια του κράτους τιμωρού) τακτικής έναντι των διαδηλωτών ή της «αποχής» από την εκπλήρωση του σκοπού του, η οποία το καθιστούσε ουσιαστικά συνένοχο, εξίσου με τους φορείς της καταστροφής, έναντι της κοινωνίας. Το διακύβευσα του κράτους ήταν, πολύ απλά, να αναλάβει τις ευθύνες του σε ό,τι αφορά στην εκτροπή της αστυνομικής δύναμης από το σκοπό της (που ενοχοποιείται για τον θάνατο του ατυχούς εφήβου) και, εντέλει, για την απαξίωσή της. Συγχρόνως εκαλείτο να εκπληρώσει την αποστολή του ως φορέας του δημόσιου συμφέροντος. Αποστολή, η οποία συνίστατο αφενός στη διασφάλιση των όρων της πολιτικής αμφισβήτησης των νέων και αφετέρου στη δημιουργία μιας πλήρους ομπρέλας για την προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών και, εννοείται, του χώρου τον οποίον ενσαρκώνει. Αντί γι' αυτό, εμφανίσθηκε να παρακολουθεί ως θεατής, να επιτρέπει την αλόγιστη καταστροφή και, στη συνέχεια, να θεωρεί αυτονόητη την κάλυψη της ζημιάς από την κοινωνία (από τους φορολογουμένους). Ωστόσο, θα είχε ενδιαφέρον να διερωτηθεί κανείς πώς θα αντιδρούσε ο πολιτικός ή ο κουκουλοφόρος «αντιεξουσιαστής» εάν η κοινωνία αποφάσιζε να αναλάβει η ίδια, έστω προς στιγμήν, την αρμοδιότητα του «κυρίαρχου λαού» που της έχει απαλλοτριώσει το κράτος, και ανταπέδιδε, δίκην απονομής δικαιοσύνης για τη βλάβη που υπέστησαν τα μέλη της, επιβάλλοντας ποινή ανάλογη στους καταστροφείς ή στους παραβάτες της αποστολής τους. Διότι είναι προφανές ότι όπως ο πολιτικός μεριμνά πρωταρχικά για τη διαφύλαξη των ιδίων του αγαθών, έτσι και ο «αντιεξουσιαστής» φροντίζει να εμπραγματώνει την ιδεολογία του, καταστρέφοντας ή «απαλλοτριώνοντας» τις ζωές ή τα περιουσιακά αντικείμενα των άλλων. Όχι τα δικά του.

     Το ερώτημα, ωστόσο, σε ό,τι αφορά ειδικότερα στο ρόλο της αστυνομίας έχει να κάμει με το σκοπό για τον οποίο προορίζεται. Διότι διαφορετικά θα εκπαιδευθεί και θα λειτουργήσει εάν προέχει η εκπλήρωση του δημοσίου συμφέροντος (η υπεράσπιση του πολίτη κ.λπ.) ή η εξυπηρέτηση των νομέων του κράτους. Για την πρώτη αποστολή απαιτείται η ανάλογη εκπαίδευση της αστυνομίας, όπως για παράδειγμα για την ασφάλεια της ζωής και της περιουσίας των ανθρώπων, για την παροχή συνδρομής στους έχοντες ανάγκη, για την φύλαξη των νόμων, για την σύλληψη της παραβατικής συμπεριφοράς και άλλα παρόμοια. Για την άλλη αποστολή δεν χρειάζεται η εκπαίδευση της αστυνομίας για να ανταποκριθεί στις αποστολές αυτές. Αντιθέτως ο αστυνομικός εκπαιδεύεται να είναι προσηνής στους νομείς του κράτους που εντέλλεται να υπηρετήσει, όπως για παράδειγμα να εκτελεί δουλειές (λ.χ. να πληρώνει τους λογαριασμούς, να φροντίζει τον κήπο, να ψωνίζει κ.λπ.) του σπιτιού, να εκπληρώνει χρέη οδηγού, καφετζή ή τηλεφωνητή, να πηγαίνει τα παιδιά στο σχολείο ή την σύζυγο στα μαγαζιά και στο πλαίσιο αυτό να ανταποκρίνεται στις πλείστες όσες κομματικές εργασίες.

     Είναι φυσικό ότι η αποστολή αυτή των «σωμάτων ασφαλείας» αφήνει μεγάλα περιθώρια αυτονόμησης του προσωπικού τους και, συνακόλουθα, εξυπηρέτησης του ιδίου συμφέροντος. Η διάσταση αυτή της λειτουργίας του αστυνομικού μπορεί να περιλαμβάνει τη συμμετοχή του στο οργανωμένο έγκλημα, την παροχή προστασίας ή υπηρεσιών ασφάλειας σε ιδιώτες, την επιλεκτική ασφάλεια των πολιτών που προστρέχουν στη βοήθειά του, την προσποίηση άσκησης του υπηρεσιακού του καθήκοντος κ.λπ.

     Στην επιλογή της ιδιοποίησης και, κατ' επέκταση, της εκτροπής του αστυνομικού έργου από τον δημόσιο σκοπό του, πρέπει να ειπωθεί ότι διαπιστώνεται μια πλήρης διακομματική συμφωνία. Στο κλίμα αυτό εγγράφεται και η ομολογημένη «συγκατάνευση» του πολιτικού προσωπικού σε διαστάσεις του οργανωμένου εγκλήματος, με αντάλλαγμα την ενίσχυση της εκλογικής του πελατείας (π.χ. η υπόθεση των Ζωνιανών) ή στη διαιώνιση της δυναμικής αμ-φισβήτησης του συστήματος (η περίπτωση της τρομοκρατίας ή των «αντιεξουσιαστών» φορέων της καταστροφής), μεταβάλλοντάς τους τελικά σε συνομιλητές και, ουσιαστικά, σε αντικειμενικούς συμμάχους στη νομιμοποίησή του.

     Σε κάθε περίπτωση, ο συνδυασμός της ιδιοποίησης του κράτους με την απαξίωση και την ουσιαστική διάλυση σημαντικών τομέων του, εξηγεί γιατί η παραβατική συμπεριφορά βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής, οι δε συντελεστές της έχουν επιλέξει τη συμμετοχή τους στο δημόσιο χώρο ως όχημα για την απόδοση τους στην κοινωνία, καθαγιασμένους και ευυπόληπτους. Κατά τούτο, μπορεί να θεωρηθεί ότι το κράτος αυτό λειτουργεί ως ένα δυνάμει λεηλατικό εκτροφείο, με το οποίο ανατροφοδοτείται η ανομία, η διαφθορά, το έγκλημα, η τρομοκρατία και η ιδεολογία της καταστροφής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον ευτελισμό του ιδίου, κυρίως όμως για την συνεπαγωγή της κοινωνίας σε κατάσταση ασφυξίας, για την ομηρία της χώρας και για την ύφανση καταλυτικών για το μέλλον της εξωτερικών εξαρτήσεων.

Απ’ το βιβλίο: Γιώργος Κοντογιώργης, 12/2008, Εκδόσεις Ιανός