Γιώργος Κοντογιώργης
Η θεμελιώδης αναντιστοιχία μεταξύ κράτους/συστήματος και κοινωνίας και, συνάμα, η απουσία κάθε σοβαρής επιχειρησιακής διάστασης που θα απαντούσε στις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, η βίωση, τελικά, ενός κλίματος αδιεξόδου ως σταθεράς από την πλευρά της κοινωνίας, σε συνδυασμό με την διάχυτη αρυθμία και απαξία των μηχανισμών του κράτους, αποτελούν τον βασικό τροφοδότη της τρομοκρατίας, του αντιεξουσιασμού και της ιδεολογίας της καταστροφής. Αν επομένως, η αντίδραση των νέων ιδωθεί υπό το πρίσμα της ολοκληρωτικής απαξίωσης των θεσμών, των ιδεών και των φορέων τους, θα πρέπει να συνομολογήσουμε ότι αυτή αρνείται όντως να συγκατανεύσει στην επιδοκιμασία τους και, περαιτέρω, να τους νομιμοποιήσει. Υπό την έννοια αυτή, η αποχή τους από τα πολιτικά δρώμενα, η βίαιη έκρηξη του Δεκεμβρίου, η συνάντησή τους με τον αντικρατικό χώρο, έχει ένα σαφές δικαιολογητικό έρεισμα. Θα έλεγα μάλιστα ότι οι εκδηλώσεις αυτές αποκτούν μια εξαιρετικά σημαντική θετική χροιά, καθώς αντιτείνονται στην ασχήμια και στην πρόκληση του κυνισμού που εκπέμπει η πολιτική τάξη και το κράτος.
Το υγιές αυτό κίνητρο, εντούτοις, ανήγγειλε εξυπαρχής το αδιέξοδο του, στο μέτρο που έγινε αντικείμενο οικειοποίησης προκειμένου να δικαιολογηθεί η καθολική αποδόμηση των θεμελίων της ελληνικής κοινωνίας. Την ίδια στιγμή διαπιστώνεται ότι η συνάντηση των νέων με τους «αντιεξουσιαστές» έγινε στη βάση όχι της υπέρβασης του συστήματος, αλλά ενός αιτήματος που συνέχεται με την εσωτερική του λειτουργία: με την αδικία που παράγει και όχι με εγγενείς δομικές λογικές που το κάνουν άδικο στη φύση του. Η θεμελιώδης αυτή δυσαναλογία δεν προκύπτει τόσο από τις συνέπειες που συμπαρέσυραν ιδίως τα ασθενέστερα στοιχεία του οικονομικού κύκλου (τους «μαγαζάτορες», τους υπαλλήλους κ.λπ.) όσο από την επιλογή της προσβολής των «συμβόλων» του πολιτισμού και της γνώσης. Προσβολή που αυτή καθεαυτή αναδεικνύει τη βαθιά αντιδημοκρατική και καταφανώς αντίθετη προς την πρόοδο λογική του «αντιεξουσιαστικού» χώρου. Κορυφαία εκδήλωση του φαινομένου αποτελεί η βεβήλωση του αγάλματος του Ρήγα στην πρόσοψη του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου. Ο Ρήγας αποτέλεσε έναν από τους μέγιστους πρωταίτιους της εθνικής ελευθερίας των Ελλήνων, δηλαδή της πολιτειακής εστίας που επιτρέπει στους φορείς της καταστροφής να μπορούν να διαδηλώνουν το φρόνημά τους. Το πιο ενδιαφέρον εντούτοις είναι ότι ο Ρήγας υπήρξε ο πρώτος και ίσως ο μοναδικός μέχρι σήμερα στοχαστής που επιχείρησε με έναν ιδιοφυή και καθόλα πρωτότυπο τρόπο να μεταστεγάσει το κεκτημένο της οικουμενικής κοσμόπολης στο πεδίο της αναδυόμενης μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας. Το σημαίνον στην περίπτωση αυτή έγκειται στο ότι το πρόταγμά του απεδείκνυε ότι ήταν εφικτή στη μεγάλη κλίμακα η συγκράτηση των τριών μεγίστων ανθρωποκεντρικών κατακτήσεων του ελληνικού κοσμοσυστήματος: του ταυτοτικού ολοκληρώματος της έννοιας του έθνους-κοσμοσυστήματος, της οικουμενικής κοσμόπολης/κοσμοκράτους και της δημοκρατίας, δηλαδή της πολιτείας που ενσαρκώνει το περιεχόμενο της καθολικής ελευθερίας/αυτονομίας. Το γεγονός ότι και τις τρεις αυτές κατακτήσεις τις υπερκέρασε η πρωτο-ανθρωποκεντρική νεοτερικότητα, επειδή ξεπερνούσαν εξ αποστάσεως την εποχή της και όχι όπως ισχυρίζεται διότι είναι ξεπερασμένες, δεν μας εμποδίζει να υποθέσουμε ότι θα αποτελέσουν τους ανθρωποκεντρικούς άξονες πάνω στους οποίους θα αναγκασθεί να κινηθεί ο νεότερος κόσμος εάν συνεχίσει να εξελίσσεται με πρόσημο την πρόοδο. Η ρύπανση του Ρήγα μπορεί να σημαίνει επομένως δυο τινά: ή ότι αγνοείται η «πολιτεία» του, οπότε το ερώτημα μετατίθεται στο πεδίο της παιδείας που μεταφέρει ο «αντιεξουσιαστικός» χώρος και, θα έλεγα, του ερμηνευτικού στίγματος της ελληνικής διανόησης. Ή ότι γνωρίζουν έστω κατά μικρόν τις ιδέες του και θέλησαν με την πράξη τους να συμβολίσουν την αντίθεσή τους στη δημοκρατία και στην πρόοδο. Και στις δυο περιπτώσεις, μπορεί να συναγάγει κανείς ότι η ελληνική κοινωνία βιώνει την τραγωδία της καθολικής ιδεολογικής και γνωσιολογικής αλλοτρίωσης της άρχουσας τάξης της.
Η διαπίστωση αυτή μπορεί να προϊδεάσει γιατί η ιδεολογία της καταστροφής του συστήματος εμφανίζει εκλεκτική συγγένεια με την ιδεολογία της αποδόμησης του ελληνικού κοσμοσυστήματος και της απόρριψης του προοδευτικού του κεκτημένου. Σημείο της συνάντησής τους αποτελεί η απέχθεια προς την πολιτειακή αυτονομία του σώματος της κοινωνίας των πολιτών. Οι μεν θιασώτες της αποδόμησης, επιδιώκουν, όπως είδαμε, την ηγεμονία των πυλώνων του πρωτο-ανθρωποκεντρικού τους συστήματος που εδράζεται στην δεσποτικού τύπου ιδιοκτησία. Οι δε οπαδοί της καταστροφής, αποβλέπουν στην εξαθλίωση της κοινωνίας ώστε να προστρέξει σ' αυτούς ως παράκλητη για τη σωτηρία της.
Είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι η ιδεολογία της καταστροφής -όπως και εκείνη της αποδόμησης- δεν οδηγεί στην επανάσταση ούτε στο μετασχηματισμό της κοινωνίας με πρόσημο την ελευθερία. Δεν συνάδει με την επανάσταση για τον απλό λόγο ότι υιοθετείται ως μορφή δράσης από κοινωνικούς διατάκτες και, ενδεχομένως, από κοινωνικά στρώματα που δεν διαθέτουν θετικό κοινωνικό και πολιτικό πρόταγμα για το μέλλον. Στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσε να καταγραφεί ως στάση ή ως εξέγερση, της οποίας όμως το κίνητρο ανάγεται στην απελπισία και, κατά τούτο, στοχεύει, από την πλευρά των απελπισμένων, στην ενσωμάτωση τους στο σύστημα με καλύτερους όρους όχι όμως στη μετάλλαξη του. Αντιθέτως, η επανάσταση αποβλέπει είτε στην ανασύνταξη των παραμέτρων (της οικονομίας, της πολιτικής κ.λπ.) της κοινωνίας σε μια βάση που θα διασφαλίσει την ηγεμονία τους είτε στη μεταβολή της σύνολης (κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής) πολιτείας ώστε η κοινωνία να συμμετάσχει με εταιρικούς όρους στη λειτουργία της. Η καταστροφή, στο πλαίσιο αυτό, στοχοποιεί μόνο ότι εμποδίζει τη δράση ή εγγράφεται ως αναπόφευκτη για την οικοδόμηση της επόμενης μέρας. Δεν καταγράφεται ως αυτοσκοπός ούτε ως μέσον εξαθλίωσης των μαζών προκειμένου να επιτευχθεί η αναγκαστική τους προσχώρηση στο «πελατειολόγιο» των φορέων της. Ώστε, η καταστροφή ως αυτοσκοπός ή ως πεδίο της «επανάστασης» αποτελεί μια κατεξοχήν αντικοινωνική και, γι' αυτό, αντεπαναστατική και αντιδραστική πρακτική που αποβλέπει αποκλειστικά στην πελατειακή πύκνωση των τάξεων των αυτουργών της. Κατά τούτο, όχι μόνο δεν συνδέθηκε ποτέ με μια προοδευτική προοπτική της εξέλιξης, αλλά και συνέβαλλε σταθερά στην επιτάχυνση της επιστροφής των δυσαρεστημένων κοινωνικών στρωμάτων στη θαλπωρή της κατεστημένης εξουσίας και στην ασφάλεια του συστήματος της πολιτικής κυριαρχίας, ενισχύοντας τη νομιμοποίησή του.
Η επανάσταση, από την πλευρά της, δεν καταστρέφει τα οικονομικά, πολιτισμικά ή άλλα θεμέλια της κοινωνίας. Οικειοποιείται το σύστημα, μετασχηματίζοντάς το προς την κατεύθυνση που επαγγέλλεται, ώστε δι' αυτού να καρπωθεί το γινόμενο του. Η επανάσταση απελευθερώνει την κοινωνία, δεν στρέφεται εναντίον της, δεν την ποδηγετεί ούτε δυσπιστεί προς αυτήν. Οι επαναστάσεις που ιδιοποιήθηκαν την εξουσία και χρησιμοποίησαν την κοινωνία ως υποστύλωμα της πολιτικής κυριαρχίας των φορέων τους, μετήλθαν την τρομοκρατία και μεταβλήθηκαν εντέλει σε αυταρχικά ή και ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Η ιδεολογία της καταστροφής, εξίσου με την ιδεολογία της αποδόμησης, διαλογίζεται προφανώς με τις προϋποθέσεις του 19ου και υπό μια έννοια του 20ου αιώνα, όταν το κοινωνικό πρόβλημα ετίθετο κατά τρόπο μονοσήμαντο και αποκλειστικά με όρους εξουσιαστικής διαμεσολάβησης των φορέων της πολιτικής. Στις μέρες μας το κοινωνικό πρόβλημα συνδυάζεται αφενός με τη διαπίστωση ότι η διαμεσολάβηση ως τρόπος πολιτικής «εκπροσώπησης» έχει εξαντλήσει τον ιστορικό της βίο και αφετέρου με το αίτημα της κοινωνίας των πολιτών να αναλάβει η ίδια έναν πιο ενεργό ρόλο στην πολιτική λειτουργία. Αν και το ζήτημα της πολιτειακής χειραφέτησης της κοινωνίας τίθεται για την ώρα σε ηθικές βάσεις, η αμφισβήτηση της λογικής της διαμεσολάβησης υπό το πρίσμα της οποίας εξακολουθούν να την αντιμετωπίζουν οι αυτόκλητες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις είναι δεδομένη. Και τούτο διότι γίνεται ολοένα και περισσότερο εμφανές ότι η έννοια της διαμεσολάβησης όχι μόνο δεν έχει αντιπροσωπευτικό πρόσημο, αλλά και ακυρώνει την αντιπροσωπευτική αρχή στη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής.
Η διαμεσολάβηση προσεγγίζεται εφεξής μάλλον υπό το πρίσμα της χειραγώγησης ενώ οι θεμιτές άλλοτε πρακτικές που νομιμοποιούσαν τις σχέσεις δύναμης και αντιμετώπιζαν το κανονιστικό περιβάλλον του συστήματος ως απλό «μέσον» για την πραγμάτωση του κοινωνικού σκοπού, ορίζονται ως συμπεριφορές που τρομοκρατούν τη σκέψη, την ελεύθερη έκφραση και τη δημόσια λειτουργία του πολίτη. Όσο η αμφισβήτηση της «αυθεντίας» της ηγεσίας και της διαμεσολάβησης διογκώνεται τόσο εκδηλώσεις που υπαγορεύει ο φόβος της απώλειας ρόλων πολλαπλασιάζονται. Η ιδεολογία της καταστροφής απεχθάνεται εξίσου με την ιδεολογία της εξουσίας τη λαϊκή χειραφέτηση και, κατ' επέκταση, την πολιτειακή αυτοθέσμιση της κοινωνίας. Και οι δύο θεωρούν ότι η «καθοδήγηση» αποτελεί αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα στο οποίο η κοινωνία οφείλει να συγκατανεύσει. Η «απαλλοτρίωση», η «κατάληψη», η «διαρπαγή» συνιστούν εκφορές αυτού του δικαιώματος, το οποίο λειτουργεί ως αντίβαρο στην εξουσιαστική ιδιοποίηση των συντεταγμένων πολιτικών δυνάμεων. Στην αντιπαράθεση αυτή, το κοινωνικό ή το δημόσιο αγαθό αποτελεί το λάφυρο όχι το διακύβευμα της ελευθερίας. Υπό την έννοια αυτή, η «κατάληψη» του δημοσίου χώρου, που έχει καθιερωθεί στο πλαίσιο του ελληνικού πολιτειακού περιβάλλοντος ως τρέχουσα και, μάλιστα, ως αυτονόητη πολιτική πρακτική των δυνάμεων της διαμεσολάβησης, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η ακραία εκδήλωση ιδιοποίησης ενός κοινωνικού αγαθού, που οδηγεί με ακρίβεια στην ομηρία της κοινωνίας.
Η θυματοποίηση της κοινωνίας ως μορφή αντιπαράθεσης μεταξύ των δυνάμεων της διαμεσολάβησης, υποδηλώνει την πρόταξη του ιδίου συμφέροντος ως τελικού σκοπού της πολιτικής, δηλαδή ως υπέρτερου του συμφέροντος του συνόλου. Εξού και οι φορείς της λογικής των «καταλήψεων» (για παράδειγμα οι παραταξιάρχες του πανεπιστημιακού χώρου), αρνούνται με βδελυγμία την όποια εκχώρηση του δικαιώματος του εντολέα στο σώμα της (εν προκειμένω φοιτητικής) κοινωνίας και, μάλιστα, του καθόλα δημοκρατικού δικαιώματος της κλήρωσης από τα μέλη της των εκπροσώπων στους θεσμούς. Από μια άλλη άποψη, η «κατάληψη» εμφανίζει μια εκλεκτική συγγένεια με την ιδεολογία της καταστροφής, ενώ την ίδια στιγμή ως μορφή δράσης, σε συνάφεια με τις προεκτάσεις της, ανάγεται στις πηγές της δεσποτικής λογικής της πολιτικής εξουσίας. Κατά τούτο, αποτελεί μια κατεξοχήν αντιδημοκρατική πρακτική με σαφείς αυταρχικές προεκτάσεις.
Υπάρχει λύση; Καθόλες τις ενδείξεις, η δυναμική της εξέλιξης προαναγγέλλει τη μετάβαση σε ένα σύστημα όπου το σώμα της κοινωνίας των πολιτών θα διεκδικήσει για τον εαυτό του έναν ρόλο εντολέα της πολιτικής εκπροσώπησης. Οι δυνάμεις που εξέχουν της κοινωνίας και διαμεσολαβούν το πολιτικό της διακύβευμα, θα υποχρεωθούν έτσι να λειτουργήσουν ως συνομιλητές της και όχι ως υφαντές ή εταίροι της εξουσίας. Με τον τρόπο αυτό, αντί οι κάτοχοι του συστήματος και, ουσιαστικά, οι γενεσιουργοί συντελεστές των προβλημάτων της κοινωνίας, να εμφανίζονται ως οι ειδικοί που θα την σώσουν από την άβυσσο στην οποία την ρίχνουν κάθε φορά, θα υποχρεωθούν να αναλάβουν την ευθύνη τους ως αντιπρόσωποι και ιδίως να λογοδοτήσουν.
Η δυναμική της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης» αναδεικνύει ακριβώς την αιτιολογία του προβλήματος: ότι δηλαδή το κοσμοσυστημικό ανάπτυγμα των παραμέτρων του ανθρωποκεντρικού γίγνεσθαι (της χρηματιστικής οικονομίας κ.λπ.) κάνει ανέφικτη εφεξής την εγκατάσταση μιας στοιχειώδους ισορροπίας μεταξύ της κοινωνίας και της πολιτικής που θα αποτρέπει την ολοκληρωτική ιδιοποίηση της τελευταίας, στο πλαίσιο του πολιτικού και κοινωνικοοικονομικού συστήματος της νεοτερικότητας. Εάν, με άλλα λόγια, η συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική παραμείνει ευκαιριακή και δεν αποκατασταθεί μια διαρκής θεσμική σχέση μεταξύ τους, η ανατροπή των συσχετισμών θα επιβαρύνει κατά τρόπο δραματικό το ισοζύγιο σε βάρος της κοινωνίας. Με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για την εθνική συνοχή και τη νομιμοποίηση του συστήματος.
Η θεμελιώδης αυτή επισήμανση αναγγέλλει ήδη ότι το διακύβευμα του μέλλοντος θα εστιάζεται ολοένα και περισσότερο στην «κοινωνικοποίηση» του συστήματος της πολιτείας και όχι, όπως στις ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού, στη διελκυστίνδα για τον έλεγχο του κράτους που το ενσαρκώνει. Σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος σήμερα θα είχε νομίζω πολλά να διδαχθεί από τη διαλεκτική της σχέσης ανάμεσα στην εξελικτική μεταβολή -που θα προδίκαζε την εγκατάσταση του σώματος της κοινωνίας των πολιτών στην πολιτεία- και στη νεοτερική εκδοχή της επανάστασης, η οποία θα επανέφερε ουσιαστικά το διακύβευμα του κοινωνικού ή του πολιτικού προτάγματος, στις απαρχές της πρωτο-ανθρωποκεντρικής μετάβασης, δηλαδή στην περίοδο μεταξύ του 18ου και του 20ου αιώνα.
Απ’ το βιβλίο: Γιώργος Κοντογιώργης, 12/2008, Εκδόσεις Ιανός