Xρήστος Γιανναράς
Σε δύο άρθρα του στην εφημερίδα το «Εθνος» (2 και 4 Αυγούστου 2009) ο καθηγητής και ακαδημαϊκός κ. Βασίλειος Μαρκεζίνης πρόσφερε στο ελλαδικό κοινό μια συντομογραφική παρουσίαση του «φαινομένου Νταβούτογλου»: Σκιαγράφησε την προσωπικότητα, τις απόψεις και τη σημασία του ρόλου που διαδραματίζει σήμερα στη διεθνή σκηνή ο νέος υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, η δυναμική των ιδεών του.
Η ανάγνωση των άρθρων γεννάει την ανάγκη να ευχαριστήσει κανείς τον καθηγητή Μαρκεζίνη για την εξαιρετικά γόνιμη πρόκληση και τη σοβαρότητα που κομίζουν οι προβληματισμοί του. Κατατίθενται στο κενό, στο τίποτα – η στελέχωση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών από τη σημερινή κυβέρνηση υπηρετεί αποκλειστικά μικροκομματικές σκοπιμότητες απίθανης φτήνειας, η ανικανότητα και η μικρόνοια καταντούν γραφική την εξωτερική μας πολιτική. Και το σκηνικό συμπληρώνεται από τους ανάλογης στάθμης «αρμόδιους» εκπροσώπους της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οσο για τις «δεξαμενές σκέψης» και «μελετών» διεθνολογικού προβληματισμού στην Ελλάδα, μοιάζει να κοπιάρουν τα μεταπτυχιακά ινστιτούτα της αλλοδαπής, όπου κάποτε σπούδασαν οι επιτελείς τους, ή την επεξεργασμένη πληροφόρηση με την οποία τους τροφοδοτούν «συμμαχικές» πρεσβείες. Το φαινόμενο Νταβούτογλου τούς είναι μάλλον «εξωτικό», υπερβαίνει τα ενδιαφέροντά τους.
Αλλά έστω και χωρίς ορατή ελπίδα, οι προβληματισμοί του καθηγητή Μαρκεζίνη παραμένουν γόνιμοι: υπάρχει ακόμα δυναμική ζύμη στην ελληνική κοινωνία, ανίσχυρη εκλογικά, αλλά φορέας των ζυμώσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε εκρήξεις ανατροπών. Αξίζει λοιπόν να συζητηθεί η πρόκληση Νταβούτογλου και ποια θα μπορούσε να είναι η ελληνική αξιοποίησή της.
Η συζήτηση δεσμεύεται από πολύ συγκεκριμένα δεδομένα: το 1926, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, η Τουρκία είχε 13 εκατομμύρια κατοίκους και η Ελλάδα 6,5 εκατομμύρια. Σήμερα η Τουρκία έχει 75 εκατομμύρια και η Ελλάδα 10. Το 2020 οι στατιστικές προβλέπουν για την Τουρκία 100 εκατομμύρια και για την Ελλάδα, το 2080, 2,5 εκατομμύρια.
Το δόγμα περί αναλογίας εξοπλισμών 7 προς 10 έχει από χρόνια εγκαταλειφθεί. Η ελλαδική ρητορεία για το «αξιόμαχον και ετοιμοπόλεμον» των Ενόπλων Δυνάμεων μοιάζει με συναισθηματική γραφικότητα, όταν όλοι (φίλοι και επίβουλοι) ξέρουν ότι:
Η θητεία μειώνεται συνεχώς με τη λογική της ψηφοθηρίας, όχι των αναγκών της άμυνας.
Ο εξοπλισμός της χώρας είναι η χρυσή ευκαιρία για λεηλασία δημόσιου χρήματος από τους πολιτικούς, τα κόμματα, τους μεσάζοντες, όχι για εκσυγχρονισμό της άμυνας.
Το κράτος, στο σύνολο των λειτουργιών του είναι «μπάχαλο» ανοργανωσιάς, ραστώνης και διάλυσης, δεν γίνεται να αποτελούν εξαίρεση οι Ενοπλες Δυνάμεις.
Το πιο ασφυκτικό από τα δεδομένα που οριοθετούν τη συζήτηση για την «πρόκληση Νταβούτογλου» είναι η διαφορά στο «φρόνημα» των δύο λαών: η τουρκική πολιτεία, με οποιαδήποτε κυβέρνηση, καλλιεργεί στα σχολειά και στον δημόσιο βίο ένα ζωντανό πατριωτισμό, εξωραϊσμένη (συχνά και πλαστογραφημένη) ιστορική συνείδηση, αίσθημα συλλογικής αξιοπρέπειας, περηφάνιας, ισχύος και διεθνούς κύρους της τουρκικής πατρίδας. Στην Ελλάδα η εκπαιδευτική πολιτική όλων των κομμάτων καλλιεργεί μεθοδικά τον αφελληνισμό της νεολαίας σαν προετοιμασία «αντίστασης» σε μια φαντασιωδώς επερχόμενη εθνικιστική χούντα. Κατασυκοφαντεί η εκπαίδευση στις συνειδήσεις των παιδιών την ιστορία του λαού τους. Τύπος και τηλεοράσεις χλευάζουν σαν περίπου φασισμό κάθε αναφορά σε πατρίδα, παράδοση, πολιτισμό. Στόχος και «νόημα» της οργανωμένης συλλογικότητας είναι μόνο να εξασφαλίζει με δάνεια τη μεγιστοποίηση της καταναλωτικής ευχέρειας των συνδικαλισμένων.
Εγκλωβισμένος στα ασφυκτικά αυτά δεδομένα ο τυχόν ανήσυχος Ελληνας πρέπει να διαλεχθεί με τα ρεαλιστικά και οξυδερκή πολιτικά οράματα του κ. Νταβούτογλου από θέσεως μηδενικής, κυριολεκτικά, ισχύος. Δεν έχει πια η Ελλάδα περιθώρια να διαπραγματευθεί παρά μόνο, έναντι οποιουδήποτε τιμήματος, την ιστορική συνέχεια ελληνικής παρουσίας στον 21ο αιώνα, τη διάσωση (αποτροπή εξαφάνισης) του ελληνόφωνου κρατιδίου. Οι Τούρκοι αποκλείεται να αγνοούν ότι μπορούν, οποιαδήποτε στιγμή θελήσουν, να καταλύσουν το διαλυμένο και διεφθαρμένο κρατίδιο που μόνο «επανίδρυση» θα το έσωζε. Βλέπουν και κρίνουν πόσο ανίκανοι είναι οι ελλαδίτες πολιτικοί να διαχειριστούν τα απλούστερα των προβλημάτων, πόσο το ενδιαφέρον τους εξαντλείται αποκλειστικά και αρρωστημένα στην εκλογή ή επανεκλογή τους.
Θα συζητούσαν, ίσως, οι Τούρκοι να δώσουν εγγυήσεις παράτασης της ελληνικής παρουσίας, αν πεισθούν ότι υπάρχει συμφερότερη γι’ αυτούς πολιτική από την τμηματική ή συνολική προσάρτηση των ελληνικών εδαφών. Το ενδεχόμενο διαπραγμάτευσης υποδηλώνεται στην περίπτωση Νταβούτογλου: Με τη δική του πολιτική λογική, συμφερότερη για την Τουρκία είναι η οθωμανική προοπτική αυτοκρατορίας, όχι η κεμαλική προοπτική του εθνικιστικού κρατισμού. Η αυτοκρατορία σήμαινε πάντοτε «τάξη πραγμάτων» (ordo rerum), το είδος της ειρηνικής συνύπαρξης διαφορετικών λαών και εθνοτήτων που εγκαινίασε η Ρώμη (pax romana), με άξονα ενότητας έναν ηγεμονικό λαό διαχειριστή κοινών για όλους πολιτιστικών προτεραιοτήτων.
Ο κ. Νταβούτογλου μοιάζει να θέλει την Τουρκία όχι σε ρόλο κρατικής «περιφερειακής υπερδύναμης» που υπηρετεί μιαν αμερικανική Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων και προϋποθέτει την «εσωστρέφεια» του κεμαλικού εθνικισμού. Θέλει την Τουρκία φορέα του ισλαμικού πολιτισμού, με ηγετικό ρόλο στην προαγωγή της συνύπαρξης χωρών που βρίσκονταν κάποτε κάτω από την οθωμανική κυριαρχία. Να αποκτήσει ο ισλαμικός πολιτισμός, στον γεωγραφικό χώρο της άλλοτε οθωμανικής επικράτειας, πολιτική προτεραιότητα έναντι του εθνικού κράτους, το οποίο, ως τυπικά δυτικό προϊόν, είναι δυσαφομοίωτο στην Ανατολή. Αρνείται ο Αχμέτ Νταβούτογλου την αφελή επιδίωξη των ΗΠΑ σήμερα: να ομογενοποιηθεί ο μουσουλμανικός κόσμος με βάση τον εκδυτικισμό του. Προσβλέπει όμως σε ένα Ισλάμ ανοιχτό προς τη Δύση, μετριοπαθές και συμβιβασμένο, γι’ αυτό και ζητάει την είσοδο της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Με αυτή την πολιτική λογική οι μόνοι με τους οποίους θα μπορούσε να συζητήσει ο κ. Νταβούτογλου (και τους χρειάζεται ως καταλύτη ρεαλισμού των στόχων του) είναι οι Ελληνες. Οχι οι «κεμαλικοί» Ελληνες, εθνικιστές κοραϊκοί, που συγκροτούν το σημερινό πολιτικό σύστημα και έχουν αναγάγει τον μηδενισμό σε επίσημη κρατική ιδεολογία. Αλλά οι Ελληνες που ξέρουν ότι για να μετέχουν δημιουργικά (και όχι παρασιτικά) στο γίγνεσθαι της δυτικής πρωτοπορίας, πρέπει να «μην ανήκουν» στη Δύση: να διασώζουν ενεργό και δυναμική την πολιτιστική τους ετερότητα. Με ποιες προϋποθέσεις η προτεραιότητα του πολιτισμού μπορεί να αναδείξει την Τουρκία άξονα μιας αυτοκρατορικής «ειρήνης» στον χώρο της άλλοτε οθωμανικής κυριαρχίας με όρους όχι αντιπαλότητας, αλλά συνεργασίας με τη Δύση; Αυτό μπορούν οι Ελληνες, για δεύτερη φορά στην Ιστορία, να το χειριστούν για λογαριασμό των Τούρκων αποτελεσματικά.
Αλλά η ανάλυση των προϋποθέσεων χρειάζεται μια δεύτερη επιφυλλίδα.
Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή - Ημερομηνία δημοσίευσης: 30-08-09