Σύγχρονοι θεατές, αρχαία αινίγματα και ο ρόλος του χορού

Πώς γίνεται σήμερα αντιληπτή η τραγωδία; Ποιοι είναι αυτοί που με μια φωνή υποδεικνύουν στους ήρωες τι θα πράξουν;
Βασίλης Καραποστόλης*

Οι κερκίδες των αρχαίων θεάτρων γεμίζουν και πάλι με πλήθη. Οι θεατές προσέρχονται, τακτοποιούνται στις θέσεις τους, παρακολουθούν την παράσταση και επισφραγίζουν το τέλος της με ένα χειροκρότημα, που πιο πολύ και από το να ανταμείβει τους ηθοποιούς, σκεπάζει τις πολλές απορίες που γεννήθηκαν στο κοινό.

Είναι, πράγματι, αδύνατον να μην απορήσει ο σύγχρονος θεατής για τον τρόπο με τον οποίο οι ήρωες στην αττική τραγωδία βιώνουν τα πάθη τους. Τα βιώνουν φωναχτά! Τους βλέπουμε να ανακοινώνουν αυτά που εμείς θα θεωρούσαμε μύχιες υποθέσεις μας, σε μια περίεργη ομάδα συμπολιτών τους που τους περιτριγυρίζει, τους ακούει, τους θέτει ερωτήματα και τους δίνει τη γνώμη της. Είναι ο χορός, αυτό που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο δυσκολεύεται να καταλάβει σήμερα ο θεατής. Γιατί να παρουσιάζονται οπωσδήποτε αυτοί οι μεσολαβητές; Γιατί να ανακόπτουν κάθε τόσο τη δράση;

Αν ήταν ειλικρινείς, οι περισσότεροι από τους θεατές θα ομολογούσαν ότι το νόημα που έχουν οι παρεμβολές του χορού τους ξεφεύγει. Το πολύ πολύ να δεχθούν τον παρηγορητικό του ρόλο. Κατανοητό να δέχεται ο ήρωας εκδηλώσεις συμπαθείας ή οίκτου από κάποιους που δεν βρίσκονται στην ίδια μ’ εκείνον οδυνηρή κατάσταση. Αυτό το καταλαβαίνει ο θεατής. Του το έχει μάθει, άλλωστε, η εποχή του πως οι άλλοι είναι αρκετά χρήσιμοι, όταν μπορούν να του πουν δυο λόγια συμπονετικά, για να μη νιώσει πως είναι ολότελα μόνος. Αλλά πέρα απ’ τα λόγια συμπαράστασης υπάρχουν και οι παραινέσεις. Ο χορός συμβουλεύει τον ήρωα, του υπενθυμίζει πράγματα που μες στα πάθη του τα ξεχνά. Και είναι τότε που στις κερκίδες αρχίζουν να πλανώνται ερωτήματα.

Οι «ειδικοί»

Ποιοι είναι αυτοί, που όλοι μαζί, με μια φωνή, υποδεικνύουν στους ήρωες το τι θα πράξουν; Δεν είναι ένας ή δύο κοντινοί φίλοι, δεν είναι ούτε και κάποιοι ειδικοί στη χορήγηση συνταγών ευτυχίας, σαν κι αυτούς που στις μέρες μας πληρώνονται για να δείχνουν στους πελάτες τους πώς να παίρνουν μια απόφαση, πώς να στεριώνουν ένα γάμο, ή πώς να βρίσκουν τη σιγουριά που τους λείπει. Οι ειδικοί υπόσχονται στους πελάτες τους ότι θα τους μάθουν να ζουν και οι πελάτες όταν πάνε στο θέατρο λειτουργούν κι εκεί σαν πελάτες: περιμένουν να δουν στη σκηνή τη ζωή σαν ψυχόδραμα με θεραπευτική κατάληξη.

Πλην όμως, το έργο τούς διαψεύδει· αυτό που βλέπουν δεν μοιάζει καθόλου με το δράμα ενός προσώπου ή ενός χαρακτήρα. Βασανίζεται, βέβαια, ο ήρωας από εσωτερικές αμφιβολίες, δεν σπαράσσεται όμως έως το τέλος, δεν καταποντίζεται σε βάθη ανοιγμένα στη συνείδησή του. Αν ήταν ο Άμλετ, ο Οθέλλος ή η Έντα Γκάμπλερ, θα πάλευε με αλληλοσυγκρουόμενες επιθυμίες και φόβους κι ένα μέρος της έντασης και της σαγήνης που ασκούν τέτοια έργα οφείλεται ακριβώς στο ότι οι κρυφές αυτές τρικυμίες δεν βγαίνουν στο φως παρά μόνο βίαια και αθέλητα. Πόση διαφορά με τους αρχαίους ήρωες, με τους αρχαίους Ελληνες! Αυτοί δεν διστάζουν καθόλου να απευθυνθούν στους ομοίους τους. Ανακοινώνουν τον πόνο τους που χωρίς δημόσιους μάρτυρες θα ήταν όχι μόνο πιο οξύς αλλά και άγονος.

Όταν η Ηλέκτρα, η Αντιγόνη ή ο Οιδίπους συνδιαλέγονται με τον χορό, δεν καταφαίνεται, όπως νόμισαν μερικοί Δυτικοί μελετητές, η αδυναμία τους να μείνουν μόνοι με τη δυστυχία τους, καταφαίνεται, αντίθετα, η δύναμή τους να εμπιστεύονται εκείνους με τους οποίους ενώνονται κάτω από την ίδια μοίρα. Κοινότητα των θνητών, κοινότητα των ομοιοπαθών. Από εδώ ξεπροβάλλει ο χορός. Είναι ο εκπρόσωπος της κοινότητας, επιφορτισμένος να βγάλει αποστάγματα από την πείρα του καθενός κι αυτή την πείρα να την προσφέρει σε όποιον πληγώνεται ατομικά.

«Κοινή γνώμη»

Ο νεώτερος δυτικός πολιτισμός απομακρύνθηκε απ’ αυτή την αντίληψη τόσο πολύ ώστε σήμερα να μην μπορεί να βάλει στη θέση της κοινής πείρας ή της κοινής αίσθησης τίποτα - εκτός από την κενολογία της «κοινής γνώμης». Αφού ύμνησε αρχικά το άτομο, στη συνέχεια το εγκατέλειψε στην τύχη του. Το έκανε ανίκανο να διακρίνει κάτι που να διασυνδέει τα παθήματα και τις χαρές ενός ανθρώπου με τα παθήματα και τις χαρές ενός άλλου. Όσα συνέβαιναν έξω από την ιδιωτική σφαίρα έπαιρναν την όψη απειλητικά ασυναρμολόγητων φαινομένων. Έτσι, οι άνθρωποι αποσύρθηκαν προς τα μέσα· αμύνθηκαν με την ενδοστρέφεια, μετέτρεψαν τα πάντα σε «ψυχολογία». Όσο για το δυτικό θέατρο η εξέλιξη ήταν ανάλογη: βασιλιάς στη σκηνή ανεδείχθη ο μονόλογος με τον οποίο τα πρόσωπα αυτοαναλύονται και αυτοδιαιρούνται σε κομμάτια από τα οποία ουδέποτε όμως προκύπτει σύνθεση.

Έπειτα απ’ όλα αυτά πώς να καταλάβει ο θεατής τις νουθεσίες και τα γνωμικά του αρχαίου χορού; Αυτοί οι γέροντες ή οι γυναίκες, οι τόσο καλά συντονισμένοι μεταξύ τους, μιλούν επιγραμματικά για τον «κόσμο». Ο θεατής, όμως, θα προτιμούσε να μιλούν για τη «δική του περίπτωση». Δεν συμβαίνει αυτό, κι εκείνος ξαναγυρίζει απογοητευμένος στο σπίτι του. Τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτόν; Ας του ευχηθούμε τουλάχιστον, την επόμενη φορά που θα πάει σε παράσταση να πάρει μαζί του λιγότερο «εαυτό».

 

*Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή - Ημερομηνία δημοσίευσης: 25-08-13