Οι αδυναμίες μάς δίνουν δύναμη;

Σκέψεις για τον ελληνικό χαρακτήρα με αφορμή τις τελευταίες ελεεινολογίες
Βασίλης Καραποστόλης*

Με όσα γίνονται τον τελευταίο καιρό μπαίνει κανείς στον πειρασμό να ασπασθεί το αξίωμα ότι καλύτερα ένας λαός να είναι ελαττωματικός παρά να μην είναι τίποτα. Γιατί, πράγματι, οι καταδικαστικές βολές, οι ελεεινολογίες, οι μυκτηρισμοί που έχουν για στόχο τους τον χαρακτήρα των συγχρόνων Ελλήνων, εκεί οδηγούν. Κατήγοροι κάθε λογής φορτώνουν στον πληθυσμό όλα τα κουσούρια που θα χρειάζονταν για να θεωρηθεί ο πληθυσμός αυτός οριστικά χαμένος: φαίνεται πως τον έχει σφραγίσει η διαφθορά, η οκνηρία, η κουτοπονηριά. Σημαδεμένος με όλα αυτά τα γνωρίσματα ένας λαός θα έπρεπε να σέρνεται εδώ και αιώνες μες στην εξαθλίωση. Δεν συνέβη έως τώρα αυτό. Αλλά οι κριτές επιμένουν. Παρατηρώντας με οίκτο ανάμεικτο με απέχθεια το τεράστιο λαϊκό ζώο να τσαλαβουτάει στο βούρκο του, του στέλνουν το ύστατο μήνυμα: ανορθώσου, βγες απ’ τη λάσπη, γίνε άνθρωπος! Μεταμορφώσου από τη μια στιγμή στην άλλη!

Δεν ξέρει κανείς εάν σ’ αυτές τις παροτρύνσεις των αφ’ υψηλού εξυγιαντών της ζωής μας υπερισχύει η υποκρισία ή η ρηχότητα. Το βέβαιο είναι ότι τα δύο αυτά συνδυάζονται εύκολα. Αφενός οι τιμητές κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν ότι σ’ ένα ζωντανό σώμα -και κάθε κοινωνικό σύνολο τέτοιο είναι- δεν μπορεί το κεφάλι να καταδικάζει τα χέρια και τα πόδια. Αφετέρου οι μομφές αυτές είναι επιπόλαιες, γιατί ξεχνούν το πασίγνωστο: ότι καμιά αλλαγή στις στάσεις και τη συμπεριφορά ενός λαού δεν μπορεί να έρθει μέσα σε σύντομο χρόνο και ούτε με τη μέθοδο μιας βίαιης παιδαγωγικής.

Αλλού όμως βρίσκεται το μείζον πρόβλημα. Είναι ότι κάθε εισαγγελική και τιμωρητική αντίληψη που εφαρμόζεται στα κοινωνικά ζητήματα χάνει από τα μάτια της το εξής θεμελιώδες: ότι εφόσον δεν γίνεται να εξαφανιστούν μερικά ελαττώματα, επιβάλλεται να βρεθεί τρόπος ώστε, τουλάχιστον, να αναδειχθεί και να ενεργοποιηθεί η θετική τους πλευρά. Δεν υπάρχει ελάττωμα που να μην μπορεί ώς ένα βαθμό να αξιοποιηθεί. Αυτή είναι μια πραγματική δυνατότητα που μας τη δείχνει τόσο η ιστορία όσο και οι καθημερινές εμπειρίες. Πάρτε για παράδειγμα τη ροπή προς την ανομία που χαρακτηρίζει μερικά άτομα. Εάν αφεθεί ανεξέλεγκτη αυτή η ροπή θα δώσει ασυγκράτητους άρπαγες, ληστές, πειρατές. Μόλις όμως εμφανιστεί η σταθερή και αποφασισμένη θέληση κάποιου άλλου που θα σταθεί εμπόδιο στον δρόμο τους όχι απλώς για να ανακόψει τους αδέσποτους, αλλά για να στρέψει την ορμή τους σε άλλη κατεύθυνση, τότε είναι πιθανόν οι σκληροτράχηλοι παραβάτες των νόμων να μπουν στο καινούργιο αυλάκι που ανοίχθηκε μπρος τους. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη με τους κλέφτες και τους αρματολούς λίγο πριν από την εθνεγερσία κατά των Οθωμανών; Και δεν συντελέστηκε μια παρόμοια «μεταποίηση ενέργειας» με τους ζωοκλέφτες που στη διάρκεια της Κατοχής στελέχωσαν τις αντάρτικες οργανώσεις;

Τα ανάλογα ισχύουν στην οικονομία και την κοινωνική ζωή. Το παν είναι να αντιληφθούμε ότι τα στοιχεία που απαρτίζουν μια κοινωνία συναρτώνται οργανικά μεταξύ τους και ότι επιπλέον η κακή επίδραση του ενός μπορεί να αντισταθμιστεί είτε από την καλή επίδραση ενός άλλου είτε από μια εσωτερική «διάσπαση» του αρνητικού στοιχείου που θα εξισορροπούσε κάπως τις βλαπτικές του συνέπειες. Γινόμαστε μήπως πολύ θεωρητικοί την ώρα που ο κόσμος καίγεται; Μα πώς είναι δυνατόν σ’ αυτόν τον τόπο που λάτρευε πάντα τη θεά Ομήγυρη να μη συζητήσουμε μεταξύ μας για τη φωτιά προτού να ριχτούμε καταπάνω της; Οι αγορεύσεις, οι λογομαχίες ή και το κουβεντολόι αν θέλετε είναι ένα μέρος της εθνικής παθολογίας μας, αλλά την ίδια στιγμή αποτελούν και ένα είδος γυμνάσματος.

Συχνά παρατραβούν, πράγματι, οι σχολιασμοί και οι εικοτολογίες - από την εποχή του Ησιόδου και του Αριστοφάνη έως εκείνη του Ροΐδη και μέχρι σήμερα δεν έχει εξασθενίσει πολύ αυτό το χούι να φέρνουν οι ντόπιοι τα γεγονότα στο στόμα τους για να τα αναπλάσουν, αμελώντας συχνά να τα αντιμετωπίσουν άμεσα. Η συνήθεια άντεξε λοιπόν πολύ στον χρόνο. Δύσκολα επομένως θα αλλάξει δραστικά. Εάν, ωστόσο, υπάρχει μια παθητικότητα σ’ αυτήν την παράδοση, δέστε και πόση ενεργητικότητα κρύβει. Σε μια συντροφιά που συζητάει σήμερα ώρες ατέλειωτες για την κρίση και το Μνημόνιο και όπου ο καθένας θέλει να λέει τη δική του εκδοχή για τα πράγματα («τι ψωροέπαρση!» θα έλεγε ένας ειδήμων. Τι «κοπανισταί αέρος» είναι τούτοι, θα αναφωνούσε κι ο Ροΐδης), είναι γεγονός ότι από τη μια μεριά η ανθρώπινη ενέργεια σπαταλιέται, από την άλλη, όμως, ακονίζεται η επιχειρηματολογία και η διάθεση να έχει κανείς γνώμη και να τη λέει ανοιχτά τη γνώμη του και κατόπιν να την ακολουθεί έως έξω, στον δρόμο. Από τις σπιτικές κουβέντες μπορούν να γεννηθούν κινητοποιήσεις στους δρόμους. Από τις απεραντολογίες ένας ξαφνικός και συγκεκριμένος θυμός. Από τη γλώσσα που δουλεύει ροδάνι μια κραυγαλέα απόφαση να απαιτηθούν αλλαγές.

Έτσι ζουν οι κοινωνίες. Η κάθε μια με τον δικό της τρόπο. Και όποιοι φαντάζονται ότι με ειδικά «μεταρρυθμιστικά μέτρα» θα κάνουν έναν λαλίστατο πληθυσμό να καταπιεί τη γλώσσα του ώστε να δουλεύει στο εξής πιο αποδοτικά, σιωπηλός και συγκεντρωμένος, πελαγοδρομούν σε κάποιες φαντασιώσεις τους περί παγκοσμίου και ορθού μοντέλου ζωής. Δεν σημαίνει βέβαια αυτό ότι δεν είναι χρήσιμο να περιοριστεί η φλυαρία και το αναμάσημα των άλλοθι. Άλλο όμως είναι να ζητάς οι συζητήσεις να είναι πιο ουσιώδεις πολιτικά, και άλλο να λες ότι με την πολιτικολογία χάνεται πολύτιμος χρόνος. Για να τον κάνουμε, τελικά, τι τον χρόνο;

 

* Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή - Ημερομηνία δημοσίευσης: 11-03-12