Ποιος θα παρακινήσει ποιους;

Χρειάζεται η ηγεσία να εμφανιστεί αυτοπροσώπως και να δείξει αν μπορεί να διατρέξει κινδύνους ή να χαθεί
Βασίλης Kαραποστόλης*

Δεν είναι καινούριο φαινόμενο στην Ελλάδα να ζητάνε τόσο πολλοί κάτι που τόσο λίγοι να πιστεύουν πως θα ’ρθει. Ζητάνε νέους ηγέτες. Αλλά την επόμενη στιγμή η δυσπιστία τους παίρνει τον λόγο και τους λέει να μην ξεχνάνε τα παλιά διδάγματα. Πράγματι, το παρελθόν έχει δείξει πόσο δύσκολο είναι στον τόπο μας να ξεχωρίσει, να επιβληθεί και να κρατηθεί στη θέση του ο Ένας. Το πρόβλημα αυτό έχει σχέση με τη διάκριση ανάμεσα στη φιλοπρωτία και τη φιλαρχία κι αξίζει να σταθούμε εδώ. Οπως παρατήρησε κάποτε ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, οι πρωταγωνιστές κατά τον Αγώνα εναντίον των Οθωμανών χαρακτηρίζονταν συχνά από μια συμπεριφορά αμφίρροπη. Στους πολιτικούς ανταγωνισμούς μεταξύ τους επεδίωκαν μεν να επικρατήσουν των αντιπάλων τους, όχι όμως ολοκληρωτικά, όχι αναλαμβάνοντας την πλήρη ευθύνη της αρχηγίας σε όλους τους τομείς. Οι παλινωδίες τόσο του Κολοκοτρώνη όσο και του Μαυροκορδάτου είναι χαρακτηριστικές. Θέλουν και οι δύο να είναι πρώτοι, αλλά διστάζουν να είναι γενικοί αρχηγοί.

Η αντίφαση αυτή είναι χαρακτηριστική για κάθε περιοχή του δημοσίου βίου και δεν περιορίστηκε μόνο στα χρόνια εκείνα. Συνεχίζεται έως τις μέρες μας. Και σήμερα υπό την πίεση της παρούσας κρίσης μπορούμε να προσδιορίσουμε τις συνέπειές της. Η βασική συνέπεια είναι μία, αλλά έχει δύο όψεις. Η πρώτη δείχνει τον εκάστοτε ιθύνοντα να αποφεύγει να αναλάβει δράση πραγματικά καθοδηγητική. Η άλλη όψη δείχνει τους πολλούς να στέκουν επιφυλακτικοί απέναντι σ’ έναν ηγέτη που φαίνεται ανέτοιμος να τους παρακινήσει. Είναι προφανές ότι ο κόμπος λύνεται με έναν και μόνο τρόπο: με την πρωτοβουλία που θα ήταν δυνατόν να πάρει ο ηγέτης ώστε να πραγματώσει αυτό που είναι ο ίδιος μόνον κατ’ όνομα. Και τούτο συνέβη, όντως, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως μαρτυρεί τόσο η ιστορία όσο και η κοινωνική εμπειρία διαφορετικών γενεών. Υπήρξαν, πράγματι, στιγμές κατά τις οποίες οι ιθύνοντες στον ελλαδικό χώρο μπόρεσαν να απευθυνθούν πειστικά και το κυριότερο να συνεγείρουν τους πιο παθητικούς, επειδή το ένστικτο τούς κατηύθυνε σε μια ριζική και από όλους ομολογημένη αλήθεια: ότι στη χώρα μας εάν δεν αναλωθεί κανείς έως το τέλος, δεν πείθει κανέναν για την αξία του. Είναι ανάγκη, πράγματι, αυτός που λόγω θέσης ή τίτλου συμβολίζει το ιδεατό (π.χ. την ιδέα της χρηστότητας, της συνέπειας, ή ακόμη και της αποτελεσματικότητας) να «υλοποιεί» προσωπικά ό,τι συμβολίζει. Για να εμπνεύσει το ιδεατό πρέπει να παρουσιαστεί με σάρκα και οστά. Τότε είναι πιθανόν να αλλάξουν πολλά: μπορεί να υπάρξει εμψύχωση, ενθουσιασμός. Αλλά μπορεί, εάν η ανθρωποποίηση αυτή του ιδεατού πάει λίγο στραβά, να συμβεί το αντίθετο και να εξαπλωθεί το δηλητήριο της διάψευσης.

Ανθρωποφαγική χώρα

Απ’ αυτή τη σκοπιά πρέπει να ερμηνεύσουμε εκείνο που συχνά καταγράφεται στις αυτοβιογραφίες πολιτικών ανδρών, αλλά και άλλων που μπήκαν στις περιπέτειες του κοινού βίου: ότι η Ελλάδα είναι χώρα ανθρωποφαγική. Το συναντά κανείς στα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, σε επιστολές του Χαρίλαου Τρικούπη, του Ελευθερίου Βενιζέλου, του Ιωνος Δραγούμη ή και στις μαρτυρίες συναγωνιστών του Αρη Βελουχιώτη και πολλών άλλων. Την ανθρωποφαγία όμως πρέπει να την εννοήσουμε και πάλι με δύο σημασίες. Σύμφωνα με την πρώτη τα ικανά άτομα είναι δυνατόν να καταβροχθιστούν ολόκληρα από μια κοινότητα εθελότυφλη, η οποία δεν θέλει να δει την αξία τους. Από την άλλη όμως, κι αυτή είναι η δεύτερη σημασία, διατηρείται σ’ ένα μέρος της κοινότητας η δίψα να αντληθούν από τους πιο ικανούς όλες οι δυνάμεις τους, όλο το αίμα τους ώστε να μπορέσει η κοινότητα να κρατηθεί η ίδια ζωντανή. Η ανθρωποφαγία είναι μια ανάγκη των πολλών για ζωογόνηση με το αίμα των λίγων, των εκλεκτών.

Αν το λάβουμε αυτό σοβαρά υπόψη, μπορούμε να πούμε τι χρειάζεται σήμερα για να έρθει η κινητοποίηση των συλλογικών μας δυνάμεων. Χρειάζεται οι ιθύνοντες σε όλα τα επίπεδα να κατέβουν στη βάση, για να δοκιμαστούν, να πείσουν, να εμπνεύσουν ή, διαφορετικά, να καταστραφούν. Χρειάζεται η ηγεσία να εμφανιστεί αυτοπροσώπως και να δείξει αν μπορεί να διατρέξει κινδύνους, να υποστεί ζημίες ή να χαθεί. Το «θνήσκειν» και το «γίγνεσθαι» είναι σε μας δεμένα άρρηκτα. Πρέπει να θυσιαστεί κάτι αρκετά μεγάλο προκειμένου να γεννηθεί ακόμη και κάτι μικρό.

Ζωντανή παρουσία

Υπ’ αυτή την έννοια δεν θα υπάρξει ανασυγκρότηση της χώρας, αν τόσο στη σφαίρα της πολιτικής όσο και της διοίκησης και της εργασίας οι ιθύνοντες δεν προσφέρουν τη ζωντανή παρουσία τους και δεν συνδεθούν ενεργά, και παραδειγματικά, με τους υφισταμένους για την εκτέλεση των ανειλημμένων έργων. Απαιτείται η αυτοπρόσωπη παρουσία του υπουργού μέσα στα έργα του υπουργείου του. Απαιτείται το ίδιο για τον διευθυντή μιας δημόσιας υπηρεσίας ή μιας επιχείρησης και επίσης το ίδιο για τον εκπαιδευτικό. Οι αγρότες περιμένουν την επιτόπια επίσκεψη των γεωπόνων, οι δάσκαλοι την επιτόπια συνεργασία μ’ έναν σύμβουλο ψημένο μες στα σχολικά προβλήματα. Τίποτα δεν μπορεί να γίνει εξ αποστάσεως σε μια χώρα που τρέφεται με την εγγύτητα. Ούτε πολιτική εξ αποστάσεως είναι δυνατή, ούτε παραγωγή, ούτε εκπαίδευση. Για να αναληφθεί, επομένως, οποιοδήποτε έργο διαρκείας είναι ανάγκη αυτοί που το διευθύνουν να μην είναι απλώς οι εγκέφαλοι που το συνέλαβαν, αλλά η ψυχή και το σώμα του. Η μεγαλύτερη θεσμική αλλαγή που θα μπορούσε να γίνει στην Ελλάδα, είναι να εγκατασταθούν οι ιθύνοντες στους θεσμούς. Δίχως αυτό, οποιαδήποτε ανάπτυξη και οποιαδήποτε ανασυγκρότηση θα παραμείνουν χίμαιρες για μια ακόμη φορά.

 

* Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή - Ημερομηνία δημοσίευσης: 19-02-12