Ελληνες, Ρώσοι, Ισπανοί και Ινδοί απέναντι στις οδύνες
Βασίλης Kαραποστόλης*
Όλοι το βλέπουν πως τα χρόνια που έρχονται θα είναι τα χρόνια μιας θητείας σε πόνους. Με ποιον τρόπο όμως θα θητεύσουμε; Είναι άλλο πράγμα να βάζεις άρον άρον τη στολή σου και βλαστημώντας τους πάντες (και τον εαυτό σου μαζί), να τραβάς την πορεία σου και άλλο να προχωράς με το βήμα εκείνου που νιώθει πως από μέσα του δεν του αφαιρέθηκαν όλα. Ποιος λοιπόν θα είναι ο βηματισμός μας;
Χωρίς αμφιβολία οι απαντήσεις που δίνουν στα βάσανά τους διαφορετικοί λαοί αποκαλύπτουν το βάθος και τη διάρκεια των δοκιμασιών τους, αλλά και τις δυνάμεις που επιστρατεύονται για να τις αντιμετωπίσουν. Οι Ινδοί, για παράδειγμα, αμύνονται με εκείνη την απάθειά τους που όσο κι αν τη μελέτησαν οι Δυτικοί -και όσο κι αν τη μαϊμούδισαν σε διάφορα «κέντρα γιόγκας»- παρέμεινε γι’ αυτούς ακατανόητη. Έβλεπαν τους βουδιστές να αποσύρονται με τον διαλογισμό τους από τον κόσμο τον γεμάτο αγκάθια, και νόμιζαν ότι αποτραβιούνται σε κάποιο ησυχαστήριο χτισμένο εντός τους. Αυτό ήταν το σφάλμα των δυτικών παρατηρητών. Γιατί ο ζηλωτής της αυτοσυγκέντρωσης στην πραγματικότητα μεταφερόταν έξω από τον εαυτό του, σε ένα Όλον μέσα στο οποίο χωνευόταν η συνείδησή του. Άντεχε στις οδύνες γιατί είχε πάψει να έχει ένα «εγώ». Ποιον να χτυπήσουν τα βέλη του κακού, αφού δεν υπήρχε εστία, δεν υπήρχε προσωπική επιφάνεια πάνω στην οποία να καρφωθούν; Η ύπαρξη διαλυόταν σε άπειρα μόρια και ο άνθρωπος έφτανε στην αταραξία με το να καταργεί τα σημεία επαφής του με τον πόνο.
Στους αντίποδες θα βρούμε τη ρώσικη στάση. Οχι μόνο δεν θωρακίζουν την ψυχή και το σώμα τους οι Ρώσοι, αλλά τα εκθέτουν σε συνεχείς τριβές και ταλαιπωρίες. Θέλουν να δουν ως πού φθάνει η δύναμη που είναι βέβαιοι πως έχουν, όταν τους επιτίθεται η πείνα κι η δίψα, όταν το ψύχος τούς κυκλώνει τόσο ολοκληρωτικά ώστε να φαίνεται ότι ο έξω παγετός μοιραία θα φέρει και την εσωτερική τους νέκρωση. Τότε ακριβώς είναι που αντιδρούν με τη μεγαλύτερη σφοδρότητα, αν τουλάχιστον δεχτούμε όσα μαρτυρούν για το πνεύμα του λαού αυτού οι μεγάλοι εξερευνητές του. Ακόμη κι ο Ντοστογιέφσκι απορούσε με το σθένος τους. Παρατηρούσε τυραννισμένους ανθρώπους γύρω του να διατηρούν στο βλέμμα τους μια κάποια αλλόκοτη θέρμη. Κάτι κρατιόταν ζεστό μέσα τους και τους εφοδίαζε μ’ ένα είδος χαρούμενης καρτερίας φτιαγμένης από «εμπιστοσύνη, άγνοια κι ελπίδα».
Σταθερή πίστη
Μοιάζει -ειδικά σήμερα- εξίσου ακατανόητο αυτό το σλάβικο σφρίγος με την ινδική εξαΰλωση. Από πού αντλούν τόση δύναμη οι κακοπαθημένοι Ρώσοι; Οι ίδιες οι πράξεις τους και η ιστορία τους μας το εξηγούν. Μας δείχνουν ότι διαθέτουν μια πίστη στη ζωή τέτοια που να τους επιτρέπει να νιώθουν απ’ ευθείας κληρονόμοι της. Ο,τι ζωντανό, ό,τι πηγαίο, ό,τι εκρηκτικό υπάρχει στο υπέδαφος της γης, θεωρούν ότι κυλάει ανεμπόδιστο στις φλέβες τους, για να τους μετατρέπει σε Ανταίους, όταν χρειάζεται. Χάρη στην πεποίθησή τους ότι η γήινη ζωή συμμαχεί μαζί τους, άντεξαν πολλά οι Ρώσοι. Αλλά πήγαν ακόμη πιο πέρα από το να αποκρούουν σθεναρά τις επιδρομές της μοίρας. Πιστεύοντας ότι αντλούν συνεχώς από το αρτεσιανό φρέαρ της ζωής, θέλησαν να διαπλάσουν επιπλέον κι έναν «νέο άνθρωπο». Τα δάκρυα, τον ιδρώτα και το αίμα τους να γίνουν λίπασμα για τη μελλοντική ανθρωπότητα. Εδώ -κι ας σκανδαλιστούν μερικοί- θα συναντηθούν ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι, ο Γκόρκι και ο Λένιν. Μπορεί κανείς να κρίνει όπως νομίζει αυτό το πείραμα - ένα όμως δεν δικαιούται να πει: ότι ήταν πείραμα εργαστηρίου. Αυτός ο λαός ό,τι κάνει, το κάνει βάζοντας στη φωτιά τα χέρια του.
Ας πάμε τώρα σε μιαν άλλη εύφλεκτη περιοχή. Στην Ισπανία αυτό που καίει δεν είναι, όπως στη Ρωσία, η επιθυμία για την ανύψωση της ζωής, είναι η επιθυμία για τη συνάντηση με το Απόλυτο. Αυτή η έλξη κι αυτή η ένταση υπαγορεύει στους Ισπανούς να περιφρονούν βαθύτερα την υποχρέωση να είναι προσαρμοστικοί, «ρεαλιστές». Χειρότερη ταπείνωση, εδώ, θεωρείται να μην μπορείς να διαβλέψεις κάτι το αόρατο πίσω από τα ορατά. Αυτή η ασυμβίβαστη ονειροπόληση θα αποφέρει το παραλήρημα της Αγίας Τερέζας, τις εξορμήσεις του Δον Κιχώτη, τις εξορμήσεις επίσης των θαλασσοπόρων κατακτητών, όπως και τις σκοτεινές δαιμονικές μορφές του Γκόγια, ή, σε εντελώς άλλη κατεύθυνση, τη μεθοδική αδιαλλαξία των Ιησουιτών. Αν όλοι αυτοί μπορούν να μη συντρίβονται από τα εμπόδια που ορθώνονται μπρος τους, είναι γιατί φαντάζονται έναν άγγελο, ή μια σαγηνευτική γυναικεία μορφή, ή και μιαν άγνωστη ήπειρο να υπάρχει πίσω απ’ τα φράγματα. Συμπέρασμα. Οι Ισπανοί αντέχουν τα βάσανα επειδή παθιάζονται. Οι Ινδοί επειδή είναι απαθείς. Οι Ρώσοι επειδή πιστεύουν. Κι εμείς;
Ραψωδοί της ζωής
Σε εμάς δεν υπάρχει ούτε η ικανότητα για λυτρωτική απάθεια, ούτε για ακραίο πάθος, ούτε για σταθερή πίστη. Τότε πώς καταφέραμε να μην κατρακυλήσουμε στην εξαθλίωση ενός λαού που θα ήταν άθυρμα των καταστάσεων; Μπορούμε να πούμε πως μας έσωσε η ασίγαστη επιθυμία για έκφραση. Υπομείναμε έως πρόσφατα όσα μας έτυχαν, με την προσδοκία ότι από τα δυσάρεστα θα φτιάχναμε μια διήγηση ή ένα τραγούδι. Κάποτε οι Έλληνες «έζων δι’ έναν έπαινον, κι απέθνησκον δι’ ένα τραγούδι». Σήμερα, είμαστε υποχρεωμένοι να μην ελπίζουμε σε επαίνους - είναι το πιο σπάνιο πράγμα. Πρέπει επίσης να ομολογήσουμε ότι το τραγούδι δεν βγαίνει πια από τα χείλη μας. Παρ’ όλα αυτά, κάτι μένει. Είναι η ανάγκη να ανακοινώνουμε τα δεινά μας, να κουβεντιάζουμε με τους ομοιοπαθείς, να παρασταίνουμε με χειρονομίες αυτά που δεν λέγονται - έχουμε ακόμη κάποια δυνατότητα να είμαστε ραψωδοί της ζωής. Θα ήταν καταδίκη, αν μας επέβαλαν να παραμείνουμε σιωπηλοί και συλλογισμένοι. Όχι, αδύνατον να γίνει αυτό. Πρέπει να το πάρουμε απόφαση: η περίσκεψη δεν είναι το ατού μας. Έχουμε μόνο την έκφραση. Άλλοι λαοί τη θεώρησαν σχεδόν σπατάλη. Για μας είναι μια πηγή δύναμης. Θα τη διατηρήσουμε;
* Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή - Ημερομηνία δημοσίευσης: 29-01-12