Συνειρμοί με αφορμή ένα όνομα

Νίκος Μανίκας

Ελλοπία: λίκνο των Ελλήνων μυθικό. Χώρα φανταστική, τόπος ακαθόριστος, ου τόπος.

Ελλοπία: η ελληνική ουτοπία. Δεν καθορίζει ο τόπος το ελληνικόν, αλλά ο τρόπος.

Έλληνες: ράτσες ανάμεικτες (Μεσόγειοι, Κάρες, Πελασγοί, Άριοι, Ανατολίτες, Σλαύοι, Βλάχοι, Αρβανίτες, Τουρκόσποροι - κάθε καρυδιάς καρύδι), τόποι απόμακροι (Δωδώνη, Ιωνία, Μαύρη Θάλασσα, Κάτω Ιταλία, Κύπρος, Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη, Αστόρια, Μελβούρνη, Καύκασος), διαδρoμές αποκλίνουσες, μα η γλώσσα ίδια και οι αναφορές κοινές.

Οι Έλληνες, πάντα ίδιοι: εραστές της ζωής, αφελείς, καυχησιάρηδες, φιλότιμοι, εριστικοί, φυγόπονοι και βολεψίες, γλεντζέδες, παρορμητικοί, ταξιδιάρηδες και έμποροι, επινοητικοί και πολυμήχανοι, φτιάχνουν κοινότητες και παρέες, πολιτικολογούν και αγορεύουν, θυμώνουν εύκολα καί ξεθυμώνουν ευκολότερα, τη μια στιγμή ήρωες την άλλη κιοτήδες, εκεί που μεγαλουργούν εκεί τα κάνουν μπάχαλο - και πάντα έτοιμοι, για ψύλλου πήδημα, να μηδίσουν.

Εδώ και τριάντα αιώνες, αλλάζει το όνομα (Γραικοί, Αργείοι, Έλληνες, Ρωμιοί), αλλάζουν τα σύμβολα, αλλάζουν τα κέντρα, αλλάζουν όλα και μετασχηματίζονται. Κι αλλάζοντας συνθέτουν το διαχρονικό ελληνικόν, ένα αόρατο νήμα, μίαν ουσίαν δευτέραν, αόριστη και άπιαστη, ωστόσο ζωντανή και δρώσα.

Η ελληνικότητα δεν εξαρτάται από τη φυλετική προέλευση, την τοπική καταγωγή, την κρατική ταυτότητα. Συναρτάται με τη μετοχή στην ελληνική παιδεία, δηλαδή σε ένα τρόπο θέασης του κόσμου καί του βίου.

Τρόπο, που επιβιώνει και διατηρεί την ιστορική του συνέχεια μέσα στους ατέλειωτους μετασχηματισμούς του, καθώς τους ενσωματώνει ως διαφορετικές εκδοχές του. Ο τρόπος ο ελληνικός είναι πολύτυπος. Η πολλαπλότητα είναι θεμελιώδες γνώρισμά του.

Το να είσαι Έλλην δεν είναι ιδιότητα, ούτε χαρακτηρισμός. Είναι επιλογή μετοχής σε κάποια σύνθεση εκδοχών του ελληνικού τρόπου. Επιλογή ελεύθερη, προσωπική, και άλλωστε πάντα ανακλητή.

Στην ελληνική παράδοση [για να ακριβολογήσω: στην παράδοση που αντιστοιχεί στη δική μου προσωπική πρόσληψη του ελληνικού], το εθνικό δεν είναι ζήτημα βιολογικό (γένος), γεωγραφικό (χώρα), οικονομικό (αγορά), πολιτικό (επικράτεια), κοινωνικό (τρόπος παραγωγής), συμβατικό κ.τ.τ. Είναι ζήτημα πολιτισμικό. Το έθνος δεν είναι οντότητα, αλλά δρόμος. Η εθνικότητα δεν είναι ταυτότητα, αλλά συνείδηση. Δεν είναι κατάσταση, αλλά ενέργεια -όπως άλλωστε και η ελευθερία. Το έθνος είναι ήθος, στάση ζωής, δομή άξιών, κοινό κριτήριο για το καλό και το κακό, το ωραίο και το άσχημο, το έντιμο και το ατιμωτικό, το σωστό και το λάθος, το σπουδαίο και το ασήμαντο. Ο κάθε εθνισμός είναι μια ιδιαίτερη, διαφορετική, συλλογική πρόσληψη του κόσμου, δηλαδή των σχέσεων με τη φύση, την ιστορία, τους άλλους ανθρώπους και τον εαυτό μας. Συνιστά έτσι μια μοναδική και ανεπανάληπτη συμβολή στον πανανθρώπινο πολιτισμό. Η πολλαπλότητα των εθνών είναι εγγύηση της πολλαπλότητας των πολιτισμικών δρόμων, της ποικιλίας των επιλογών, επομένως της ελευθερίας. Ο κοσμοπολιτισμός δεν είναι υπέρβαση των εθνισμών, αλλά ένας ιδιαίτερος εθνισμός, με το ειδικό χαρακτηριστικό ότι είναι ολοκληρωτικός, καθώς θέλει να καταργήσει τη διαφορά και την ποικιλία.

Όσοι καταγγέλλουν τον εθνισμό για τα τρομερά μαζικά εγκλήματα που έχουν γίνει και γίνονται εν ονόματί του, λησμονούν ότι το ίδιο συμβαίνει και με όλες τις άλλες ιδανικές έννοιες που δημιούργησαν οι άνθρωποι για να προσδώσουν νόημα στην ύπαρξή τους (το Θεό, την Ισότητα, την Πρόοδο κλπ.). Δεν είναι τα ιδανικά που προξενούν τη βαρβαρότητα, αλλά είναι η βαρβαρότητα που επικαλείται ως προσχήματα τα ιδανικά.

Ο άνθρωπος ούκ έπ’ άρτω μόνον ζήσεται. Χρειάζεται ιδανικά, χρειάζεται πρότυπα, χρειάζεται ιστορικό βάθος και υπαρκτική προοπτική. Ο εθνισμός τα προσφέρει αυτά, γι' αυτό και αποτελεί ένα μόνιμο, διαχρονικό συστατικό των ανθρώπινων κοινωνιών. Αυτοί που μέχρι πρόσφατα χλεύαζαν τον εθνισμό ως φενάκη, αναχρονισμό και επινόηση, αλλά και οι άλλοι που τον έβλεπαν απλά σαν πρόσκαιρο τρόπο έκφρασης άλλων πιο «πραγματικών» και «υλικών» αντιθέσεων, διαπιστώνουν τον τελευταίο καιρό πόσο πραγματική, ζωντανή καί καθοριστική ιστορική δύναμη αποτελεί.

Οι σύγχρονοι Έλληνες, φλομωμένοι από την αρχαιόπληκτη και δυτικότροπη εκπαίδευσή μας, ανυποψίαστοι για τους καημούς της Ρωμιοσύνης, νοιώθουμε τζουτζέδες, ξεκρέμαστοι και ανερμάτιστοι. Η αρχαία κληρονομιά είναι άχθος αβάσταχτο - η αποτίναξή του ανακούφιση. Το βυζαντινό παρελθόν: μεσαίωνας, θρησκοληψία, σκότος και βαρβαρότητα. Η νεώτερη ιστορία: θαυμαστά έπη που καταλήγουν σε ταπεινωτικές ήττες. Η Κύπρος, η Πόλη, ο Πόντος, η Βόρεια Ήπειρος, η Θράκη: απειλές για την ηλεκτρονική ευημερία μας. Τρέχουμε λοιπόν να γίνουμε Ευρώπη, να γλυτώσουμε απ' όλα αυτά, αν είναι δυνατό και τη γλώσσα μας να αλλάξουμε, να φύγει πια τα βάρος 3000 χρόνων ιστορίας. Όμως, δεν έχει πλοίο για μας... Ή θα μπορέσουμε να αρθρώσουμε τον δικό μας εθνικό λόγο, να δώσουμε το δικό μας "παρών" στο στίβο του πανανθρώπινου πολιτισμού, ή θα φύγουμε όπως ήρθαμε, χωρίς ν' αφήσουμε πίσω κανένα ίχνος.

Ο ελληνικός δρόμος δεν είναι ούτε υπέρτερος ούτε κατώτερος από τους τόσους άλλους. Είναι απλώς διαφορετικός. Και είναι ο δικός μας, αυτός που μας κληροδοτήθηκε. Σ' εμάς, στον καθένα και σ’ όλους μαζί εναπόκειται, να αποποιηθούμε την κληρονομιά και να μείνουμε άκληροι, ή να την αποδεχτούμε και να την επωμισθούμε. Να φτιάξουμε παρέες και κοινότητες και, παραμερίζοντας τη μιζέρια του νεοελληνικού μας κρατιδίου, να προσπαθήσουμε να τρυγήσουμε από τον πλούτο της πολυσχιδούς μας παράδοσης, για να την εμπλουτίσουμε με νέα μονοπάτια, νέες διακλαδώσεις, νέες εκδοχές ελληνικότητας. Ίσως να μην τα καταφέρουμε -ίσως και νάναι πια αργά. Αξίζει ωστόσο να το επιχειρήσουμε.

Αναδημοσίευση από το περιοδικό Ελλοπία τεύχος 1/Μάϊος 1990 και το Αντίφωνο.