Οι παππούδες του έθνους

Γιάννης Τριάντης

Καλός και άγιος ο λαός και... θαυμαστά τα έργα του. Αλλά η κοινωνία χρειάζεται τους ηγέτες, ο λαός τους ήρωες –κι ας λέει το αντίθετο ο Μπρεχτ– και το έθνος τους παππούδες του...

Είχα στο νου μου τον Μακρυγιάννη, όταν άρχισε να κρυσταλλώνεται μέσα μου ο χαρακτηρισμός «παππούδες του έθνους». «Ο Μίκης», είπα μέσα μου. «Και ο Σαββόπουλος. Ο Δεσποτόπουλος, ο Κριαράς, ο Τσουκαλάς, ο Βεργόπουλος, ο Λυκιαρδόπουλος, ο Σόρογκας, ο Ράμφος... Και από όσους “έφυγαν”, ο Χατζιδάκις, ο Ελύτης, ο Μάνεσης, ο Ραφαηλίδης, ο Ρασούλης, ο Προβελέγγιος, ο Τάκης Παππάς, ο Νίκος Γιανναδάκης και τόσοι άλλοι»...

Θα μπορούσες να εντάξεις και πολιτικούς. Τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Ελευθέριο Βενιζέλο – κι άλλους ακόμη. Αλλά ας τους αφήσουμε προσωρινά στην άκρη. Είναι ξεχωριστό κεφάλαιο, συμβατό με τον ρόλο της προσωπικότητας στην Ιστορία. Το ίδιο και οι ήρωες – κι από πού ν’ αρχίσεις. Ήρωες που εγκαρδιώνουν αενάως με το παράδειγμά τους. Προσφορά και θυσία. Για το όλον. Το κοινωνικό ή το εθνικό. «Παππούδες του έθνους εσαεί»...

Η πρώτη ένσταση αναπόφευκτη: «Μα πρόκειται για ετερόκλητο σύνολο. Τι σχέση έχουν ο συνεπής ιδεολογικά Ραφαηλίδης ή ο Λυκιαρδόπουλος (ποιητής, δεινός γραφιάς, εκδότης του περιοδικού Σημειώσεις) με τον αταξινόμητο Σαββόπουλο ή και με τον Μίκη, που εγκαλούνται για ιδεολογικές περιδινήσεις;». Και η δεύτερη ένσταση: «Άνθρωποι που έχουν μετακινηθεί ιδεολογικά και το έργο τους δεν έχει καμιά σχέση με τη σημερινή πλεύση και τις επιλογές τους, πώς γίνεται να χαρακτηρίζονται “παππούδες του έθνους”; Χωρούν οι στενές στολές τους στο σώμα του έθνους;»...

Πρώτον, το ετερόκλητο δεν είναι μειονέκτημα στην αξιολόγηση. Αποτελεί ευλογία. Κανένας δεν είναι φορεύς της αποκλειστικής και αιώνιας αλήθειας. Το ζήτημα είναι πώς υπηρετεί την αλήθεια του ο καθένας. Τι το καινόν εισκομίζει στη δημόσια συζήτηση. Τι καταλείπει με το έργο του ως μόνιμο ερέθισμα για προβληματισμό και γόνιμες συζητήσεις. Και όλοι ετούτοι, ζώντες και τεθνεώτες, υπήρξαν και είναι σπορείς του σημαντικού.

Δεύτερον, η αντίφαση ανάμεσα στο έργο ενός δημιουργού και στις μετέπειτα επιλογές του, επιλογές που φαίνεται να το «εκθέτουν», είναι σοβαρό ζήτημα που απασχολεί ειδήμονες και κοινωνία από καταβολής κόσμου. Πραγματικός ο πυρήνας: Πώς είναι δυνατόν ένας δημιουργός που ύμνησε, π.χ., την Αριστερά και τους αγώνες της να επικροτεί αντιλαϊκές επιλογές μιας κυβέρνησης; Το λένε σήμερα για τον Σαββόπουλο. Το λέγανε και για τον Μίκη, όταν έγινε υπουργός του Μητσοτάκη. Και για πολλούς άλλους.

Στο ίδιο πεδίο, στη σφαίρα των προφανών αντιφάσεων, εντάσσεται και ένα άλλο κριτήριο που επιστρατεύεται συχνά από τους επικριτές: ο τρόπος του ζην ενός δημιουργού ή ο σκάρτος χαρακτήρας του. Σοβαρές ενστάσεις. Διαβάζεις ανατατικά κείμενα, ακούς υπέροχες μουσικές, εμπνέεσαι από στίχους χοϊκούς, και απορείς: Πώς είναι δυνατόν αυτά τα θαυμαστά έργα να προέρχονται από ανθρώπους τσιγκούνηδες στα αισθήματα, ιδιοτελείς, μικρόψυχους, φραγκοφονιάδες και ’γώ δεν ξέρω τι άλλο; Πανάρχαιες οι απορίες, μία η αφοπλιστική απάντηση: η αυταξία του έργου...

Τα αξιοσημείωτα έργα ή τα θαυμαστά αποτελούν το αποτύπωμα ενός συνόλου στοιχείων που διακρίνουν τον δημιουργό τους. Έμπνευση, φαντασία, συγκρότηση και σκληρή δουλειά. Τα στοιχεία αυτά μπορεί να συνυπάρχουν με εξόχως αρνητικά χαρακτηριστικά, που συνοδεύουν και σταμπάρουν την καθημερινότητα του δημιουργού. Αντίφαση; Ασφαλώς. Αλλά το έργο διαθέτει τη δική του δυναμική. Αυτονομείται. Και πορεύεται αυθύπαρκτο στον χρόνο, άθικτο από τα στίγματα που ενδεχομένως να κηλιδώσουν τον δημιουργό του. Υπάρχει και εμπνέει. Ακούγεται και συγκινεί. Διαβάζεται και ενθουσιάζει. Βλέπεται και απογειώνει.

Υπάρχει και κάτι άλλο: το δικαίωμα του αναθεωρείν. Πρόκειται για ευλογία. Ιδία όταν δεν σημαίνεται από ιδιοτέλεια, αλλά αποτελεί προϊόν μιας γόνιμης διαδικασίας αναζήτησης και προβληματισμού. Γιατί, λοιπόν, αυτό το καθολικό δικαίωμα να μην το έχουν και οι δημιουργοί, οι λογοτέχνες και οι στοχαστές, όπως, π.χ., ο Ράμφος, ο οποίος επίσης εγκαλείται για ιδεολογικές μετακινήσεις;...

Ας μου επιτραπεί το πρώτο πρόσωπο: Ό,τι και να λένε κατά καιρούς για τον Σαββόπουλο, τον Μίκη, τον Ράμφο και άλλους, προσωπικά τους βγάζω το καπέλο. Άπαξ με συγκίνησαν, αιωνίως θα με συγκινούν. Και θα έπρεπε να μιλούν και να διδάσκονται στα σχολεία. Είναι οι «παππούδες του έθνους».

 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Επίκαιρα" στις 6/10/11

Αναδημοσίευση από τα Επίκαιρα - Ημερομηνία δημοσίευσης: 12-10-11