Εκδοχές νοήματος μιας «άλλης» νεωτερικότητας

Κώστας Χατζηαντωνίου

Ζούμε εδώ και αρκετό καιρό την εποχή της ύστερης νεωτερικότητας, την εποχή του «καθαρού» ατομικισμού. Η εξατομίκευση, η μεγάλη κατάκτηση του ανθρώπου των νέων χρόνων, από απελευθέρωση του υποκειμένου, κατέληξε σε υποδούλωσή του στον ίδιο του τον εαυτό και τελικά στην αποξένωση από κάθε νόημα κοινού βίου, από κάθε συλλογική αναφορά. Η πιο λυτρωτική ιδέα του διαφωτισμού, η ατομική αυτονομία, αφού αποθεώθηκε ως καταναλωτική μανία επί ανθρώπων και αγαθών (πραγματικών ή εικονικών), φθάνει τώρα σε αδιέξοδο (μαζί με το σύστημα που την εξέθρεψε) μέσα σε μια γενικευμένη κρίση. Που τελικά, ίσως δεν είναι κρίση αλλά η αναπόφευκτη λογική ολοκλήρωση ενός αλλοτριωτικού κοινωνικού συστήματος.

Η αδυναμία εξεύρεσης εναλλακτικής λύσης φαίνεται να αποτελεί τούτη τη στιγμή το τελευταίο οχυρό αυτού του συστήματος. Διότι οι άνθρωποι μπορεί να αναζητούν ξανά στις ιδεολογίες ή στη φαντασία τη λύτρωση, τα πραγματικά προβλήματα όμως δεν λύνονται με την απόσυρση σε μια φαντασιακή ενδοχώρα ή με τη νεκρανάσταση ιδεοληψιών που φέρουν τεράστια ευθύνη για τη σημερινή μας κατάπτωση.

Καθώς ο σκοταδισμός επανεμφανίζεται για να πάρει τη ρεβάνς, είναι απαραίτητο να δούμε ότι υπεύθυνη γι’ αυτή την κατάπτωση δεν είναι γενικά η λογική της νεωτερικότητας αλλά μια ορισμένη εκδοχή της, όπως ορίστηκε από τον ορθολογιστικό διαφωτισμό, τον οποίο άκριτα και εσφαλμένα πολλοί (φανατικοί οπαδοί ή ημιμαθείς αντίπαλοι) ταυτίζουν με τη νεωτερικότητα.

Ήδη από τη δεκαετία του 1960 συνειδητοποιήθηκε στη Δύση ότι η υποδούλωση στα κελεύσματα του καταναλωτικού ολοκληρωτισμού, συνιστούσε σοβαρότατη απειλή για την ανθρώπινη ελευθερία. Η συνειδητοποίηση αυτή δεν ανέκοψε παρά ταύτα την καταναλωτική υστερία αλλά, αντίθετα, πρωταγωνιστές της έγιναν στη συνέχεια οι «επαναστάτες» εκείνης της γοητευτικής αλλά και εξίσου υποκριτικής δεκαετίας. Δεν είναι δα καμιά πρωτότυπη σκέψη ότι ο άνθρωπος του οποίου η συμπεριφορά υπαγορεύεται και κατευθύνεται έξωθεν, είναι ανυπεράσπιστος και καταλήγει να μην έχει καν αξιοπρέπεια αφού μεταβάλλεται η ίδια του η φύση και δεν στοχάζεται παρά μόνο με συνθήματα και διαφημιστικά τρυκ. Ο άνθρωπος αυτός, μοιραία, είναι αδύνατο να καταλάβει πού οδηγεί ο μαρασμός της δημόσιας σφαίρας που σήμερα συντελείται στο όνομα του «εκσυγχρονισμού». Διότι αν η καταναλωτική υστερία αναγκάζει ελεύθερους ανθρώπους να φέρονται σαν δούλοι και η φτώχεια στο ίδιο φαινόμενο οδηγεί: «δουλικά πράγματα τους ελευθέρους η πενία βιάζεται ποιείν», έγραφε ο Δημοσθένης. Ας μη γελιόμαστε όμως. Κοινή είναι η ηθική αντίληψη της στέρησης και της υπερβολής. Μια ηθική αντίληψη δούλων.

Δεν θα ήταν βέβαια λύση μια φυσιοκρατική δραπέτευση, η επιστροφή μας και η ενσωμάτωσή μας στη φύση ή σε μια φαντασιακή κοινότητα. Τίποτε δεν παρηγορεί τον άνθρωπο που «γνωρίζει» εκτός και αν παραδοθεί στην ανατολίτικη εκμηδένιση του Εγώ. Το ναυαγισμένο στον κόσμο της εξωτερικότητας Εγώ αν κάπου πρέπει να επιστρέψει, είναι ο κόσμος του πραγματικού Άλλου, ο κόσμος που γίνεται όμορφος όταν οι άνθρωποι συνδέονται με σχέσεις κοινού νοήματος. Τις σχέσεις που το Εγώ της νεωτερικότητας στερήθηκε γιατί δεν μπόρεσε να τιθασεύσει τις δυνάμεις που απελευθέρωσε, βιώνοντας μιαν εκρίζωση και εκτινασσόμενο προς την κατάκτηση του μέλλοντος, είτε χάριν μιας νέας και υπό διαμόρφωση εστίας (με πρότυπο τον Ροβινσώνα), είτε εξαιτίας μιας οριστικής ανεστιότητας (πρότυπο εδώ ο Οδυσσέας του Τζόϋς). Εκτίναξη που δεν απέτρεψε ωστόσο τη βύθισή του στο μαζικό ήθος που είναι η βάση της σύγχρονης μετριοκρατίας. Τις συνέπειες τις ζούμε ήδη.

Κι όμως. Θα έπρεπε να χρωστούμε χάριτες στην κρίση του καιρού μας που είναι μια λαμπρή αφορμή για να αναστοχαστούμε χωρίς προκαταλήψεις για τα θεμέλια της σύγχρονης ζωής. Να ξαναπιάσουμε το νήμα μιας συζήτησης που θα αποσαφηνίσει τι κρατάμε και τι αφήνουμε από την παράδοση αλλά και από τη νεωτερικότητα. Να δούμε π.χ. ότι η συναισθηματική αποσύνδεση και η εκριζωτική εξατομίκευση είναι μια ψευδής εξατομίκευση. Το ναρκισσιστικό άτομο που θέλει να ζει σε ένα άχρονο και άτοπο παρόν, χωρίς κανένα αίσθημα ανήκειν και χωρίς καμιά αίσθηση διαδοχής γενεών, δεν είναι ελεύθερο μα ένα αλλοτριωμένο άτομο. Είναι απλώς αριθμητικό στοιχείο μιας μαζικής κοινωνίας. Να δούμε ακόμη ότι νεωτερικότητα χωρίς πίστη στην ατομική γέννησή μας δεν μπορεί να υπάρξει. Και τι σημαίνει ατομική γέννηση; Σημαίνει κατάφαση στον ιδρυτικό χωρισμό μας από το Όλον αφού μόνο αυτός ο χωρισμός από το Όλον εν- τοπίζει το Ον και του δίνει υπόσταση και ελευθερία. Και γι’ αυτόν τον χωρισμό απαιτείται Χρόνος και Τόπος.

Δεν λαμβάνει εν κενώ υπόσταση η ατομικότητα. Η εξατομίκευση ενός πραγματικού κι όχι φαντασιακού Εγώ, προϋποθέτει Χρόνο και Τόπο, δηλαδή γενέθλια Πατρίδα. Ατομικότητα μη εν- τοπισμένη δεν υπάρχει. Χωρίς αναφορικότητα και έκσταση προς τον Άλλο, το Εγώ σπαράσσεται και κατασπαράσσει. Η εσωτερίκευση του μηδενός διαλύει τελικά όχι μόνο κάθε συλλογική προσπάθεια αλλά κι αυτή την ατομικότητα αφού της στερεί τον σκοπό. Και σκοπός της ατομικότητας είναι η ολοκλήρωσή της, όχι χάριν εαυτής αλλά χάριν ενός κοινού νοήματος υπάρξεως. Η απο- εδαφοποίηση του Εγώ στερεί το υπαρκτικό γεγονός από τη μόνη φυσική πραγματικότητα, αυτήν που καθορίζεται αμετάκλητα από τους νεκρούς μας. Το «καθαρό είναι» (το χωρίς ειδικά χαρακτηριστικά) είναι ένα ψευδές είναι, για να μην πούμε ένα «καθαρό μη είναι». Μόνο η αναφορικότητα εν- τοπίζει την ατομική ύπαρξη, αυτή συνιστά τον τρόπο της αλήθειας της. Υπάρχουμε αυθεντικά μόνο σε αναφορά με κάτι άλλο.

Αυτός ο προ- γνωστικός χώρος ύπαρξης και πρωτογενούς ενότητας είναι για κάθε άνθρωπο ο χώρος της Πατρίδας. Η παραθεώρηση της εθνικής ετερότητας δεν είναι παρά μια απόκρυψη από το πραγματικό, μια μεταφυσική και ιδεοκρατική εκλογή, ένας απολυτοποιημένος ναρκισσισμός. Η απώλεια της χρονικής όσο και της τοπικής αναφοράς του ατόμου, η απο- εδαφοποίησή του, είναι εν τέλει απώλεια της ίδιας της υπόστασης και της ουσίας του Εγώ, άρνηση του πυρήνα της νεωτερικότητας. Διότι η εθνική συνείδηση είναι η πιο γνήσια εξατομίκευση. Αυτή που υπερβαίνει αρχέγονους βιολογικούς καταναγκασμούς φυλετικού τύπου και την εξωτερικότητα των κοινοτικών εθίμων, για να ανοίξει το «εγώ» προς την πλήρη αυτοσυνειδησία. Η βιωματική εθνική εμπειρία πέρα από ρατσιστικές παθογένειες και διαστρεβλώσεις, είναι επίτευγμα γνήσιας εξατομίκευσης. Οι απόψεις (ατομιστικές ή κολεκτιβιστικές) που αδυνατούν να συλλάβουν την άρρηκτη ενότητα Εγώ και Εμείς, θεωρώντας ως «υπαρκτικώς χαμένα» τα πρόσωπα μέσα στην ολότητα (που οι μεν προσδιορίζουν ως «εξωτερικότητα» και οι δε ως «φαντασιακό σχήμα»), είναι τέκνα υπερβάλλοντος ρασιοναλισμού που αδυνατεί να συνθέσει το ατομικό και το συλλογικό παρά μόνο ως μια επιβολή του ενός επί του άλλου. Αυτή η αδυναμία που ειδικά στον τόπο μας δοξάζεται άλλοτε ως αντιδυτική ρητορεία και ορθόδοξος ναρκισσισμός κι άλλοτε ως δυτικόπληκτη μίμηση ή αριστερός λαϊκισμός, αγνοεί μιαν απλή αλλά πολυσήμαντη αλήθεια: πως στην τέλεια σύνθεση ελληνικής αρχιτεκτονικής, τα μέλη παραμένουν πάντα αυτόνομα.

Η γνώση μπορεί να βεβαιωθεί μόνο για τα αισθητά, για τα επιμέρους υπάρχειν. Τα εκτός του αισθητού κόσμου, μόνο με τα επιμέρους μπορούμε να τα πλησιάσουμε. Η αντίληψη ότι οι ιδέες αντιπροσωπεύουν το Είναι, την αληθινή ύπαρξη, σε αντίθεση υποτίθεται με την αβεβαιότητα των φαινομένων και των συμβεβηκότων, θα οδηγεί πάντα στον ολοκληρωτισμό. Η επίκληση μιας ιδέας, ακόμη και της πιο ευγενούς, όταν υποβαθμίζει χάριν ενός φανταστικού ανθρώπου ή μιας ιδανικής μελλοντικής κοινωνίας, το επιμέρους (που είναι το μόνο πραγματικό), συνθλίβει αναπόφευκτα τον πραγματικό, συγκεκριμένο άνθρωπο. Η Ιστορία είναι αρκούντως διαφωτιστική επ’ αυτού, αφού στο όνομα κάποιας «δόξας» (που διόλου τυχαία στη γλώσσα μας είχε την έννοια της λανθασμένης, υποκειμενικής αντίληψης), ζωές καταστράφηκαν, πατρίδες ερημώσανε, ψυχές ρημάξανε. Ας μη θεωρούμε λοιπόν τον κόσμο του γίγνεσθαι, ως ένα δήθεν κατώτερο κόσμο, όπου τα αισθητά πράγματα μπορούν να θυσιάζονται χάριν μιας υψηλής νοητής πραγματικότητας, χάριν ενός κόσμου του Είναι, όπου η ατομική ύπαρξη θα μπορεί να δολοφονείται με την επίκληση κάποιας «κοινής ουσίας», όπως συνέβη τον 20ο αιώνα, ειδικά από τις δύο ανθρωποβόρες ιδεολογίες του Φυλετικού και του Ταξικού Ολοκληρωτισμού.

Δεν σημαίνουν βέβαια αυτά πως οι καθολικές έννοιες είναι επινοήματα. Η ελληνική εμπειρία θα μπορούσε να είναι πολύτιμη για την ψηλάφηση μιας νεωτερικότητας με νόημα. Αν ως Έλληνες έχουμε ακόμη κάποια σημασία για την οικουμένη, είναι γιατί αναπνέουμε πάντα με την ίδια γλώσσα στην οποία διατυπώθηκε ένα πνεύμα που ονομάστηκε ελληνικό. Ένα πνεύμα που σήμαινε κάποτε τη χαρά της ζωής και της δημιουργίας. Αυτό πρέπει να ξαναβρούμε, αν θέλουμε να έχουμε σήμερα έναν εθνικό σκοπό, πέρα από κούφιες ρητορείες μιας πατριδοκαπηλίας που διαιωνίζει την ασχήμια που μας περιβάλλει. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ελληνικό πνεύμα σημαίνει πριν απ’ όλα αίσθημα του ωραίου, αίσθημα που αντιμετωπίζει τον κόσμο με ηρεμία και μεγαλοπρέπεια αλλά εντός του παραμένει τεταμένο και καινοτόμο, με ισχυρά πάθη και ασυμβίβαστα ιδανικά, ολύμπιο στην αποφασιστικότητά του αλλά με θυελλώδη δημιουργικά ένστικτα να το διαβρέχουν. Το πνεύμα αυτό, όποτε ενεργεί με όραμα προς το μέλλον οδηγεί σε επιτεύγματα. Όποτε αρέσκεται απλώς να «αντιστέκεται», παράγει σχιζοφρένεια και μας βυθίζει πιο βαθιά στο τέλμα που επιπλέουμε αιώνες τώρα. Και κάτι άλλο. Είναι ντροπή για την όποια προσφορά του πνεύματος αυτού στον κόσμο, εμείς να ζητούμε ανταπόδοση, είτε ευγνωμοσύνη την ονομάζουμε είτε προς ελεημοσύνη την προβάλλουμε. Καθήκοντα κι όχι δικαιώματα θα έπρεπε να μας γεννά αν μας είχε απομείνει κάτι από την περηφάνια εκείνων των ανθρώπων που ένιωσαν πρώτοι πόσο ωραίος μα και πόσο τραγικός είναι ο κόσμος.

Η αγωνία μιας βούλησης ραγισμένης, όπως είναι σήμερα η ελληνική βούληση εξαιτίας όσων κυβέρνησαν τις τελευταίες δεκαετίες, δεν προοιωνίζεται μόνο την παρακμή ή την καταστροφή. Μπορεί να προοιωνίζεται και την αληθινή ύπαρξη. Σε αυτή την αληθινή ύπαρξη, στην ανακάλυψη εκ νέου της πιο φωτεινής πλευράς μας, ας προσανατολιστούν όσες ψυχές πονούν με ανιδιοτέλεια αυτόν τον ιστορικό Τόπο.

Αναδημοσίευση από το Αντίφωνο - Ημερομηνία δημοσίευσης: 28-09-11 και το περιοδικό Νέα Ευθύνη τ.4