Ἡ ἑτοιμαζομένη "Μεγάλη Σύνοδος", οἱ τρεῖς Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἔσωσαν τήν πιστότητα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως, ἡ Οὐνιτίζουσα Δύσις καί ἡ μή ἀδρανοποίησις τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως
π. Γεώργιος Μεταλληνός
ΣΤΗ ΔΙΑΚΡΙΒΩΣΗ τῶν πνευματικῶν σχέσεων Ἀνατολῆς–Δύσεως ὁ χῶρος τῆς θεολογίας, στόν ὁποῖον ἡ ἔνταση φθάνει συχνά σέ ὁριακά σημεῖα, ἐπιτρέπει ἀσφαλέστερες καί ὁπωσδήποτε σαφέστερες διαπιστώσεις. Ἰδιαίτερα πρόσφορες παρουσιάζονται, μάλιστα, οἱ περιπτώσεις προσώπων, πού ἔχουν χαρακτηρισθεῖ ὡς ἀντιδυτικοί και ἀντιμετωπίζονται, ἀκόμη καί σήμερα, με ὑπερκριτικό πνεῦμα, ἐνίοτε δέ καί μέ σφοδρότητα ἀπό τή δυτική ἤ δυτικίζουσα ἱστοριογραφία. Τέτοια πρόσωπα εἶναι κατ᾽ ἐξοχήν ὁ Μέγας Φώτιος († 891), ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς († 1357) καί ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός († 1444), γιά νά μείνουμε στήν περίοδο τῆς ἀποστασιοποιήσεως Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Χριστιανοσύνης, δηλαδή στούς αἰῶνες μετά τήν ἐπικράτηση τοῦ φραγκογερμανικοῦ στοιχείου στή Δύση1.
1. Ὁ ἀντιδυτικισμός τῶν Ἀνατολικῶν δέν ἦταν ἀθεμελίωτος, οὔτε ὀφειλόταν σέ ἁπλή μισαλλοδοξία. Στηριζόταν σέ πολύ καλή γνώση τῆς Δύσεως καί τῶν ἀμεταβλήτων διαθέσεών της ἀπέναντι στήν Ἀνατολή2. Ἡ ἐκφράγκευση, ἄλλωστε τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης συνδέθηκε μέ ἀποστροφή πρός τήν Ὀρθοδοξία καί ἔντονο ἀνθελληνισμό, ἀφοῦ ὁ Ἑλληνισμός (graecitas) ἦταν ὁ κύριος ἐκφραστής της. Εἶναι δέ γνωστά πλέον τά μέτρα, πού ἔλαβε ὁ Καρλομάγνος, ὁ μεγαλύτερος ὑβριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικότητος, γιά τή δυσφήμιση στή Δύση τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς, ὅταν ἀπέτυχε ἡ προσπάθειά του, γιά ἑνοποίηση τῆς Εὐρώπης ὑπό τό σκῆπτρο του.
Ὁ ἀντιδυτικισμός τῆς Ἀνατολῆς συνιστοῦσε περισσότερο αὐτοάμυνα καί αὐτοπροστασία. Εἶχε, πρῶτα, ἐρείσματα πνευματικά. Την ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς ἀλλοτριώσεως τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως τῆς Δύσεως καί τή μεταβολή τῆς Θεολογίας σέ μεταφυσική θεολόγηση (σχολαστικισμός), τοῦ δέ Χριστιανισμοῦ σέ θρησκευτική ἰδεολογία. Αὐτό ὅμως για τούς ἀκολουθοῦντες τήν πατερική παράδοση τῆς Ἀνατολῆς σήμαινε τέλεια διαστροφή τοῦ Χριστιανισμοῦ καί μεταβολή του σε ἀντιχριστιανισμό καί “εἰδωλολατρία”, δεδομένου μάλιστα ὅτι ἡ δυτική θεολογία (σχολαστική) δεχόταν τήν ὕπαρξη “ἀρχετύπων” στό Θεό καί ἀναγκαιότητος (ἄς θυμηθοῦμε τή θεωρία τοῦ Ἀνσέλμου περί «ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης»). Ἔτσι ὅμως ἡ Δύση ἔφθασε σέ σημεῖο νά λατρεύει Θεό, πού δέν ὑπάρχει, με τό νά τοῦ ἀποδίδει στοιχεῖα, πού δέν ἔχει.
Ἡ δυτική θεολόγηση, στηριζομένη στήν ἀρχαία φιλοσοφία και τόν Αὐγουστῖνο, θά κάμει δεκτή τήν “analogia entis” καί τήν “analogia fidei” στή σχέση Θεοῦ καί κόσμου. Ἡ προβολή τῶν ἰδίων ἀντιλήψεων στό Θεό θεοποιοῦσε τά κατασκευάσματα τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας, «δημιουργῶντας» Θεό ἀνύπαρκτο, διάφορο πρός «τον Θεόν τῶν πατέρων ἡμῶν». Ἡ ἀπόρριψη, ἐξ ἄλλου, τῆς διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας στό Θεό συνιστᾶ ἄρνηση τῆς προτεραιότητας τοῦ προσώπου. Σ᾽ αὐτά ἄς προστεθοῦν οἱ διαφοροποιήσεις τῆς Χριστιανικῆς Δύσεως στό συνοδικό σύστημα, τά παπικά δόγματα (ἐκκλησιαστική καταξίωση κάθε ἀπολυταρχίας) καί κυρίως τό Filioque (νόθευση τῆς τριαδολογίας).
Ἡ ἀντιδυτική θεωρία καί στάση τῶν Ἀνατολικῶν εἶχε ὅμως και προϋποθέσεις πολιτικοκοινωνικές. Τήν ὑποταγή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως στή φραγκογερμανική φεουδαρχία, μὲ τὴ βαθμιαία ἐκφράγκευση καὶ τοῦ πατριαρχείου τῆς Π. Ρώμης (μέχρι τὸ 1046). Τὶς ἐξελίξεις αὐτὲς συνειδητοποίησε πρῶτος ὁ Μ. Φώτιος, διαισθανόμενος τὸ ρόλο τοῦ πολεμίου του πάπα Νικολάου Α´3 ὡς πρώτου πραγματικοῦ φραγκοφίλου πάπακουΐσλιγκ (π. Ρωμανίδης)4 καὶ διέγνωσαν μὲ ἀκρίβεια ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ ὁ ἅγιος Μᾶρκος Εὐγενικός, μετὰ μάλιστα τὴν ἅλωση τοῦ 1204 καὶ τὴ Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας (1439), ἀντίστοιχα. Ἔτσι, συγκροτήθηκε μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα ἡ συνείδηση τῶν Ἀνατολικῶν ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ταυτότητα, ποὺ ἦταν γιὰ τοὺς Ἀνατολικοὺς καὶ ἐθνική, δὲν ἠπειλεῖτο τόσο ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, ὅσο ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς “ψευδαδέλφους”, κάτι ποὺ θὰ κωδικοποιηθεῖ τόν 18ον αἰώνα ἀπό τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό5.
Εἶναι ὅμως σήμερα ἀπόλυτα σαφὲς ὅτι οἱ Ἀνατολικοὶ δὲν διέκριναν μεταξὺ Λατίνων καὶ Ρωμαίων ἤ Γραικῶν, ἀλλά μεταξὺ Τευτονοφράγκων (Λατινοφράγκων) καὶ Ρωμαίων ἀνατολῆς καὶ δύσεως6. Γι᾽ αὐτὸ τὴν Καρλομάγνεια προσθήκη στὸ Σύμβολο (809) κατεδίκασαν ὅλοι, ἑλληνόφωνοι καὶ λατινόφωνοι Ρωμαῖοι τῶν πέντε ρωμαϊκῶν (ὀρθοδόξων) Πατριαρχείων (Π. καὶ Ν. Ρώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων)7. Οἱ πατερικοὶ θεολόγοι τῆς Ἀνατολῆς ἀγωνίζονταν ὑπὲρ τῆς ἑνότητος Ἀνατολικῶν καὶ Δυτικῶν Ρωμαίων, (Βυζαντινῶν). Εἶναι ἱστορικὰ ἀπόλυτα δικαιωμένη ἡ θέση τοῦ π. Ἰ. Ρωμανίδη, ὅτι «οὐδέποτε ἔγινε σχίσμα μεταξύ τῶν Ρωμαίων Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ἀλλὰ μεταξὺ Φράγκων καὶ Ρωμαίων ἀπό τὸν θ' αἰώνα». Τὸ σχίσμα «μετεφέρθη γεωγραφικῶς μόνον εἰς τὴν πρεσβυτέραν Ρώμην, ὅταν οἱ Φράγκοι ἐξέβαλαν τούς Ρωμαίους ἀπὸ τόν παπικὸν θρόνον καὶ ἐπέβαλον τοὺς Τευτονοφράγκους (Γερμανούς), Λατινοφράγκους (Φραντζέζους) καὶ Ἰταλολογγοβαρδοφράγκους, οἵτινες καὶ τελικῶς ἐπεκράτησαν καί ἐπικρατοῦν μέχρι σήμερον»8.
2. Στούς τρεῖς αὐτοὺς μεγάλους Πατέρας μας ὀφείλουμε τὴν ὀρθὴ διάγνωση τῆς δυτικοευρωπαϊκῆς ἀλλοτριώσεως.
Ὁ Μέγας Φώτιος, ὅπως δείχνει καὶ τὸ ἔργο του “Λόγος περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μυσταγωγίας”9, διέκρινε στήν προσθήκη τοῦ Filioque τὴ συντελεσθεῖσα ἤδη ἀλλοτρίωση τῆς Δύσεως στὶς προϋποθέσεις τῆς θεολογήσεως καὶ σύνολη τὴν ἐκκλησιαστικὴ θεολογία καὶ πράξη. Ὁ Φώτιος διαισθάνθηκε ὅτι ἡ προσθήκη ἦταν ἔργο τῶν Φράγκων. Ἄλλωστε, αὐτὸ ἔγινε μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ Καρλομάγνου στὴ σύνοδο τοῦ Ἄαχεν τὸ 809. Γι᾽ αὐτό, φειδόμενος τῶν Ρωμαίων “Βυζαντινῶν” τῆς Δύσεως, δὲν ἀναφέρει ὀνομαστικά τούς Φράγκους, κάτι ποὺ θὰ συμβεῖ καὶ στὴ Σύνοδο τοῦ 879, 8η Οἰκουμενικὴ Ἱ. Σύνοδο τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ κατεδίκασε τὸ Filioque καὶ τοὺς ἐπιχειρήσαντες τὴν προσθήκη του στὸ ἱερό Σύμβολο.
Ἂν ὅμως ὁ Μ. Φώτιος διέγνωσε πρῶτος τὴν ἀλλοτρίωση τῆς “χριστιανικῆς” Δύσεως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς εἶναι ἴσως ἐκεῖνος, ποὺ εἶχε ἐναργέστερη τὴν ἐπίγνωση, ὅτι στὴν περίπτωση τῶν καινοτομιῶν τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας δὲν ἔχουμε ἁπλῶς μιὰ νέα “αἵρεση” τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλά ριζικὴ ἀλλοτρίωση τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως.
Οἱ αἰῶνες, ποὺ ἀκολούθησαν, συνέθεσαν μία τραγικὴ ἐμπειρία, ποὺ ἐπιβεβαίωσε τὶς ἐπισημάνσεις τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ὁ Ντοστογιέφσκυ, λ.χ. ἔχοντας σαφέστατη πλέον ἐντύπωση γιὰ τὴν ἀλλοτριωμένη Δύση, θὰ καταλήξει ἀβίαστα στὸ συμπέρασμα, ὅτι «ὁ ρωμαϊκὸς καθολικισμὸς δὲν εἶναι πιὰ χριστιανισμός: «Ὁ καθολικισμὸς τῆς Ρώμης –παρατηρεῖ– εἶναι χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸν ἀθεϊσμὸ (...). Ὁ ἀθεϊσμὸς κηρύττει μονάχα τὸ μηδέν, ὁ καθολικισμὸς ὅμως προχωράει πιὸ πέρα ἀκόμα: κηρύττει ἕνα διαστρεβλωμένο Χριστό, ἕνα Χριστὸ ἀντίθετο τοῦ Χριστοῦ. Κηρύττει τὸν Ἀντίχριστο10».
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, τέλος, ἐματαίωσε τὴν θεσμικὴ ἀναγνώριση καί, συνεπῶς, καταξίωση τῆς δυτικῆς ἀλλοτριώσεως, μὲ τὴν ὡς οἰκουμενικὴ συγκληθεῖσα σύνοδο Φεράρρας-Φλωρεντίας (1438/9). Ἀπέδειξε, ἐξ ἄλλου, ὅτι ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση, ἡ καρδιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς αὐθεντικῆς χριστιανικότητας, δὲν κλείσθηκε στὸν 14ο αἰώνα, ἀλλὰ συνεχίσθηκε, διασυνδέοντας τὴν Ὀρθοδοξία τῆς ἐποχῆς του μὲ τὴ χριστιανικὴ ἀρχαιότητα. Τὸ “Γένος τῶν Ρωμαίων” (Ὀρθοδόξων) διακράτησε μέσω αὐτοῦ τὴν ὑπαρκτική συνέχεια καὶ συνοχή του καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν θὰ παύσει νὰ ἔχει τὴ συνείδηση τῆς ριζικῆς διαφοροποιήσεως τῆς Δύσεως, μὲ κορυφαίους ἐκφραστὲς της τὸν Ἱεροσολύμων Δοσίθεο (†1707), τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ (†1779) καὶ τοὺς Κολλυβάδες Πατέρες11.
Ἂν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ διέσωσε τὴν ἀλήθειά της, ὀφείλεται κυρίως στοὺς τρεῖς παραπάνω Πατέρες (Φώτιο, Γρηγόριο καὶ Μᾶρκο). Αὐτοί εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἐπρωτοστάτησαν στὸν ἀγώνα νὰ διαφυλάξουν τὴν προφητική, ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ συνέχεια, διασώζοντας τὴν Ἐκκλησία ὡς “Ἴατρεῖον Πνευματικὸν” καὶ τὴ Θεολογία της ὡς καρπὸ τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας καὶ ἀπλανή ὁδηγὸ πρὸς τὴ θέωση.
3. Ἡ σφοδρή, συχνὰ κριτικὴ τῶν Ἁγίων μας αὐτῶν στὴ Δύση δὲν πρέπει νὰ νοεῖται ὡς ἐμπάθεια ἤ καθολικὴ ἀπόρριψη, ἀλλ᾽ ὡς ἀντίσταση στὴν προσπάθεια ἐπεκτάσεως τῆς ἀλλοτριώσεως, δηλαδὴ τῆς πνευματικοκοινωνικῆς νόσου, καὶ στὴν Ἀνατολή.
Ὁ Μ. Φώτιος ἀπέρριψε τὶς δογματικοκανονικὲς καινοτομίες τῆς Δύσεως, γιὰ νὰ σώσει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Κυριακοῦ Σώματος12. Καὶ ἡ ἐκκλησιαστική ἑνότητα στηρίζεται ἐπί τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκεκαλυμμένης Παναληθείας. Ἑνότητα, ἑδραζομένη ἐπί τῆς αἱρέσεως, οἱασδήποτε αἱρέσεως, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει. Γι᾽ αὐτὸ ἡ λειτουργική μας πράξη συνδυάζει «τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως» μὲ «τὴν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἡ μετοχὴ ἐν ἀληθείᾳ στὴν ἁγιοπνευματικὴ χάρη εἶναι ἡ βάση τῆς ἑνότητος στὴν πίστη, πιστότητα δηλαδὴ στὴν «ἅπαξ τοῖς ἁγίοις παραδοθεῖσαν πίστιν» (Ἰούδα 3).
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀπέκρουσε τὸν κίνδυνο τοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ τῆς ἐκφιλοσοφήσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας, γιὰ νὰ σώσει τὴν αὐθεντικότητα τῆς ἐκκλησιαστικότητος καὶ τὴ δυνατότητα σωτηρίας, τὴν ὁποία ὁ δυτικὸς πλέον Βαρλαὰμ μετέθετε ἀπό τὴν χάρη στὴν ἀνθρώπινη γνώση (φιλοσοφία)13. Καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν πρόκειται γιὰ ἀπόρριψη συλλήβδην τῆς Δύσεως καὶ τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης, ἀλλὰ γιὰ ἀγαπητική προσπάθεια ἀναπροσανατολισμοῦ καὶ ἐπιστροφῆς των στὴν παραδοθεῖσα διὰ τῶν Ἁγίων χριστιανικότητα.
Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἁγίου Μάρκου. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν διετήρησε γιὰ μία ἀπό τὶς κρισιμότερες φάσεις στὴ συνάντηση Ἀνατολῆς–Δύσεως. Δὲν ἦταν μισαλλόδοξος, ἀντιδυτικός, οὔτε προκατειλημμένος κατὰ τῆς Ἑνώσεως. Ἔβλεπε ὅμως τὴν ἕνωση ὡς συνάντηση στὴν ἀποστολικὴ παράδοση καὶ ὄχι ὡς ὑποταγὴ στόν παπισμὸ καὶ τὴν ἀλλοτρίωση. Αὐτὸ φαίνεται στὶς συζητήσεις, ποὺ διεξήγαγε στὴ Σύνοδο μὲ τοὺς αὐθεντικότερους ἐνσαρκωτές καὶ ἐκφραστὲς τοῦ δυτικοῦ πνεύματος14. Ἡ ἔκκλησή του στὴν παπικὴ πλευρὰ εἶναι ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτική: «Μὴ περιίδετε κενοὺς καὶ ἀπράκτους ἡμᾶς ἀπελθόντας»15. Ἀποκρούοντας, συνεπῶς, καὶ οἱ τρεῖς Πατέρες τὴν ἀλλοτρίωση τῆς Δύσεως, ἐργάζονταν εὐεργετικὰ ὑπὲρ αὐτῆς, ὑποδεικνύοντας τὴ νόσο της καὶ προτείνοντας θεραπεία.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ Ἅγιοί μας ὅμως ἔσωσαν τὴν πιστότητα στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ὡς συνέχεια τῆς ἐν Χριστῷ ὑπάρξεως, μὲ τὸ νὰ ἀναδειχθοῦν οἱ ἴδιοι φορεῖς καὶ ὁδοδεῖκτες τῆς πατερικῆς παραδόσεως. Ἡ προσφορά τους στὴν Εὐρώπη εἶναι γι᾽ αὐτὸ ἀνυπολόγιστη. Δὲν ἔσωσαν μόνο τὶς προϋποθέσεις τῆς θεολογήσεως μέσω τῆς θεραπευτικοασκητικῆς ἐμπειρίας, ἀλλὰ καὶ τὰ αὐθεντικὰ κριτήρια κατανοήσεως τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων16. Ἔξω ἀπὸ τὴν ασκητικὴ θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὸ σχῆμα: κάθαρση-φωτισμὸς-θέωση, οἱ σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μάλιστα οἱ οἰκουμενικές, χάνουν τὸ ἀληθινό τους νόημα, ἐκλαμβανόμενες ὡς φιλοσοφικὰ ἤ νομικὰ συμβούλια, γιὰ τὴν ἐπίτευξη ἐνδοϊστορικῶν σκοπιμοτήτων. Ἀποκρούοντας, τὶς δυτικὲς διαφοροποιήσεις, ἀπέρριψαν ταυτόχρονα a priori καὶ ὅλες τὶς μεταγενέστερες εὐρωπαϊκὲς ἐξελίξεις, ποὺ γέννησε ἡ παραχάραξη τῆς ἀποστολικότητος καὶ πατερικότητος στὴ μετακαρλομάγνεια Εὐρώπη. Γι᾽ αὐτό, μὲ κανένα τρόπο δὲν μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν “πατέρες” καὶ “πρόδρομοι” τῆς σημερινῆς Εὐρώπης, τὴν ὁποία εἶναι φυσικὸ νὰ ἀντιμετωπίζουν κριτικὰ ὅσοι βαδίζουν στὰ ἴχνη τῆς παραδόσεως τῶν τριῶν Ἁγίων, ἀπορρίπτοντας κάθε οὐνιτίζουσα καὶ δυτικίζουσα τάση καί, συνεπῶς, συρρίκνωση ἤ καὶ ἀδρανοποίηση τῆς πατερικῆς παραδόσεως.
ΕΔΩ ἀκριβῶς ἐντάσσεται καὶ ὁ σχετιζόμενος μὲ τὴν ἑτοιμαζομένη “Μεγάλη Σύνοδο” προβληματισμός. Ἂν τυχὸν μείνει ἔξω ἀπό τὶς προϋποθέσεις τῶν τριῶν αὐτῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ δὲν ἀποδεχθεῖ τὴ στάση τους ἔναντι τῆς Δύσεως, καταφάσκοντας τὴ Δύση, ὡς ἔχει, δὲν θὰ εἶναι παρὰ θλιβερὴ ἐπανάληψη τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Φλωρεντίας. Τὸ θεολογικό μας πρόβλημα στὸν ἑνωτικὸ διάλογο δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἐκτίμηση καὶ διακρίβωση τοῦ κατὰ πόσον ἡ Δύση δέχθηκε τὴν ἀγαπητική καὶ εὐεργετικὴ κριτικὴ τῶν Τριῶν αὐτῶν Πατέρων καὶ συμμορφώθηκε μὲ αὐτήν.
Ὑποσημειώσεις:
[1] Γιά τά προβλήματα αὐτά βλ. James C. Russel, The Germanization of Early Medieval Christianity (A sociohistorical Approach to Religious Transformation), New York-Oxford 1994 (πλούσια βιβλιογραφία). π. Ἰω. Σ. Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη-Ρωμανία-Ρούμελη, Θεσσαλονίκη. Τοῦ ἰδίου, Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τ.Ι, Θεσσαλονική 1984.
[2] Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία. Οἱ Ἕλληνες στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, Ἀθήνα 19984, σ. 86 ἐ.ἑ.
[3] Βλ. τήν ἀλληλογραφία τοῦ Μ. Φωτίου μαζί του (PG 102, 585 ἐ.ἑ.).
4] π. Σ. Ρωμανίδου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Α´, Θεσσαλονίκη 1973, σ.35.
[5] π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία, ὅπ. π., σ.87.
[6] π. Ἰω. Σ. Ρωμανίδου, Ρωμαῖοι..., σ.66.
[7] Στό ἴδιο.
[8] Στό ἴδιο, σελ.67.
[9] PG 102, 263-391.
[10] Ὁ Ἠλίθιος Δ,VIII–Οἱ δαιμονισμένοι Β, I, VIII.
[11] Βλ. π. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡσυχαστές καί Ζηλωτές. Πνευματική ἀκμή καί κοινωνική κρίση στόν Βυζαντινό 14ο αἰώνα, στόν τόμο τοῦ ἰδίου, Ἑλληνισμός μαχόμενος, Ἀθήνα 1995, σ. 13-41 (ἐδῶ: 34 ἐ.ἑ.).
[12] Τό πρόβλημα τῆς συνεχείας τῆς παραδόσεως, ὡς δυνατότητος σωτηρίας, θέτουν συνεχῶς οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅπως λ.χ. ὁ Μ. Φώτιος (ΡG. 102, 389 Α): «Σὺ δὲ οὔπω βούλει συνιδεῖν, εἰς οἵους σὲ κρημνοὺς καὶ βάραθρα ψυχικῆς διαφθορᾶς ἐναπορρίπτει καὶ κατορύττει τό μὴ βούλεσθαί σε Χριστῷ μηδὲ τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς πείθεσθαι, μηδὲ ταῖς οἰκουμενικαῖς ἕπεσθαι συνόδοις, μηδὲ πρὸς τὰς λογικάς ἑφόδους, καὶ αὐτάς διὰ τῶν ἱερῶν προϊούσας λογίων μηδαμῶς τὸν νοῦν ἐπιστρέφειν, ἀλλὰ κατηγορεῖς μὲν τοῦ κοινοῦ Δεσπότου, καταψεύδῃ δὲ τοῦ γενναίου Παύλου, κατεξανίστασαι δὲ τῶν οἰκουμενικῶν καὶ ἁγίων συνόδων, διασύρεις δὲ Πατέρας καὶ τοὺς σοὺς ἀρχιερεῖς καὶ πατέρας ὡς ἀληθῶς Πατέρων τῆς διανοίας ἐξοστρακίζων ἐς κόρακας ἀποπέμπεις καὶ πρὸς τὰς λογικάς κωφεύεις θεωρίας・ καὶ πάντα σοὶ κατεπόθη τὰ σωτήρια εἰς τὸ τῆς ἐπισφαλοῦς προλήψεως πόθος...». Καὶ ὁ ἅγιος Μᾶρκος: «Πρῶτον μὲν ἐστιν ἀναγκαιοτάτη ἡ εἰρήνη (...) καὶ ἡ ἀγάπη・ δεύτερον δὲ ὅτι παρέβλεψεν ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία τὴν ἀγάπην καὶ διελύθη ἡ εἰρήνη・ τρίτον ὅτι ἀνακαλουμένη νῦν ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία τὴν τότε καταλειφθεῖσαν ἀγάπην, ἐσπούδασεν ἵνα ἔλθωμεν ἐνταῦθα καὶ ἐξετάσωμεν τὰς μεταξὺ ἡμῶν διαφοράς・ τέταρτον, ὅτι ἀδύνατόν ἐστιν ἀνακαλέσασθαι τὴν εἰρήνην, ἐάν μὴ λυθῇ τὸ τοῦ σχίσματος αἴτιον καὶ πέμπτον, ἵνα καὶ οἱ ὅροι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀναγνωσθῶσιν, ὡς ἄν φανῶμεν καὶ ἡμεῖς σύμφωνοι τοῖς ἐν ἐκείναις πατράσι καὶ ἡ παροῦσα σύνοδος ἐκείναις, ἀκόλουθος». (Νικ. Π. Βασιλειάδη, Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ ἡ Ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, Ἀθῆναι 1972, σ.85-86).
[13] Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ἡσυχαστές καί Ζηλωτές, ὅπ.π.
[14] Βλ. V. Laurent, Les Memoires du grand Ecclesiarque de l’ Eglise de Constantinople SYLVESTRE SYROPOULOS sur le concile de Florence (1438-1439), Paris 1971. Πρβλ. Νικ. Βασιλειάδη, ὅπ. π.
[15] Καί συνεχίζει: «Μή ἀτιμάσητε τήν πρεσβείαν (πρβλ. Β´ Κορ. 5, 20), μή τάς εὐχάς ἀκάρπους ἀπελέγξητε, μή τό θέλημα τῶν ἐχθρῶν ἐκπληρώσητε (...). Μή τόν Θεόν καί το Πνεῦμα τό Ἅγιον λυπηθῆναι παρασκευάσητε. Μετέωρός ἐστι πᾶσα ψυχή καί ἀκοή πᾶσα τήν ὑμῶν ἀναμένουσα γνώμην, ἥν ἐθελήσητε νεῦσαι πρός τήν ἀγάπην καί τά σκάνδαλα ἐκ μέσου περιελθεῖν».
[16] Βλ. π. Ἰω. Σ. Ρωμανίδου, Church Synods and Civilisation, Θεολογία, τ.63, 1992, σ.423-450. Καί Ἑλληνικά: Θεολογία, τ.66 (1995) σ.646-680.
Αναδημοσίευση από τον Ορθόδοξο Τύπο (αρ. φυλ. 1864) - Ημερομηνία δημοσίευσης: 28-01-11