«Ὢ, οἷον ἤθλησε... ἀθλήσεως καύχημα, τό ἀθλητικώτατόν σου σῶμα...»

Κώστας Ζουράρις

«... ἐν σταδίω... εἷς λαμβάνει τό βραβεῖον...»
(Α' Κορ. θ', 24)

«Οἱ ἐν τοῖς Ὀλυμπίοις ἀγωνιζόμενοι, οὐκ ἐπί τή τοῦ ἑνός ἤ δευτέρου ἤ τρίτου νίκη στεφανοῦνται• ἀλλ' ὅταν πάντας τούς ἀγωνιζομένους αὐτοῖς νικήσωσιν• οὕτω τοίνυν χρή, ἕκαστον θέλοντα ὑπό τοῦ θεοῦ στεφανωθῆναι, γυμνάζειν τήν αὐτοῦ ψυχήν ἐπί τό σωφρονεῖν• οὐ μόνον περί τά σωματικά, ἀλλά καί περί κέρδη καί ἁρπαγάς καί φθόνον καί περί τροφὰς καί κενὰς δόξας καί λοιδορίας καί θανάτους καί ὅσα τοιαῦτά ἐστιν».

(ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
τῆς ἐρήμου, Παραινέσεις oγ')

 

      Οἱ Ἀντάρτες τοῦ καθ' ἠμᾶς Τρόπου, οἱ ἀνυπότακτοι Λοξίες «οὗτοι», πού πάντες ἀπέναντι τῶν δογμάτων τοῦ Καίσαρος πράττουσι, πάντες εἶχαν ἕνα πρότυπον: τόν ἀξεπέραστο προπονητικόν Ἀρχέτυπoν του προτυπωτικοῦ ἑλληνικοῦ πολιτεύματος, τόν Ἕλληνα ἀθλητή τῶν σταδίων τῆς κονίστρας καί τοῦ στίβου.

      Βεβαίως, ὅλοι οἱ λαοί τοῦ πλανήτη ἤξεραν ἀπό παιχνίδια. Τά παιδιά καί οἱ μεγάλοι ἐνίοτε ἔπαιζαν παίγνια παιγνιώδη, στιγμιαῖα. Χωρίς ὅμως «ἄσκησιν», ἄνευ προπονήσεως-καταπονήσεως τῶν σωμάτων. Τούς ἐρχόταν ξαφνικά, ἔπαιζαν, διασκέδαζαν, σταματοῦσαν. Κατά τά λοιπά του βίου τους, στούς βάρ-βάρ ἀκαταλαβίστικους ὄχλους καί πολιτισμούς, ὁ πόνος-κόπος, ὁ ἱδρώς καί ξανά ὁ ἱδρώς καί ὁ πόνος ὅλων τους ἦταν ἐξαναγκαστικός γιά νά φᾶνε, νά πιοῦν, νά δρέψουν, νά σπείρουν, νά θερίσουν, νά κυνηγήσουν, νά χτίσουν, νά ζήσουν. Τότε καί συνεχῶς γιά ὅλα αὐτά ὁ κόπος-πόνος, χωρίς ὅμως πρό-πόνησιν. Ὁ κόπος τούς ἦταν ἐπίπονος, ναί, ὁ ἱδρώτας ἄφθονος, κοπιαστικός. Ἀλλά «χρήσιμος». Νά τή ἡ λέξη: ἱδρώς, πόνος-κόπος, Χρήσιμος.

      Οἱ Ἕλληνες ὅμως; Αὐτοί οἱ παρά τήν «δόξαν» τοῦ ὑπολοίπου πλανήτη παράδοξοι, οἱ ἐριστικοί ἀντιλέγοντες, οἱ ἔκ-κεντροι, οἱ ἐκτός κέντρου νοήματος τῶν λοιπῶν λαῶν; Οἱ ἄλλοι βάρ-βάρ, δοῦλοι ὅλοι ὄντες ἑνός Φαραώ, Μεγάλου Βασιλέως, Μανιτοῦ καί Ἀπροσίτου - ἀνεγγίχτου Δυνάστη, ἔβλεπαν κατάπληκτοι ὅλοι τους αὐτούς τούς ἐπί πράγμα ἀλλόκοτον Ἕλληνες, νά εἶναι Ἐλεύθεροι, συνεχῶς μεταξύ τους ἀσεβεῖς, ἀντί-ρρησίες ἀντίλογοι καί Ἰσήγοροι, ἐκεῖ, στόν ἐξ ἴσου ἀκατανόητο γιά τούς βαρβάρους τόπο, πού λεγόταν Ἀγορά. Καί δέν ἔφτανε αὐτό, μόνον ἔβλεπαν τούς Ἕλληνες, καθημερινῶς, νά ἱδρώνουν, νά κοψομεσιάζονται, νά τρέχουν σάν τρελλοί, νά καταπονοῦνται, γιά τί πράγμα «χρήσιμο»; Γιά τό τίποτε! Οἱ βάρ-βάρ ἔβλεπαν τούς Ἕλληνες, κάθε μέρα δέ, νά κατατσακίζονται ἀπό τήν κούραση, νά ξεθεώνονται στό λαχάνιασμα, νά χύνουν ποτάμια ἱδρῶτος, νά πονᾶ ὅλο τό κορμί τους καί νά πέφτουν ξέπνοοι στό χῶμα, γιά ποιό «πράγμα»; Γιά κανένα «πράγμα»! Γιά τό τίποτε! Σέ τί «χρησιμεύουν αὐτά»; ρωτοῦσαν οἱ βάρ-βάρ... Ρωτοῦσε καί ὁ Σκύθης Ἀναχαρσις τόν Σόλωνα2. Ὅλη αὐτή ἡ θεόμουρλη ἑλληνική ἐξάντληση δέν ἀποσκοποῦσε σέ τίποτε τό «χρήσιμο», πού νά 'χει κάποια χρήση. Ὅπως ἔλεγε κι ἕνας ἀκόμη πιό παράδοξος σαλταρισμένος ἀπ' αὐτούς -κάτι σάν τόν Διογένη στό πιθάρι του- οἱ Συνέλληνές του εἶχαν ὡς ὕψιστον κάτ-Ὄρθωμα νά ἀσχολοῦνται «μέ ἔργα οὐχί παραδεδεγμένης χρησιμότητος»3... Κι ὄχι μόνον ἔτσι, ἀλλά αὐτόν τόν ἐντελῶς ἄχρηστο πόνο τους, τήν πρό-πόνηση καί καταπόνησή τους, τήν θεωροῦσαν ὡς μέγιστον Ἆθλον! Καί θαύμαζαν καί τιμοῦσαν, σάν νά ἦταν κάποιος θεός (ὅπως τιμοῦσαν τόν θεό τούς οἱ ἄλλοι λαοί), ναί, ἀναγόρευαν ἐν Ἄγορα σέ Ἰσόθεον, τόν ὅποιον ἔβγαινε «Πρῶτος» σ' αὐτόν τόν ἄχρηστον Ἆθλον! Ναί, γιά ὅλους τους Ἕλληνες ποῦ κάτ-ἐπονοῦντο στόν ἄχρηστον αὐτόν πόνο κάθε μέρα, ὁ κάθε φορᾶ πρῶτος στόν Ἆθλον τόν ἄχρηστον, ἀντί νά εἶναι κι αὐτός ἄχρηστος ἄθλιος, ἀντιθέτως λογιζόταν ὡς πρώτ-Ἀθλητής! Μεγάλ-αθλος! Ἰσόθεος διότι ἅ-χρηστος! Ὁ κόσμιος κόσμος τοῦ πλήν Ἑλλήνων κόσμου, προφανῶς ἀνάποδος... Ἄχρηστος κόσμος ὁ Ἑλληνικός, γεμάτος «ἔργα οὐχί παραδεδεγμένης χρησιμότητος», ὅπως οἱ Ἕλληνες!

      Κι ἦταν αὐτός ὁ Ἕλλην ἄχρηστος πρωταθλητής μεγάλαθλος, γιά ὅλους τους ἄλλους Ἕλληνες, τό ὑπόδειγμα, τό παράδειγμα, ὁ Ἀρχέτυπος Ἁρμονίας καί ὀμορφιᾶς! Κι ὅλοι ἤθελαν νά τοῦ μοιάσουν, ἔστω κατ' εἰκόνα, ἄν ὄχι καθ' ὁμοίωσιν! Καί ξανά, δώσ' του καί ξαναδώσ' του, ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἀπό τά μικράτα τους, συνεχῶς στίς παλαῖστρες, τίς κονίστρες, τούς στίβους, τό στάδιον, τόν δόλιχον δρόμον, τήν σκληρή προ-πόνηση, γιά νά γίνει, Ἕκαστος, ὁ Πρῶτος Ἅ-χρηστος! Γιά νά χρησιμεύει σέ τίποτε! Καί νά τόν θαυμάζουν ὅλοι! Γιά νά εἶναι ὁ Εἷς, ὁ Πρωταθλητής τοῦ ἀχρήστου! Νά ἀνταγωνίζεται γιά μῆλα καί γιά σέλινα: μήλων ἕνεκα καί σελίνων4.

      Ἡ σκληρή καταπόνηση, ἡ προπόνηση τοῦ Ἕλληνα ἀθλητῆ γιά νά γίνει πρωταθλητής, δέν ἦταν παιχνίδι. Ἀλλά Ἀγών! Ἡ προπόνηση ἦταν ἀγών, ἀγωνία ἀγῶνος. Καί οἱ προπονούμενοι, οἱ καταπονούμενοι ἀθλητές γιά τόν Ἆθλον ἦταν οἱ ἀγωνιζόμενοι, δέν ἦταν «παῖκτες». Γι' αὐτό, ἄλλωστε, οἱ βάρ-βάρ, πού μιμήθηκαν τούς Ἕλληνες, χωρίς νά καταλαβαίνουν τί προσπαθοῦσαν οἱ Ἕλληνες μέ τήν προπόνηση τήν «ἀγωνιστική», τόν ἑλληνικό Ἀγώνα τόν εἶπαν «παιχνίδι». Ὀλυμπιακά «παιχνίδια», jeux, games, στίς δύο ἐπίσημες γλῶσσες τῶν σημερινῶν Ὀλυμπίων. Ἥμαρτον, Θεοί... Πῶς νά ἀκούγεται, ἄραγε, γιά τό Ὀλύμπιον ἑλληνικόν ἦθος ἡ ἔκφραση: «ὀλυμπιακά... παιχνίδια»; Ἡ μέρα μέ τήν νύχτα, ὡς πρός τήν κτητορικήν ἱερωνυμίαν Ὀλυμπιακοί Ἀγῶνες...

      Διότι ὁ Ἀγών τῶν ἑλληνικῶν ἀθλητικῶν ἀγώνων δέν εἶναι παίγνιον, παιχνίδι. Ὅπως τό ἀποκαλύπτει ἡ ἑλληνίς ἐτυμολογία, ὁ Ἀγών τοῦ ἀθλητῆ γιά νά κατακτήσει τό Ἄχρηστον, αὐτός ὁ Ἀγών εἶναι ἀγωνία ἱεροπρεπής. Ὄχι παιγνίδι γιά μείρακες τοῦ πνεύματος. Ἄκου «ὀλυμπιακά παιχνίδια»!

      Τό παιχνίδι εἶναι πάντοτε μία δια-σκέδαση, δια-σκεδάννυμι, δια-σκορπίζομαι, ἕνα διασκόρπισμα ξεχειλωμένο μέσα στήν ἔκδοτη ἔκλυση-διά-λυση τοῦ συν-κρατοῦμαι, τοῦ ἐλέγχω τό κράτος μου, τήν ἐνέργειά μου. Ὀλυμπιακά «παιχνίδια» θά ἦταν γιά τούς Ἕλληνες ἕνας πλαδαρός ἐκφυλισμός τῆς σωματοψυχῆς μας, μία ὕβρις γιά τό θεοειδές μᾶς Σῶμα. Ἀγῶνες λοιπόν, ὄχι ὀλυμπιακά «παιχνίδια», games ἀφασικά, jeux ἄμορφα. Ἀλλά, Ὀλυμπιακοί Ἀγῶνες, ἀγωνίες, γιά μία ἀπόπειρα Θεομορφίας. Ἀγών ἀγωνίας γιά τήν ἐπίτευξη μίας κατ' Εἰκόνα Ἀθανασίας... Ἰσοθέων Ἀγών, χωρίς καμμία ἐνθάδε «παραγωγική», χρήσιμη χρησιμότητα. Ἀλλά μέ σκληρή προπόνηση, Ἀγών, Ἀγωνία Ἀγωνιστική γιά τήν ψηλάφηση, ἐν νοσταλγία Ἁρμονίας, ἐκείνου τοῦ πρωταθλητικοῦ, τοῦ μεγαλάθλου Ἀχρήστου. Γιά τό μή εἶναι χοῦν καί μή εἰς χοῦν ἀπελεύσεσθαι... Προπόνηση ἀγωνίας, ἀγῶνος Πρωτ-ἀθλητοῦ, Ἰσοθέου, γιά τήν θεωρίαν τοῦ μοσκωφείου «Καθόλου». Καθόλου Κάλλους καθολικοῦ, ἐν Ἀγώνι. Κι ἄν, μέ τήν γεραρὰν προ-πόνησιν, τήν ἀθλίαν του Ἄθλου σου ἄθλησιν, γίνεις ὁ Εἷς πρωτ-ἀθλητής τοῦ Ἀχρήστου τῶν Ἐπέκεινα, τότε Ναί! Τότε, πέθανε τόν θνητό σου θάνατο, τώρα! Ναί, κάτθανε, Διαγόρα!. Τώρα! Ἀφοῦ, ὡς θνητός, οὐκ ἔς Ὄλυμπον ἀναβήσει! Τώρα ποῦ κέρδησες τό κλαδί τῆς ἐλιᾶς μέ τήν μηδενική χρηματιστηριακή του ἀξία, τώρα, ποῦ μέ τόν ἄχρηστον Κότινον τῆς ἀσκητικῆς σου πρωτιᾶς ἀκροθίγεις στιγμιαία τήν ἀποθέωση, τί τήν θέλεις, ἀκόμη, τήν ἐδῶ θνητή σου ἐπιβίωση; Μέ τά γεράματά σου καί τήν διασωλήνωση; Πέθανε τώρα! Τώρα πού κέρδησες τό Ἄχρηστον! Τό σέλινο!

      ... ἀθλήσεως καύχημα... τό ἀθλητικώτατόν σου σῶμα... στεφανοῦται, Ἀθλοφόρε!

      Ἡ ὑμνογραφική μας ποίηση, στήν ὀρθόδοξη Εὐχαριστιακή μας Σύναξη, γιά νά ἐξάρει τόν ὑπεραίροντα τόν Κότινον τοῦ Μαρτυρίου «Μεγάλαθλον» Ἅγιον, ξανάγραψε ἀπό τήν ἔναρξή της ὅλη τήν ἀθλητική ὁρολογία τοῦ ἑλληνικοῦ πρωταθλητισμοῦ.

      Ὁ ὅσιος, ὁ μάρτυς, ὁ μεγαλομάρτυς, ὁ Ἅγιος εἶναι πάντοτε ὁ Ἀθλητής: στόν βίον τοῦ ὑπῆρξε ἀθλήσεως καύχημα, ἐναθλήσας ὡς ἀδάμας στερρός... Ώ, οἶον ἤθλησε ὁ κάθε Μεγάλαθλος τῆς Μαρτυρίας! Ἀθλήσας δέ δι’ αἵματος, ὁ κάθε Ἅγιος ἀγωνιστής ἐκ τῶν ἀγγέλων ἐπαίνοις στέφεται! Ὅπως ἀκριβῶς οἱ τῆς προπονήσεως ἀδάμαντες Ἕλληνες πρωταθληταί τοῦ Ἀγῶνος! Στέφανος Ἁγίου καί Ὀλυμπιονίκου, κατά τό συναμφότερον τῆς κοινῆς τους προ-πονήσεως.

      Γιατί ὅμως ἡ ὀρθόδοξη καθ' ἤμας Σύναξις ἠγάπησεν καί ἐπανήγαγεν εἰς τά καθ' ἠμᾶς τήν ἀγωνιστική ὁρολογία τῶν Ἑλλήνων ἀθλητῶν;

      Τό ἐρώτημα εὔστοχον ὡς Ἀγών! Διότι ἡ Ἐκκλησία κατενόησε ἀποφατικῶς ὅτι ὁ ἀθλητισμός τῶν Ἑλλήνων καί ἡ Ὀλυμπία τους ὁρολογία δέν περιεῖχε οὐδεμίαν εἰδωλόθυτον πλάνην, ἀλλά ὡράιζε μέ ἀσκητικόν Κάλλος τόν Ἀγωνιστή τοῦ ἐγκρατεύεσθαι γιά ἕνα κλαδί ἐλιᾶς, καταργώντας ἔτσι τό γεῶδες, πτωτικόν ψυχή μου, φάγε, πίε, εὐφραίνου τῆς πλαδαρῆς φιληδονίας. Ὁ Ἕλλην πρότυπον-ἀθλητής ὑπῆρξε πάντοτε ὁ ἀσκητής τῆς ἀποταγῆς. Ὁ ἀθλητής, ὁ Ἕλλην μέ τόν Κότινον τοῦ Ἀχρήστου, εἶναι ὁ «ὀφειλέτης» τοῦ οὐ τή σαρκί τοῦ κατά σάρκα ζῆν5. Ὁ ἀσκητής τῆς προπονήσεως Ἕλλην μεγάλαθλος τήν σάρκα τοῦ τήν δουλαγωγεῖ ὥστε νά ζῆ οὐ κατά σάρκα, ἀλλά κατά (ἀπο)θέωσιν. Ὁ Ἕλλην ἀγωνιζόμενος... ἐν σταδίω... πάντα ἐγκρατεύεται... ὡς οὐκ ἀέρα δέρων...6. Ἡ ψαῦσις, ἡ στιγμιαία ἔστω, τοῦ Ἀχρήστου, τοῦ ἀνεφίκτου Ἐπέκεινα, ἀπαιτεῖ ἀπό τόν Ἕλληνα πρωτ-ἀθλητή τήν καθημερινή του ἐγκράτεια: νηστεία καί σιτηρέσιον αὐστηρόν, καταπόνησιν τῆς σαρκός, ἀποταγήν πάσης ἐκλύσεως τοῦ φρονήματος, καί ξανά καί ξανά τήν κατα-πόνησιν, μήπως ὁ ἀθλητής ἀκραγγίξει πρός στιγμήν τήν Ὀμορφιά, τήν καλλονή τῆς Θεώσεως. Πᾶς δέ ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται... Καί τί εἶναι παρά ἐγκράτεια ἐκείνη ἡ ἐπίπονη ἐπανάληψη τῶν κινήσεων τοῦ ἀθλήματος γιά τόν κάθε ἀθλητή; Ἐκείνη ἡ ἀνατριχιαστικοῦ πόνου ἐπανάληψη, ξανά καί ξανά, τῆς μονότονης κινήσεως, μία ἀδιάλειπτος, συνεχής, ἀέναος «νοερά προσευχή» τοῦ ἀγωνιζομένου; Ἀδιάλειπτος προσευχή τῆς Ἀσκήσεως, εὐχή πρός Ἀρχέτυπον, γιά νά κερδήσει ἐδῶ «ἐγκρατευόμενος» ὁ ἀθλητής τήν Μέθεξιν στήν (ἀπο)Θέωσιν; Καί μαζί του στήν προπόνηση μόνον ἡ ἐπίπονη ἐκγύμναση, ξημερώματα-βράδια; Ἡ ἐπανάληψη τοῦ πόνου, ἡ ἀποταγή κάθε διασκέδασης, ὅταν οἱ συνομήλικοί του ξενυχτοῦν, κορυβαντιοῦν, ἡδονίζονται, ἐνῶ ὁ ἀσκητής Ἕλλην ἀθλητής, Μόνος-Μοναχός, κλείνεται νωρίς στό Κελλί του, γιά νά πάει στόν Ὄρθρο, Ὄρθιος αὐτός τά ξημερώματα, ξανά, νά καταπονήσει τό ὅλον του Σῶμα; Ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἠδύνονται ἐν νηδύμω ὕπνω τῆς ἀκηδίας τους;

      Τί διαφορετικό, ὡς ἄσκησιν προπονητικήν κάθε μέρα-νύχτα, πράττει ὁ καλόγερος στό Κελλί του, μέ τό κομποσκοίνι του, τήν παρθενία, τήν νηστεία, μέ τίς ἑκατόν, χίλιες πρηνηδόν ἐκτάσεις τοῦ κορμιοῦ του, σταυροειδοῦς μπρούμυτα στό ἔδαφος; Ὅπως ὁ Ἕλλην ἀσκητής τῆς ἐγκρατείας πρωτ-ἀθλητής, ἔτσι κι ὁ Μοναχός δουλαγωγεῖ, ὑποπιάζει τό κορμί του, ὄχι γιά νά τό «σώσει», ὅπως αἱρετικῶς πρεσβεύουν οἱ Δυτικοί... Ὄχι γιά νά τό σώσει, ἀλλά νά τό θεώσει! Ἕλλην ἀθλητής-ἀσκητής, τό Πρότυπον-Πρωτότυπον, καί Ὀρθόδοξος Μοναχός, κατά μίμησιν τοῦ Ἕλληνος, συναμφότεροι πάσχουν ἐγκράτειαν, παρθενίαν, ἀκτημοσύνην, πάσχουν ὑπερ-προπόνησιν, οὔτε γιά νά γίνουν πλούσιοι οὔτε γιά νά κυβερνήσουν τούς ἀνθρώπους. Ὁ Ἕλλην ἀθλητής κι ὁ ἐξελληνισμένος ἀθλητικῶς Μοναχός της Ὀρθοδοξίας προπονοῦνται ἀσκητικῶς γιά νά γίνουν οἱ πρωτ-ἀθληταί τῆς ἀποταγῆς ὅλων τῶν «κτημάτων», τῶν ἐπί γής... Γιά νά κυβερνήσουν τά πάθη τους καί γιά νά προσ-ἐγγίσουν, ἴσως, πρός στιγμήν φευγαλέαν, ἐκείνην τήν ἀπο-θέωσιν, πού θά τούς ἐνώσει ἀπαθῶς μέ τήν Ὀμορφιά. Γιά τήν ὡραιότητα τῆς παρθενίας τους καί τό ὑπέρλαμπρον τό τῆς ἁγνείας τους, προπονοῦνται συναμφότεροι, Ἕλλην ἀθλητής ἐν Σταδίω καί Ὀρθόδοξος μοναχός ἐν κελλίω. Προτύπωσις καί τύπος θεώσεως τοῦ ὅλου Σώματος, εἰς Ἕν: στήν προπόνηση γιά τήν Ὀμορφιά! Τό κάλλος τῆς Μορφῆς τους, μέ τήν καταπόνηση τῆς ἐσωτερικῆς τους ἀμορφίας. Συναμφότεροι Εἷς: Ἀσκητής, ἀθλητής Καλόγερος Ὀρθόδοξος καί Μοναστής Ἕλλην «ἀγωνιζόμενος». Ἐν σταδίω-κελλίω, Συναμφότεροι. Καί ἐν Κελλίω, ἐν σταδίω, Εἷς λαμβάνει τό βραβεῖον. Ὁ Εἷς, ὁ ἐν ἀσκήσει προ-πονηθείς, ὁ Πρωτ-ἀθλητής. Εἷς, Ἴσοθεος.

«οἱ ἐν σταδίω τρέχοντες7... οἱ ἐν τοῖς Ὀλυμπίοις ἀγωνιζόμενοι... στεφανοῦνται ὅταν νικήσωσιν8
... πάντες μέν τρέχουσιν, εἷς δέ λαμβάνει τό βραβεῖον...
»
9

      Οἱ ἐν σταδίω τρέχοντες... οἱ ἐν τοῖς Ὀλυμπίοις ἀγωνιζόμενοι.... Συναμφότεροι, ὁ μέγας ἀποστάτης τοῦ ἑβραϊσμοῦ, ὁ προεξάρχων τῆς Ἀποστολῆς Παῦλος ὡς καί ὁ πρωτοστάτης Ἀντάρτης ἀναχωρητής Ἀντώνιος ἐπιλέγουν, καίριοι, τόν ἐξελληνισμό τους: γιά νά ὑπάρξουν ὡς ἡγέτες τῆς ἀσκήσεως, γιά νά καθοδηγήσουν τήν συλλογική ἀπόπειρα ὑπεραναρχίας, ἐδῶ, στόν πτωτικό τους κόσμο, πέρα ἀπό τήν Ἀρχήν τοῦ κάθε Καίσαρος, Παῦλος καί Ἀντώνιος ἐπιλέγουν ἀπνευστί, ἐν σταδίω πνεύματι, τήν ἑλληνική προπονητική ἐγκράτεια. Ἴνα ὦσιν, Ἕκαστος, Εἷς. Γιά νά γίνει ὁ καθένας τούς ὁ Εἷς πού λαμβάνει τό βραβεῖον, ὁ Εἷς πού στεφανοῦται μέ τόν τζάμπα Κότινον τοῦ Ἀχρήστου. Καί νά δώσουν τόν Ἀρχέτυπον του Ἕλληνα Πρωταθλητῆ ὡς παράδειγμα ἀπο-θεώσεως στούς ὄχλους, πού ὀνειρεύονται πῶς καί πότε θά πάψουν νά εἶναι ὄχλοι φθαρτοί καί θά κατοικήσουν, ἰσόθεοι πιά οἱ ὄχλοι, μέσα στό ἀφθαρτίζειν.

      Οἱ δύο θεοπρόποι-μπροστάρηδες, Παῦλος καί Ἀντώνιος, κατενόησαν ἀγωνιστικῶς ὅτι γιά τήν ἄσκησιν- στίβον, πού «στείβει», δηλαδή πορεύεται πρός τήν ὑπεραναρχίαν, ἀπαραίτητος ὡς μόνος, μονοστιβής, εἶναι ὁ Ἕλλην στίβος. Συναμφότεροι οἱ ὀρθόδοξοι Ἀντάρτες αὐτοί χριστιανοί κατάλαβαν πώς τό πᾶς δέ ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται διδάσκεται μέσα ἀπό τήν ἑλληνική προπονητική του Στίβου. Ὥστε ἴσως, ὥστε κάποτε, χωρίς τήν βεβαιότητα τῶν μικρομεσαίων τῆς ἐξουσίας, μέ τήν ἑλληνικήν ἐγκράτειαν «ἐν σταδίω», μέσα ἀπό τήν προ-πόνηση, καταπόνηση μέσα στόν στίβο, ἐγώ, ἐσύ, αὐτός, ὅλοι μας θά νικήσουμε πάσαν ἐξουσίαν: τῶν παθῶν μας καί τῶν ἔξω Δυναστῶν• καί τότε θά «ἀφθαρτίσουμε».

      Θά ἀφθαρτίζουμε, στεφανωμένοι μ' ἕνα ἄχρηστον Κότινον, μ' ἕνα κλαράκι χωρίς καμμιά ἀξία στά χρηματιστήρια τῶν πτωμάτων καί λοιπῶν ἀνακτόρων...

      Οἱ δύο συναμφότεροι τοῦ «στείβειν», τοῦ στίβου τῆς πορείας, Παῦλος καί Ἀντώνιος, ξέρουν πώς γιά τήν Ἀνταρσία, πέρα πάσης Ἀρχῆς, γιά τήν πορεία πρός τήν Ὑπεραναρχία, ναί, ἀφθαρτίζεις θεοπρεπέστατα, ἀπαθανατίζων τό πρόσλημμα τῆς ὅλης Σαρκός. Πῶς; Μέ τό γυμνάζειν... οὐ μόνον περί τά σωματικά, ἀλλά καί περί κέρδη καί ἁρπαγάς καί φθόνον καί περί τροφᾶς καί κενᾶς δόξας καί λοιδορίας... Ναί! Μέ τό γυμνάζειν, μέ τό νά ἀπογυμνώνεις τήν ὅλην σου Σάρκα, ἐκεῖ, στό γυμνάσιον τῆς ἀσκητικῆς γύμνιας, καί νά ξεγυμνώνεσαι: κι ἀπό τά κέρδη σου, τάς ἁρπαγάς σου, καί τάς τροφᾶς σου κι ὅλα τά περιττά, πού σέ κάνουν νά γίνεσαι χαμερπής ἀχθοφόρος, ἐνῶ ὁ ἀφθαρσίας Ἀρχέτυπος εἶναι, κατά πάντα καί διά πάντα, ὁ γυμνός Ἕλλην Ἀθλοφόρος ... Οὐκ οἴδατε;

      Γιά τούς μπροστάρηδες Ἀντάρτες τῆς Εὐχαριστιακῆς Συνάξεως ὁ «τρόπος» τῆς ἐγκρατείας, ὁ ἀγών γιά τήν ἀπο-θέωσιν τῆς Σαρκός, ἦταν ἕνας καί θεοφόρος: ὁ ἕλλην «δόλιχος δρόμος», ὁ δύσκολος στίβος τῶν Ἑλλήνων γυμνιτῶν Πρωταθλητῶν. Καί Εἷς ὁ Κότινος, εἷς ὁ ἰσόθεος, ὑπεράναρχος Πρωταθλητής.

 


1. (Ο τίτλος της ανάρτησης) Ἐκ τῆς Ὑμνογραφίας.

2. Λουκιανοῦ, Ἀνάχαρσις, 9-14.

3. Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης, «Οἱ Χαλασοχώρηδες».

4. Ὥστε μήλων ἕνεκα καί σελίνων τοσαύτα προπονεῖν καί κινδυνεύειν... ὡς οὐκ ἐνόν ἀπραγμόνως εὐπορῆσαι μήλω ὄτω ἐπιθυμία ἤ σελίνω ἐσταφανῶσθαι ἤ πιτύι μήτε πηλῶ καταχριόμενον τό πρόσωπον μήτε λακτιζόμενον εἰς τήν γαστέρα ὑπό τῶν ἀνταγωνιστῶν. (Ὥστε «ὅλη αὐτή ἡ προπόνηση καί ἡ διακινδύνευση γίνεται γιά τά μῆλα καί τά σέλινα... ὅποιος ἐπιθυμεῖ νά στεφανωθεῖ μέ μῆλα ἤ σέλινα δέν μπορεῖ νά τό πετύχει μέ δεμένα χέρια, χωρίς νά πασαλειφτεῖ ὁλόκληρος μέ πίσσα καί λάσπη καί χωρίς νά φάει κλωτσιές στήν κοιλιά ἀπό τούς ἀντιπάλους του»), Λουκιανοῦ, ο.π.

5. Πρός Ρωμαίους η', 12.

6. Α' πρός Κορινθίους θ', 24-27.

7, 9. Α' πρός Κορινθίους 24.

8. Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου της ἐρήμου, Παραινέσεις ογ', Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν.

 

Από το βιβλίο: Κώστας Ζουράρις, Φιλοκαλούμεν μετ' ανταρσίας, Εκδόσεις Αρμός