«Μοῦ εἶπαν ὅτι εἶπες...»!

Σαράντος Ι. Καργάκος

Κάποτε ρώτησαν τόν Παυσανία, τόν νικητή τῶν Πλαταιῶν, ἄν εἶναι κοφτερό τό σπαθί του, κι αὐτός, Σπαρτιάτης ὤν, ἀποκρίθηκε σπαρτιατικῶς: «Ὀξύτερον διαβολῆς». Πιό ὀξύ, πιό κοφτερό κι ἀπό τή συκοφαντία, τό μεγάλο ὅπλο τῶν μικρῶν! Τήν κακοποιό καί φθοροποιό δύναμη τῆς συκοφαντίας οἱ ἀρχαῖοι εἶχαν ἐκφράσει μέ τόν ἀκόλουθο λόγο: «Καί ἄν θεραπεύση τό ἕλκος ὁ δεδηγμένος, ἡ οὐλή μένει τῆς διαβολῆς» (= Κι ἄν θεραπεύσει τήν πληγή ὁ δαγκωμένος, ἡ οὐλή τῆς συκοφαντίας μένει). Μπορεῖ ὁ Οὑγκώ παρηγορητικά νά μᾶς λέει ὅτι «ἀπό ἕναν κύκνο δέν μπορεῖ νά πέσουν παρά λευκά φτερά», ὡστόσο ἀπό παλιά ἡ συκοφαντία μποροῦσε νά «ξεπουπουλιάσει» κι ἕναν ἀετό.

Σήμερα, χάρη στήν πρόοδο τῆς τεχνολογίας, πού ἐνίσχυσε τό ὁπλοστάσιο τῆς συκοφαντίας μέ τό ραδιόφωνο, τήν τηλοψία καί τίς ποικίλες συσκευές τοῦ διαδικτύου, ἡ «Λάμια» αὐτή προσλαμβάνει τρομακτική ἰσχύ. Ἡ διά τοῦ Τύπου συκοφαντία ἀνήκει στό παλαιό πολεμικό ὁπλοστάσιο σάν τήν ἰταλική ἀραβίδα.

Πολλοί ἄνθρωποι πού τιμοῦν τή γραφή μου, συχνά μέ ἐρωτοῦν –ἰδίως σέ περιόδους ἐκρήξεως σκανδάλων– πόθεν ἡ καταγωγή τοῦ βδελύγματος πού οἱ ἀρχαῖοι ὀνόμασαν συκοφαντία. Εἰλικρινά δέν ξέρω τί νά ἀπαντήσω. Ἡ ἐπικρατοῦσα ἄποψη ὅτι προέρχεται ἀπό τό «φαίνω» (= καταγγέλλω) καί τή λέξη «σύκα», δέν εἶναι πειστική. Διότι τό νά καταγγείλεις κάποιον ὅτι ἔκανε ἐξαγωγή σύκων δέν συνιστοῦσε ἀδίκημα, ἀφοῦ κανείς νόμος δέν ἐμπόδιζε τήν τέτοια ἐξαγωγή. Διατυπώθηκε σέ νεώτερους καιρούς καί ἡ ἄποψη ὅτι συκοφάντης ἦταν αὐτός πού κατηγοροῦσε κάποιον ὅτι εἶχε ἀθέμιτες σχέσεις μέ γυναίκα (σύκο στήν ἀρχαία «ἀργκό» λεγόταν καί τό γυναικεῖο αἰδοῖο). Δέν ξέρω τί νά πῶ! Αὐτό πού μπορῶ μετά βεβαιότητας νά ὑποστηρίξω εἶναι ὅτι ὁ ὅρος ἐμφανίστηκε στήν Ἀθήνα κατά τόν 5ο αἰώνα π.Χ. πρός ὑποδήλωση τῶν διαβολέων, τῶν ὕπουλων τρωκτικῶν πού ροκάνιζαν συστηματικῶς τό δέντρο τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας. Ἄς περιορισθοῦμε σ’ ἕνα μόνον θύμα: τόν Σωκράτη!

Ὡστόσο, ἡ διά τοῦ στόματος ἐκπομπή σπερμολογιῶν, κατά τόν τύπο τοῦ «ψού-ψού», ἐξακολουθεῖ νά διατηρεῖ τήν ἰσχύ της. Εἶναι συχνότατο τό φαινόμενο νά συναντᾶς ἀνθρώπους, τούς ὁποίους οὔτε κάν γνωρίζεις, πού σοῦ δηλητηριάζουν τήν ψυχή μ’ ἐκεῖνο τό φαρμακερό καί δόλιο βέλος τῶν δειλῶν: «Μοῦ εἶπαν ὅτι εἶπες...» ἤ «Μοῦ εἶπαν ὅτι ἔγραψες...» καί ἐν συνεχεία νά σοῦ προσδιορίζουν τό ἀντικείμενο, πού συνηθέστατα εἶναι μιά ποταπή σέ περιεχόμενο πρόταση. Καί μένεις ἄναυδος ἤ ἐνεός ἀπό τό μέγεθος τῆς ἕρπουσας κακοήθειας. Τό φαινόμενο ἔχει ἐκταθεῖ τόσο πολύ ὥστε ἀκόμη καί στήν ἔντυπη δημοσιογραφία, σέ ἐφημερίδες πού εἴθισται νά ὀνομάζονται «ἔγκριτες» νά μήν κυριαρχοῦν οἱ πολιτικές ἀλλ’ οἱ παραπολιτικές στῆλες. Ἔτσι ἡ δημοσιογραφική λειτουργία ξεπέφτει σ’ ἕνα σιχαμερό κουτσομπολιό, πού κάνει πάντα σοβαρόν πολίτη νά ἐπαναλαμβάνει τόν στίχο τοῦ Κυρηναίου ποιητῆ Καλλιμάχου: «Σικχαίνω (= σιχαίνομαι) πάντα τά δημόσια»!

Δέν θά ὑποστηρίξουμε ὅτι ὁ πολιτικός καί κοινωνικός μας βίος εἶναι ἀνθόσπαρτος ἀγρός. Πρόσφατα γράψαμε ὅτι οἱ πολιτικοί μας εἶναι τά πιό καρποφόρα δέντρα ἀπό τόν κῆπο τῆς κόλασης. Ἀλλ’ αὐτό ἀπέχει ἀπό τό νά ἐξαπολύονται συνεχῶς δηλητηριώδη βέλη ἀπό ἐπωνύμους καί ἀνωνύμους ἤ κρυπτομένους πίσω ἀπό διάφορα ψευδώνυμα ὄχι μόνον κατά τῶν πολιτευομένων ἀλλά καί κατά παντός πού τολμᾶ νά ἔχει ἄποψη διαφορετική ἀπό αὐτή πού χαράσσουν τά εὐτελῶς καλούμενα «μήντια». Αὐτό συνιστᾶ μιά μορφή τρομοκρατίας πού κάνει πλῆθος ἐντίμων καί ἱκανῶν πολιτῶν νά μήν τολμοῦν νά ἐκφραστοῦν ἀπό τό φόβο μήπως λασπωθοῦν ἀπό μιά λασπογόνο δημοσιογραφία πού καί αὐτή ὑποχωρεῖ πρό τῶν Στάβλων τοῦ Αὐγεία τῶν νέων συστημάτων ἠλεκτρονικῆς «πληροφορήσεως». Ὑπάρχουν καί στή χώρα μας χιλιάδες ἄνθρωποι πού ψάχνουν ὁλημερίς καί ὁλονυκτίς νά βροῦν κόπρον ὡς τροφή στό διαδίκτυο!

Ἔτσι τά «παπαγαλάκια» τρῶνε τούς ἀετούς. Οἱ ἄνθρωποι ἀξίας, πού θά μποροῦσαν μέ τήν προσφορά τους νά δώσουν στόν τόπο ἀξία, μένουν παροπλισμένοι. Προτιμοῦν τό «ἀθορύβως ζῆν» κι ἀφήνουν τόν κοινωνικό, πνευματικό καί πολιτικό στίβο στούς ταραχοποιούς καί θορυβοποιούς.

Ἔχω ὑποστεῖ –λόγω τῆς μανιάτικης ἰδιοσυγκρασίας μου- μύριες κακοήθεις ἐπιθέσεις. Ἐδήλωσα κάποτε ὅτι δέν μ’ ἐνδιαφέρει τί λένε γιά μένα, ἀρκεῖ νά μήν εἶναι ἀλήθεια. Πρόσφατα πού εἶδα τό ὄνομά μου νά «φιγουράρει» μεταξύ τῶν στενῶν συνεργατῶν τοῦ κ. Σαμαρᾶ (τόν ὁποῖον ἔχω νά συναντήσω ἐπί 8 μῆνες) ὑποχρεώθηκα ν’ ἀπαντήσω μέ μία δανεική φράση: «Νά σταματήσουν νά λένε ψέματα γιά μένα, διότι θά ὑποχρεωθῶ νά πῶ γι’ αὐτούς ...ἀλήθεια»! Ὁ Ταλλεϋράνδος εἶχε πεῖ: «Ὑπάρχει κάτι πιό τσουχτερό ἀπό τή συκοφαντία· ἡ ἀλήθεια». Κι ἔχω πολλές ἀλήθειες στήν τσέπη...

Συνέβη ἐσχάτως σέ μία ἑσπερίδα νά μέ πλησιάσει μιά χαριτόβρυτος κυρία καί νά μοῦ πεῖ δῆθεν ἐμπιστευτικά κάτι οἰκτρό γιά πρόσωπο πού ἐκτιμῶ. Ἄκουσε ὅτι, τῆς εἶπαν, καί μοῦ ἀράδιασε μιά σειρά ρημάτων βδελυγμίας σημαντικῶν. Ὑποχρεώθηκα νά τῆς μιλήσω καυστικῶς:

– Κυρία μου, εἶπα, δέν φταίει αὐτός πού σᾶς τά εἶπε ἀλλ’ ἐσεῖς πού τόν ἀκούσατε. Ὁ μέγας Δημόκριτος συνιστοῦσε:«Καί αὐτός πού λέγει καί αὐτός πού ἀκούει ψέματα θέλουν κρέμασμα. Ὁ πρῶτος ἀπό τή γλώσσα καί ὁ δεύτερος ἀπό τ’ αὐτιά»!

Ἀλλά τότε, ποιός θά ἔμενε ξεκρέμαστος στήν Ἑλλάδα, στή χώρα πού ἡ φημολογία σπέρνει, ἡ διαβολή θερίζει καί ἡ συκοφαντία ἁλωνίζει;

Αναδημοσίευση από την Εστία - Ημερομηνία δημοσίευσης: 03-12-10