Συνάρτηση στόχων η ανάκαμψη

Χρήστος Γιανναράς

Για να βγει μια χώρα από κρίση πολλαπλή (οικονομική χρεοκοπία, κατάρρευση του πολιτικού συστήματος, ανεπάρκεια της κρατικής μηχανής, δραματική απώλεια κοινωνικής συνοχής) δεν αρκούν μέτρα περιστατικά και περιστασιακά, απλώς «πυροσβεστικά». Η Ελλάδα δεν μπορεί να ανακάμψει από τη σημερινή καταβαράθρωση με γιατροσόφια οικονομολόγων και αστειότητες «διαλόγου» ανάμεσα σε συντεχνίες συμφερόντων. Χρειάζεται στόχος ικανός να συνεγείρει καθολικά τις ατομικές συνειδήσεις, να προκαλέσει καινούργιο κοινωνικό συμβόλαιο.

Να καθορίσει η Ελλάδα τον ρόλο της και το περιεχόμενο του ονόματός της στη διεθνή σκηνή, τον δικό της ρόλο στον εταιρισμό με την Ε.Ε. Ο ρόλος δεν απαιτεί οπωσδήποτε ισχύ, πολεμική ή οικονομική, σημαίνει πριν από όλα, ειδοποιό διαφορά, σαφή, έμπρακτη, ενδιαφέρουσα για τους άλλους ετερότητα. Ο Βρετανός, ακόμα και το έσχατο μεθυσμένο ρεμάλι στα προάστια του Μάντσεστερ, σώζει την περηφάνια της διαφοράς του κοσμοπολίτη Αγγλοσάξονα, ο Γάλλος την καύχηση της κουλτούρας του, ο Γερμανός την έπαρση της κυριαρχικής του πάντοτε ισχύος. Δίκαιη, όμως, περηφάνια ετερότητας έχει και ο πολίτης της μικρής, ελάχιστης Φινλανδίας, ο Ούγγρος, ο Εβραίος, ο Ιρλανδός. Για δικούς του λόγους ο καθένας.

Η συνείδηση της ετερότητας δεν είναι ψυχολογική αυθυποβολή, ετικέτα φολκλορική, συλλογικός ναρκισσισμός για κατορθώματα προγόνων. Είναι συνειδητή μετοχή, έμπρακτη και με συνέπεια, σε συγκεκριμένη ευθύνη για συγκεκριμένη πρόταση: Τι το ξεχωριστό αντιπροσωπεύει μια κοινωνία, που ο ιστορικός της περίγυρος το έχει ανάγκη και άλλος δεν μπορεί να το προσφέρει. Αυτό το ξεχωριστό στοιχείο, το ιδιαίτερο, λειτουργεί σαν δελτίο ταυτότητας των πολιτών της χώρας στο διεθνές πεδίο, κυρίως των εκπροσώπων και αρχόντων της, είναι τίτλος προσδιορισμού και αναγνώρισης, αιτιολογικό γνώμης και μετοχής στα διεθνώς συμβαίνοντα.

Με το τεχνητό, μεταπρατικό μας κρατίδιο οι Νεοέλληνες προσπαθήσαμε, εκατόν εβδομήντα χρόνια, να προβάλλουμε ως συλλογική ετερότητα το κουτοπόνηρο επινόημα του Κοραή: Οτι σαρκώνουμε, σαν απευθείας απόγονοι, την αρχαιοελληνική κληρονομιά, χάρη στο όνομά μας και μόνο δικαιούμαστε αναγνώριση και μετοχή στο διεθνές γίγνεσθαι – ασχέτως αν καταλαβαίνουμε γρυ από τη γλώσσα και τα συγγράματα των αρχαίων Ελλήνων, αν χτίζουμε απέναντι από τον Παρθενώνα το αρχιτεκτονικό ανοσιούργημα του κ. Τσουμί.

Πάντως, το ιδεολόγημα της επαρχιώτικης μειονεξίας του κοραϊσμού τέλειωσε, γελοιοποιήθηκε καίρια, με τη στρατιωτική δικτατορία του 1967 - 1974. Και απόμεινε μονόδρομος ο απολυτοποιημένος οικονομισμός, δηλαδή η παραίτηση από κάθε αξίωση συλλογικής ετερότητας, ενεργού ταυτότητας, ξεχωριστού ρόλου στο διεθνές γίγνεσθαι. Αυτή η παραίτηση στο όνομα του απολυτοποιημένου οικονομισμού, είναι το τυπικό γνώρισμα τριτοκοσμικών κυρίως κοινωνιών, παγιδευμένων στη λογική μονοδιάστατης «ανάπτυξης» που θα πει, μεγιστοποίησης της κατά κεφαλήν καταναλωτικής ευχέρειας. Και ως οργανικό παράγωγο του Ιστορικού Υλισμού (από τον οποίο και συμφύονται σιαμαίοι μαρξισμός και καπιταλισμός) εξωραΐστηκε ο απολυτοποιημένος οικονομισμός σαν μονόδρομος «προόδου», παντιέρα μιας λιμασμένης για ευδαιμονισμό «Αριστεράς».

Βέβαια, στον απολυτοποιημένο οικονομισμό είχε παγιδεύσει την Ελλάδα, από τη δεκαετία κιόλας του ’50, ο «εθνάρχης» Κωνσταντίνος Καραμανλής – ανεπίγνωστα (ασφαλώς) ένοχος για ένα από τα πιο στυγερά εγκλήματα στην ελληνική ιστορία: την οικιστική ομοιομορφοποίηση του ελλαδικού τοπίου, την έμπρακτη παραίτηση από κάθε συνείδηση και ευθύνη ετερότητας, αισθητών βιωμάτων ιδιογενούς καταγωγής και συνέχειας. Στον ίδιο αυτόν μονόδρομο επανέφερε τη χώρα ο Καραμανλής και με τη μεταπολίτευση του 1974. Στον οικονομικό επέμεινε και ο Ανδρέας Παπανδρέου, κατασπαταλώντας σε ψηφοθηρικές παροχές τους πακτωλούς των ευρωπαϊκών «πακέτων σύγκλισης» για να εξαγοράσει την ηδονή της εξουσίας.

Σήμερα πια, η ταυτότητα με την οποία προσδιορίζουν την Ελλάδα τα διεθνή ΜΜΕ, η ταυτότητα που αποδίδουν οι πάντες στον Ελληνα όπου της γης ταξιδέψει, είναι αυτή του πολίτη μιας οικονομικά κατεστραμμένης και κοινωνικά διεφθαρμένης χώρας. Το όνομα «Ελλάδα», όπως ακριβώς το όνομα «Ρουάντα» δεν παραπέμπει συνειρμικά ούτε σε Ιστορία ούτε σε πολιτιστική ετερόρτητα, αλλά μόνο σε μια οικονομία ρημαγμένη από ληστρικές συντεχνίες κομμάτων, συνδικάτων και αετονύχηδων «προμηθευτών» του Δημοσίου.

Πώς μπορεί μια τέτοια χώρα να αποβλέψει σε ανάκαμψη ξεκινώντας από τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου και της ευθύνης της στον ευρωπαϊκό και στον διεθνή στίβο; Μοιάζει ουτοπικό, ανεδαφικό, αντιφατικό. Ομως, η συνειδητοποίηση της προτεραιότητας να επανακαθορίσουμε ρόλο και ταυτότητα του Ελληνα στη διεθνή σκηνή, είναι μάλλον το τελευταίο χαρτί που μένει για την αφύπνιση κοινωνικής δυναμικής, την αναχαίτιση της οικονομικής καταστροφής και της κοινωνικής αποσύνθεσης. Ουτοπικό και ανεδαφικό είναι να περιμένουμε αυτόν τον επανακαθορισμό από το ελεεινό και υπόδικο στις συνειδήσεις πολιτικό προσωπικό της χώρας. Μπορούμε να τον πετύχουμε στο πεδίο της λογικής και της δικής μας ανάγκης: αν πάρουμε απόσταση από την κομματική καφρίλα.

Η γλώσσα, παρ’ όλη τη διαστρέβλωση και ατίμωσή της από όσους εγκλημάτισαν στο υπουργείο Παιδείας μετά τη μεταπολίτευση, παραμένει δυναμική ζύμη για την αποκατάσταση της συλλογικής ετερότητας των Ελλήνων. Η σπουδή και επανεύρεση της μακραίωνης εμπειρικής παράδοσης, από τον Θουκυδίδη ώς τον Μακρυγιάννη, του μεταφυσικού στόχου της πολιτικής, η εκδοχή της πολιτικής ως κοινού αθλήματος να «αληθεύει» ο βίος, μπορεί επίσης να είναι ελληνική μοναδικότητα κατεξοχήν επίκαιρη στο φθίνον «παράδειγμα» της Νεωτερικότητας σήμερα. Δεν μιλάμε για θρησκευτικά ιδεολογήματα που εγκυμονούν φονταμενταλισμούς και θεοκρατίες τύπου Χομεϊνί ή Μπους, αλλά για το πέρασμα από «το ζητείν απανταχού το χρήσιμον» στο «αποβλέπειν προς το αληθέστατον». Με την αλήθεια κατόρθωμα σχέσεων κοινωνίας, όχι νάρθηκα κανονιστικών διατάξεων.

Γλώσσα και αλήθεια, δηλαδή ελευθερία από τον πρωτογονισμό του ατομοκεντρισμού και της ιδιοτέλειας, γεννούσαν πάντοτε όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της ελληνικής ιδιαιτερότητας: Το φιλότιμο (την ευγενέστερη εκδοχή της φιλοδοξίας: ανάγκη για τα «δίκαια και ανεκτίμητα εύγε»), την αρχοντιά της φιλοξενίας, τη μεγαλοψυχία της προσφοράς, την πατίνα της «ευγένειας» (nobilitas, εξοχότητας) που ήταν κατάκτηση ήθους, όχι δεδομένο βιολογικής καταγωγής.

Οσο μεγαλώνει η «μικρά ζύμη» των πολιτών των συνειδητοποιημένων σε αυτές τις προτεραιότητες, σώζεται και η ελπίδα να απελευθερωθεί κάποτε η ελληνική κοινωνία από τη σημερινή υποτέλεια στα συμφέροντα και στις ορέξεις του κομματικού, δημοσιογραφικού, συνδικαλιστικού υποκόσμου. Το άρρωστο κομμάτι αυτής της κοινωνίας διαχειρίζεται τις τύχες όλων μας, βασανίζει σαδιστικά τους πολλούς μόνο για τη δική του ψυχοπαθολογική ηδονή της εξουσίας και της δημοσιότητας. Ομως, όταν η συνειδητοποίηση του τι μας στερούν κερδίσει την κρίσιμη μάζα του κοινωνικού σώματος, τότε θα συμβεί η απροκαθόριστη έκρηξη, η πραγματική, όχι ρητορική εθνεγερσία.

Και ο τρόπος της εθνεγερσίας, πάντοτε, μόνον ένας: Υπηρεσιακή κυβέρνηση εξωκομματικών προσωπικοτήτων, με εντολή για τη σύγκληση Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης και καινούργιο, εξ υπαρχής, Σύνταγμα.

Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή - Ημερομηνία δημοσίευσης: 10-10-10