Η πρόκληση της επιβίωσης του Ευρώ

Δρ. Χριστόδουλος Χριστοδούλου*

Πρέπει νάμαστε πολύ προσεκτικοί όταν αποτιμούμε τις εκτιμήσεις επώνυμων οικονομολόγων διεθνούς εκτοπίσματος ή και καθιερωμένων αξιολογικών οίκων για τα εθνικά και παγκόσμια χρηματοοικονομικά. Γιατί, ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή του σκληρού ανταγωνισμού και του αδίστακτου πολέμου μεταξύ των οργανωμένων συμφερόντων, οι σκοπιμότητες, οι προκαταλήψεις και οι κατευθυνόμενες εκτιμήσεις, αξιολογήσεις και προβλέψεις δεν είναι ούτε ασυνήθιστο ούτε εξαιρετικό φαινόμενο. Αποτελούν, πλέον, όλα αυτά τον κανόνα που επηρεάζει ή και διαμορφώνει καθοριστικά τη συμπεριφορά των δήθεν «ανεξάρτητων» φωστήρων και «ανεπηρέαστων μεγαλοειδημόνων».

Με βάση αυτή τη λογική και κάτω απ’ αυτή τη θεώρηση θα πρέπει να αντικρίζονται πια τα δεδομένα που μας διοχετεύονται σχετικά με τις μελλοντικές εξελίξεις των εθνικών και παγκόσμιων χρηματοοικονομικών πραγμάτων. Είναι, οπωσδήποτε, απογοητευτική η διαπίστωση αυτή. Δεν είναι, όμως, ούτε αυθαίρετη ούτε εξωπραγματική.

Δεν είναι τυχαίες ούτε αδικαιολόγητες οι πρόσφατες εκρήξεις του συνήθως συντηρητικού Τρισέ, Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του συντηρητικότερου Μπαρόζο, Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και των άκρως συγκρατημένων Γιούνκερ, Προέδρου της Ευρωζώνης και του Ρομπέϊ, Προέδρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι οποίοι κατηγόρησαν τους διεθνείς αξιολογικούς οίκους, εμμέσως πλην σαφώς, για τις αξιολογήσεις τους σχετικά με το ευρώ και τις οικονομίες χωρών της Ευρωζώνης και τις χαρακτήρισαν είτε εσφαλμένες είτε υπερβολικά δυσμενείς είτε «ανεξήγητα» προκατειλημμένες.

Ας είμαστε, όμως, ρεαλιστές. Στο χώρο της οικονομίας, εθνικής και παγκόσμιας, η παρείσφρηση του ανεξήγητου και η εμφάνιση του απροσδόκητου δεν αποτελούν ασυνήθιστα φαινόμενα. Τα οικονομικά φαινόμενα δεν ανήκουν στο χώρο των θετικών επιστημών. Και δεν υπόκεινται αναπόδραστα, καθόσον αφορά τη διαμόρφωση και την εξέλιξή τους, σε νόμους και κανόνες απαράβατους και προκαθορισμένων αποτελεσμάτων. Δεν είναι η οικονομική επιστήμη σε όλη της την έκταση και με όλα τα πολυάριθμα παρακλάδια της, ούτε μαθηματικά, ούτε χημεία, ούτε φυσική. Είναι μια επιστήμη ενταγμένη στον ευρύ χώρο των κοινωνικών επιστημών που υπόκειται στη σχετικότητα των εκτιμήσεων και των προβλέψεων λόγω και των μεταπτώσεων που δημιουργούν οι σκοπιμότητες, οι στοχεύσεις και η ψυχολογία των ανθρώπων.

Η πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση έδωσε, καθώς ήταν αναμενόμενο, την αφορμή και αποτέλεσε την αιτία να μπει στο στόχαστρο των εκτιμήσεων και των προβλέψεων το παρόν και, κυρίως, το μέλλον του ευρώ και της Ευρωζώνης. Πολλοί είναι εκείνοι, οι οποίοι, είτε γιατί το πιστεύουν, είτε γιατί το στοχεύουν, είτε γιατί το επιθυμούν, προέβησαν και προβαίνουν ακόμη σε απαισιόδοξες προβλέψεις σχετικά με το μέλλον του ευρώ και τις προοπτικές επιβίωσης της Ευρωζώνης.

Κύριο επιχείρημά τους η σχετικά πρόσφατη υποχώρηση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου και τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οικονομίες χωρών ενταγμένων στην ευρωζώνη, όπως εκείνες της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας. Και το μεν πρώτο επιχείρημα αποδεικνύεται ήδη αβάσιμο, αφού ήδη το ευρώ ανακτά το χαμένο έδαφος έναντι του δολαρίου, αν και, κατά τους αντικειμενικούς παρατηρητές, παραμένει υπερτιμημένο, ενώ το δεύτερο επιχείρημα δεν στερείται αυθαιρεσίας, αφού παρόμοιου μεγέθους και υφής προβλήματα αντιμετωπίζουν και άλλες χώρες εκτός της ζώνης του ευρώ, όπως η Ουγγαρία ή και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Ισλανδία η οποία έχει χρεοκοπήσει.

Σοβαρά προβλήματα αντιμετώπισαν, άλλωστε, και εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν, και οικονομίες μεγαθήρια όπως εκείνες των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας. Με ελλείμματα και χρέος και ανεργία ίσου ή παραπλήσιου μεγέθους με εκείνα των προαναφερθεισών τεσσάρων χωρών της Ευρωζώνης. Με τη σημαντική διαφορά ότι αυτές οι μεγαλοοικονομίες δεν έγιναν στόχος της αδίστακτης πολεμικής και της εκμετάλλευσης των μεγαλοσπεκουλαδόρων που καθεδρεύουν κυρίως στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία.

Οπωσδήποτε η ζώνη του ευρώ βρίσκεται, κατά φυσικό λόγο, κατέναντι ιδιαζόντων σοβαρών προβλημάτων, και λόγω της σχετικά πρόσφατης συγκρότησής της (ένδεκα μόλις χρόνια έχουν περάσει από την καθιέρωση του ευρώ) και της ανομοιογένειας των βασικών συνθετικών παραγόντων των επιμέρους οικονομιών που είναι ενταγμένες σ’ αυτή. Και, ακόμη, γιατί η καθιέρωση του κοινού νομίσματος δεν συνοδεύεται και από κοινή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική, η οποία να επικυριαρχεί και να επιβάλλεται αναγκαστικά στις οικονομικές πολιτικές των εθνικών κρατών που μετέχουν στη ζώνη του ευρώ.

Πρέπει να θέσουμε με ειλικρίνεια τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων. Και να ομολογήσουμε ότι το ευρώ δεν έχει μέχρι τώρα, παρά τα πλήγματα, τα οποία έχει δεχθεί από την κρίση που ξεπήγασε από την πανίσχυρη χώρα του δολαρίου, υποστεί φθορά ή υποχώρηση μεγαλύτερη από εκείνες άλλων νομισμάτων όπως του δολαρίου και του γεν. Αντίθετα, μια περαιτέρω υποχώρησή του μέχρι και 10% θα διευκόλυνε αφάνταστα τις εθνικές οικονομίες των χωρών μελών της ευρωζώνης σε καίριους τομείς, όπως οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, στους οποίους βασίζουν την περαιτέρω ανάπτυξή τους.

Είναι, όμως, και το σοβαρό και μη αμελητέο πρόβλημα της ανομοιομορφίας του επιπέδου και των προβλημάτων των οικονομιών των χωρών μελών της ευρωζώνης και της απουσίας ή σημαντικής έλλειψης ενός κεντρικού οργάνου, το οποίο να ασκεί αναγκαστικό συντονιστικό ρόλο σε καίριους τομείς όπως η δημοσιονομική πολιτική των χωρών αυτών. Μια έλλειψη ή ένα σημαντικό κενό που μόνο με την ύπαρξη μιας αντίστοιχης πολιτικής ένωσης των χωρών μελών της ζώνης του ευρώ θα μπορούσε να αναπληρωθεί.

Χαρακτηριστικές είναι οι σχετικές δηλώσεις όπως εκείνη του βρετανού Υπουργού των Οικονομικών Τζορτζ Όσμπορν ότι «οι χώρες της Νότιας Ευρώπης πρέπει να μειώσουν τα ελλείμματα των προϋπολογισμών τους και να δείξουν ότι μπορούν ζουν στα πλαίσια των πραγματικών δυνατοτήτων τους» και εκείνη του Προέδρου των χωρών της ευρωζώνης κ. Γιούνκερ με αφορμή τη μερική εξασθένιση κατά 7% του ευρώ έναντι του δολαρίου προ δύο μηνών ότι «Οι ευρωπαϊκές νομισματικές αρχές παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στο θέμα της ισοτιμίας του ευρώ και γνωρίζουν καλύτερα τι πρέπει να κάνουν».

Έκτοτε οι ευρωπαϊκές αρχές, στα πλαίσια του Συμβουλίου Υπουργών (Ecofin), με πρωτοστάτες τους Γερμανούς αλλά και άλλες χώρες ισχυρών οικονομιών της ευρωζώνης, προέβησαν στη λήψη ή την εξαγγελία μιας σειράς μέτρων, τα οποία στοχεύουν ακριβώς να θέσουν σε εφαρμογή ένα σύστημα κεντρικού ελέγχου σε βασικούς τομείς των οικονομιών των εθνικών κρατών μελών, σε συνδυασμό με αυστηρές κυρώσεις σε βάρος εκείνων που δεν θα επιδεικνύουν την αναγκαία ή επιβαλλόμενη συμμόρφωση.

Μεταξύ άλλων έχει γίνει αποδεκτή η εισήγηση / απαίτηση για την εκ των προτέρων εξέταση των βασικών προνοιών των εθνικών προϋπολογισμών από μέρους των αρμόδιων ευρωπαϊκών οργάνων και κυρίως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ώστε να συνάδουν προς τις αρχές και τις κατευθυντήριες γραμμές της Ε.Ε., αλλά και προς τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις της κάθε χώρας.

Μελετάται, επίσης, πρόταση της Γερμανίας για πιο αυστηρές κυρώσεις εναντίον χωρών που υπερβαίνουν τα ελάχιστα επιτρεπόμενα όρια του δημόσιου χρέους και των ελλειμμάτων, όπως η αναστολή καταβολής επιδοτήσεων προς υπότροπες χώρες, η αναστολή του δικαιώματος ψήφου τους και η επιβολή σοβαρών οικονομικών κυρώσεων.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσον τα εν λόγω πρόσθετα μέτρα και οι αυστηρότερες κυρώσεις θα ενεργήσουν ως υποκατάστατο του κεντρικού συντονισμού που εξασφαλίζει η πολιτική ενοποίηση, η οποία, στο προσεχές τουλάχιστον μέλλον, κρίνεται αντικειμενικά ανέφικτη.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, στα οικονομικά δρώμενα η απόλυτη, ή με βεβαιότητα, πρόβλεψη σχετικά με τις μελλοντικές εξελίξεις και συμπεριφορές είναι εκ των πραγμάτων και της κτηθείσας πείρας παρακινδυνευμένη αν όχι σχεδόν αδύνατη. Όμως η πρόκληση για την επιβίωση του ευρώ είναι τόσο μεγάλη που δεν μπορεί να μην ήταν γνωστή εξ υπαρχής στους μεγάλους εμπνευστές της δημιουργίας της ευρωπαϊκής νομισματικής ενοποίησης. Και, συνεπώς, ούτε και οι κίνδυνοι και τα προβλήματα από την έλλειψη της πολιτικής ενοποίησης. Κάτω απ’ αυτή τη θεώρηση οι προοπτικές για το μέλλον του ευρώ δεν μπορεί να συνηγορούν υπέρ της εξουδετέρωσης ή της εξαφάνισής του. Η ενωμένη Ευρώπη αναμένεται να κάνει και άλλα βήματα προς τα εμπρός και όχι προς τα οπίσω. Το αντίθετο θα ήταν όχι μόνο ανεπιθύμητο αλλά και τραγικό.

*Πρώην Υπουργός Οικονομικών και Εσωτερικών και τέως Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου

Αναδημοσίευση από το περιοδικό Euroκέρδος - Τεύχος 137/Σεπτέμβριος 2010