Προσωπίδα του Αγαμέμνονα (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο) |
Γεώργιος Μπαμπινιώτης
Τους τελευταίους μήνες κατακλυζόμαστε από όγκους οικονομ(ικ)ο-λογίας, από οικονομικά, οικονομίες, οικονομολόγους, εξοικονομήσεις, ακόμη και από ανοικονόμητες «κονόμες» και «κονομισιές» τής διαφθοράς. Και μέσα στη συμφορά που μάς βρήκε αυτό είναι, βέβαια, δικαιολογημένο και ρεαλιστικό. Αναρωτιέμαι όμως αν είναι εξίσου δικαιολογημένο και χρήσιμο για τον τόπο και για τις διαγραφόμενες εξελίξεις να μην ακούγεται λέξη για τον πολιτισμό. (Με εξαίρεση, φυσικά, τον αρμόδιο Υπουργό Πολιτισμού, ο οποίος πράγματι και μιλάει και- περισσότερο από τα λόγια αγωνίζεται να πετύχει συγκεκριμένους πολιτισμικούς στόχους, πάντοτε μέσα στην αδήριτη οικονομική συγκυρία.) Εκείνο που ισχυρίζομαι είναι ότι οι πολιτικές ηγεσίες όλων των κομμάτων δεν λένε λέξη για τον πολιτισμό! Δεν υπάρχει στον πολιτικό τους λόγο, στη σκέψη, στην επιχειρηματολογία, κυρίως στις πολιτικές προτάσεις και στην κριτική τους μια φανερή έγνοια για τον πολιτισμό, για την καλλιέργεια και την προβολή τού πολιτισμού. Το μεγαλύτερο δηλ. κεφάλαιο αυτής τής χώρας, το εσωτερικά και εξωτερικά αναγκαίο και αξιοποιήσιμο, απουσιάζει παντελώς από την πολιτική σκέψη και τον πολιτικό μας λόγο. Δεν σκέπτονται τουλάχιστον οι πολιτικοί ταγοί μας ότι στην παράδοση αυτής τής χώρας ο πολιτισμός και ως λέξη και ως έννοια είναι συνυφασμένος με τον πολίτη και την πολιτική;
Πανοικονομισμός, λοιπόν. Πιστέψαμε ξαφνικά ότι τα πάντα (;) σ΄ αυτή την κρίση και για τα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα λυθούν (;) με αυστηρά οικονομικά μέτρα και μόνο (;). Με το όνειρο μιας σωτήριας ραγδαίας και θεαματικής οικονομικής ανάπτυξης, η οποία δεν φαίνεται στον ορίζοντα ούτε γνωρίζουμε σε ποια παιδεία και προετοιμασία των πολιτών θα στηριχθεί; Στη νοοτροπία και «την οικονομία τής κονόμας» που εκθρέψαμε; Ποιο ανθρώπινο δυναμικό κοινωνικά ευαισθητοποιημένο, ψυχικά και πνευματικά καθαρμένο, παιδευτικά και πολιτιστικά ετοιμασμένο θα επωμισθεί το ασήκωτο φορτίο τής ανάπτυξης;
Εδώ, λοιπόν, ανακύπτει ένα μείζον θέμα ουσίας που καταπλακώθηκε από την οικονομική συγκυρία: πώς θα αξιοποιήσουμε τώρα, που το χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ άλλοτε, το κεφάλαιο τού πολιτισμού μας. Πώς θα ξεκινήσει ο αγώνας να ανασυρθεί ο πέπλος τής απαξίωσης που καλύπτει τη χώρα μας; Θα το αντέξουμε άλλο να είμαστε προκλητικά απόντες εκεί που άρχισαν να προβάλλουν τον πολιτισμό τους σωρηδόν Ρουμάνοι, Βούλγαροι, ακόμη και Σκοπιανοί, για να μην αναφερθώ στη μακρόχρονη, συστηματική, στρατηγικά στοχευμένη και επιτυχημένη πολιτιστική δραστηριότητα των Αγγλων (Βritish Council), των Γάλλων (Ιnstitut Francais), των Γερμανών (Goethe), των Ισπανών (Τhervantes) και τόσων άλλων; Τώρα και στο άμεσο μέλλον είναι που χρειάζονται μεγάλες ποιοτικές εκδηλώσεις για τον ελληνικό πολιτισμό στις χώρες τής Ευρώπης, αλλά και τής Αμερικής και τής Ασίας, τον παλαιότερο και τον σύγχρονο: τον παλαιότερο πολιτισμό μας, που πρέπει να λειτουργεί ως σταθερή υπόμνηση τής συμβολής τής Ελλάδος σ΄ αυτό που αποτελεί τον δυτικό και γενικότερα τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, και καθόλου λιγότερο τον νεότερο και σύγχρονο πολιτισμό μας (τη μουσική, τη λογοτεχνία, τα εικαστικά, το θέατρο, τον κινηματογράφο, την αρχιτεκτονική, τη διανόηση, την επιστήμη, την παράδοση, την ορθοδοξία και, φυσικά, το άλλο μεγάλο μας κεφάλαιο, την ελληνική γλώσσα).
Το έχω ξαναγράψει. Ποιες ενέργειες και ποιες συσπειρώσεις έγιναν ποτέ από τη χώρα μας στο πλαίσιο μιας ευρύτερης παιδευτικής και πολιτιστικής εξωτερικής πολιτικής, ώστε να μη φύγουν τα κλασικά ανθρωπιστικά γράμματα από την ευρωπαϊκή σχολική Εκπαίδευση; Αυτά που γαλουχούσαν επί χρόνια χιλιάδες ευρωπαίων πολιτών με μορφές, πρότυπα, μηνύματα και αξίες, με ανεπανάληπτα κείμενα, που τους έκαναν να τιμούν την Ελλάδα και τον πολιτισμό της και να θέλουν να επισκεφθούν την Αθήνα με τον Παρθενώνα, την Ολυμπία, την Επίδαυρο, τις Μυκήνες, τη Βεργίνα, την Ιθάκη, τα νησιά μας. Πώς κατόπιν αυτής τής αδράνειας και τής ολιγωρίας μας να μην επικρατήσει- με τη βοήθεια ποικίλων συμφερόντων και άστοχων δικών μας χειρισμών- αυτή η γενικευμένη σχεδόν απαξίωση, τής οποίας η κορυφή μόνο τού παγόβουνου είναι η οικονομική απαξίωση και κατακραυγή; Με δικές μας ενέργειες και παραλείψεις φτάσαμε να ντρεπόμαστε αυτόν τον καιρό στο εξωτερικό να λέμε ότι είμαστε Ελληνες, ένα όνομα και έναν τίτλο καταγωγής που τον φέρναμε με περηφάνια και πολιτιστικό και ηθικό αντίκρυσμα κάποια χρόνια πριν.
Μήπως υπό τις συνθήκες αυτές, από τα ραπίσματα που δεχθήκαμε και δεχόμαστε, παθόντες πλέον και (ας ελπίσουμε) μαθόντες, είναι καιρός και ευκαιρία να αφυπνισθούμε και να αναλάβουμε- παράλληλα και υποστηρικτικά προς την προσπάθεια τής οικονομικής μας ανάκαμψηςκι έναν αγώνα πολιτιστικής ανάκαμψης με τη χάραξη μιας γενναίας πολιτιστικής πολιτικής εντός και εκτός Ελλάδος; Με πρωτοβουλία τής πολιτικής ηγεσίας τού αρμόδιου Υπουργείου και τού ίδιου ίσως τού Πρωθυπουργού, για να δοθεί η δέουσα βαρύτητα, μήπως ήλθε η ώρα να κληθούν και να στέρξουν οι μεγάλοι οικονομικοί παράγοντες τής χώρας να συμμετάσχουν στη χάραξη μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής προβολής τού ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό και να τη στηρίξουν οικονομικά στον αγώνα ανατροπής τής απαξίωσης που πλήττει την πατρίδα μας; Αυτή τη φορά, ας μη τους φωνάξουμε μόνο για να δώσουν χρήματα, αλλά ας ακούσουμε τι έχουν να πουν για αυτό το κοινό και μεγάλο θέμα.
Τέλος, δεν είναι η ώρα- αφού μιλάμε τόσο για ανάπτυξη- να συνδυασθεί μια τέτοια οργανωμένη προσπάθεια μ΄ έναν άμεσο σχεδιασμό ανάπτυξης τού πολιτισμικού τουρισμού, που θα απέφερε σημαντικούς πόρους στον τομέα ανάπτυξης τής χώρας μας; Πώς έγινε η Βιέννη της (όχι γιγάντειας οικονομικά) Αυστρίας πόλος έλξεως εκατομμυρίων τουριστών με πολιτιστικά ενδιαφέροντα; Ή μήπως ο πολιτισμός για μάς αποτελεί πολυτέλεια που- όπως μέχρι τώρα- κρίνουμε ότι δεν χρειάζεται να μάς απασχολήσει ιδιαίτερα;
Ο κ. Γ. Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τέως πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αναδημοσίευση από το Βήμα - Ημερομηνία δημοσίευσης: 13-06-10