Το μυστήριο της Όγδοης Ημέρας

«Ἡ εἰς Ἃδου Κάθοδος τοῦ Χριστοῦ» («Ἡ Ἀνάστασις»), λεπτομέρεια, νωπογραφία, 1315-1320. Κωνσταντινούπολη, Μονή της Χώρας (παρεκκλήσιο)

Χρήστος Γιανναράς

ΑΝ Η ΠΙΣΤΗ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΓΝΩΣΗ και όχι ιδεολογική βεβαιότητα, αν είναι προσωπική εμπειρία και όχι θεωρητική πεποίθηση, τότε η αντικειμενική διάκριση ανάμεσα σε πιστούς και άπιστους είναι συχνά σχετική• υπάρχουν άνθρωποι που αντιστέκονται στην πίστη τους και άνθρωποι που αντιστέκονται στην απιστία τους. Γι' αυτούς τους δεύτερους, η νύχτα της Ανάστασης είναι το ισχυρότερο αντίδοτο στην ολιγοπιστία, τη θρεμμένη συνήθως με αμφιβολία, ραθυμία ή απογοήτευση.

Μιλάω συγκεκριμένα για τον όρθρο του Πάσχα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Είναι ένα μέτρο ζωής πραγματικά μοναδικό, η πιο προσιτή ίσως φανέρωση της χαράς και της βεβαιότητας της σωτηρίας. Πέρα από το σκεπτικισμό, την αμφιβολία ή την αμφισβήτηση, οι στιγμές αυτής της νύχτας είναι μια άμεση πρόσκληση στο πανηγύρι της πίστης, μέσα από μια χαρά ανεξήγητη στους ολιγόπιστους, κι ωστόσο αισθητή ακόμα και με το σώμα. Στις λίγες αυτές στιγμές κάθε χρόνο, αξιωνόμαστε ο καθένας μια προσέγγιση -διαφοροποιημένη από την απλή συγκινησιακή ευφορία ως την πραγματική αποκάλυψη-του έσχατου «τέλους» της Εκκλησίας, που είναι ο ερωτικός χρόνος της Όγδοης Ημέρας.

Ο τεχνολογικός κόσμος μας μοιάζει να έχει χάσει την υπερχρονική διάσταση της ελπίδας, έχει μεταβάλει τη μεταφυσική σε αφηρημένη θεωρητική ενασχόληση ή προσπαθεί να κατοχυρώσει διαλεκτικά τον υποχρεωτικό μηδενισμό της ανθρώπινης ύπαρξης. Από την άλλη μεριά, οι θρησκευτικοί άνθρωποι έχουμε αλλοιώσει την πίστη σε μια εγκόσμια ψυχολογική διευκόλυνση ή σε ηθική και κοινωνική σκοπιμότητα, άγευστοι και αποξενωμένοι από τις ουσιαστικές πραγματικότητες, τις μη μετρητές και μη ορώμενες. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ζωής, η Εκκλησία έρχεται να προσφέρει την πασχάλια εμπειρία της, δηλαδή τη χαρά σαν καινούργια γνωστική δυνατότητα -γεύση και αίσθηση του αδιάστατου χρόνου της προσωπικής σχέσης, της αγαπητικής κοινωνίας. Η χαρά του όρθρου της Ανάστασης δεν είναι συναισθηματική απλώς και λυρική ευφροσύνη• μπορεί να γίνει μια μετάγγιση βεβαιότητας για την κατάργηση του θανάτου. Αυτό το πλήθος των πιστών, με το φώς της ελπίδας στα κεριά και στα πρόσωπα, ξέρει ίσως ελάχιστα ή καθόλου θεολογία, αλλά βεβαιώνει πώς ο Χριστός ανέστη και νιώθει ότι αυτή η Ανάσταση έχει άμεση σχέση με τη δική του ύπαρξη. Αν ο Χριστός αληθώς ανέστη, τότε ο Θεός δεν είναι μια απρόσιτη ή αφηρημένη αλήθεια, αλλά μια συγκεκριμένη προσωπική προσέγγιση στον άνθρωπο, μια θεανθρώπινη υπόσταση -πληρωματική πρόσληψη του ανθρώπου και εγκεντρισμός του στη θεία ζωή.

Εξηγώντας θεωρητικά αυτή την πρόσληψη του ανθρώπου και τον εγκεντρισμό του στη θεία ζωή, θα λέγαμε ότι είναι μια έξοδος και ανάσταση από τη φθορά και το θάνατο της ατομικότητας: η αποκατάσταση του ανθρώπου στο πλήρωμα των προσωπικών του δυνατοτήτων. Η «βιολογική» ατομικότητα, δηλαδή ο εγωκεντρισμός, η ψυχολογική αυτοάμυνα, η υποκειμενική αυτάρκεια, σημαίνουν τη νέκρωση των ουσιωδών «λειτουργιών» του ανθρώπου: της αγάπης, της προσωπικής κοινωνίας με τον Θεό, της μετοχής στο μυστήριο του κόσμου και της Ιστορίας. Αυτή η νέκρωση είναι η καταδίκη που συνοδεύει την προπατορική πτώση του ανθρώπου, την ανταρσία και το χωρισμό του από τον Θεό, είναι ο «παρά φύσιν» τεμαχισμός του ανθρώπου σε επαναστατημένες και αλληλοεπίβουλες ατομικότητες. Καί είναι ο Χριστός που προσέλαβε αυτή τη νέκρωση του ανθρώπου και τη μετέβαλε σε ένωση και κοινωνία με τον Θεό, κατέλυσε στο σώμα Του το θάνατο της φυσικής απόστασης από τον Θεό και τους άλλους, ανέστησε τον άνθρωπο στη ζωή της αγαπητικής κοινωνίας. Η πασχάλια χαρά της Εκκλησίας εκφράζει την εμπειρική υποτύπωση αυτών των άρρητων πραγματικοτήτων. Η χαρά στην αναστάσιμη νύχτα γίνεται κατηγορία υπαρκτική, γνωστική δυνατότητα, χώρος και χρόνος ζωής. Ο φθαρτός χρόνος της μετρητής διαδοχής, που προσδιορίζει τη βιολογική ατομικότητα -τη γέννηση, την αύξηση, τη φθορά και το θάνατο- μεταμορφώνεται σε αδιάστατο παρόν μιας πληρωματικής σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό. Είναι αυτός ο χρόνος της Όγδοης Ημέρας, ένας χρόνος πέρα από το χρόνο, είναι το παρόν της Αναστάσεως, ο κατακλυσμός των βαθέων της ζωής και των καταχθόνιων του θανάτου από την προσωπική Παρουσία της θείας αγάπης.

Όντας ο χρόνος της αγαπητικής κοινωνίας η Όγδοη Ημέρα, είναι και η πραγματικότητα ενός σώματος κοινωνίας, είναι το αναστημένο σώμα του Χρίστου, το «θνητόν» ντυμένο «αφθαρσίας ευπρέπειαν». Αυτή η σύναξη της χαράς στον πασχάλιο όρθρο, η Εκκλησία στις διαστάσεις της Βασιλείας, είναι σώμα Του, είμαστε δικοί Του. Μετέχουμε όλοι στο πανηγύρι αυτό της κατάργησης του θανάτου, στην πραγματικότητα του αναστημένου αυτού σώματος, της άφθαρτης αυτής κοινωνίας. Μόνο εκούσια μπορεί να αποκλείσει κανείς τον εαυτό του από το Νυμφώνα. Άλλοι λόγοι και αιτίες αποκλεισμού δεν υπάρχουν. Ο Χριστός «συνανέστησε παγγενῆ τόν Ἀδάμ, ἀναστάς ἐκ τοῦ τάφου» - όλο το γένος, τον κάθε άνθρωπο. Μέτοχοι όλοι στο Δείπνο της Βασιλείας, όλοι δεκτοί, πέρα από κάθε ηθική και αξιολογική διαβάθμιση. Εγκρατείς και ράθυμοι, εργάτες της πρώτης και εργάτες της ενδέκατης ώρας, αμαρτωλοί και ενάρετοι. Αρκεί να προσέλθουμε στο πανηγύρι της πίστης, να πούμε «ναι» στη συντελεσμένη πρόσληψή μας από τον Θεό, να μπολιαστούμε στο αναστημένο Σώμα. Μοναδικό κριτήριο και προϋπόθεση για την ενσωμάτωσή μας είναι η αγάπη αναστημένη από το θάνατο της ατομικής αυτάρκειας, η ενεργοποιημένη κατάφαση στον μανικό έρωτα του Θεού για τον άνθρωπο. Η δική Του χρηστότητα δεν αποβάλλει κανέναν. Ληστές και τελώνες, πόρνες και άσωτοι, μαζί με τους ασκητές και τους όσιους, όλοι μεταμορφώνονται σε μεγέθη φανερώσεως της αγάπης του Θεού.

Αυτή η λαμπροφόρα νύχτα της Αναστάσεως, είναι, πραγματικά, η εναργέστερη υποτύπωση του μυστηρίου της Όγδοης Ημέρας, της πραγματικότητας των «εσχάτων». Γι' αυτό και είναι νύχτα χαράς, άλλα και νύχτα κρίσεως. Δεν είναι ο Θεός ο κριτής, παρά μόνο ως μέτρο αγάπης και φιλανθρωπίας• ο άνθρωπος είναι που κρίνεται από μόνος του, ελεύθερα αποδεχόμενος ή απορρίπτοντας τη θεία αγάπη, προσχωρώντας στη χαρά της κοινωνίας των άγιων ή προτιμώντας την κόλαση της ατομικής μοναξιάς. Η κρίση συντελείται στα όρια της ελευθερίας του ανθρώπου και όχι με τα μέτρα μιας δικανικής «δικαιοσύνης» του Θεού. Το φώς της Αναστάσεως διαλύει τα ανθρώπινα δικανικά σχήματα, το φόβο της αντικειμενικής «κρίσεως», το σκοτάδι του θανάτου, την άβυσσο της εξωτερικά επιβαλλόμενης κόλασης. «Καί πῶς ὀνομάζεις τόν Θεόν δίκαιον, λέει ένας από τους εκπληκτικότερους μάρτυρες της Αναστάσεως, ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, ποῦ ἐστιν ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ; ...Ἀντί τῆς ἀνταποδόσεως τῆς δικαίας, αὐτός ἀνάστασιν ἀνταποδίδωσι τοῖς ἁμαρτωλοῖς• καί ἀντί τῶν σωμάτων τῶν καταπατησάντων τόν νόμον αὐτοῦ, ἀφθαρσίας δόξαν τελείαν ἐνδύει αυτούς... Μή καλέσης τόν Θεόν δίκαιον, ὃτι ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ οὐ γνωρίζεται ἐν τοῖς πράγμασί σου... Ἀγαθός ἐστι, φησί, τοῖς πονηροῖς καί ἀσεβέσι».

Στις διαστάσεις της Όγδοης Ημέρας η δικαιοσύνη μεταμορφώνεται σε αγάπη, σε παραφορά ερωτικής αγαθότητας, σε αναίρεση της αμαρτίας και του θανάτου, αλλά και σε ταυτόχρονο σεβασμό της ελευθερίας του ανθρώπινου προσώπου. Στο χώρο των «εσχάτων», λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, φανερώνεται η πραγματικότητα της Αναστάσεως, η ένωση του Θεού με όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους. Αλλά αυτή η ένωση, ενώ θα καταργεί τη φυσική απόσταση του ανθρώπου από τον Θεό, δεν θα παραβιάζει την ελευθερία του κάθε προσώπου• έτσι, για τους «αξίους», όπως λέει ο Μάξιμος, όσους δέχονται την αγάπη του Θεού, η ένωση μαζί Του θα είναι «θεία και ανεννόητος ηδονή», ενώ για τους «αναξίους», αυτούς που έχουν αρνηθεί τη δυνατότητα της αγάπης, θα είναι «ανεκλάλητος οδύνη». Όχι λοιπόν η νομική παράβαση, η αποτυχία και αδυναμία του ανθρώπου, αλλά μονάχα η ελευθερία, ως άρνηση της αγάπης, είναι ποιητική κολάσεως. Άλλη ποιότητα ζωής δεν υπάρχει στην Όγδοη Ημέρα: η αγάπη κρίνει, η αγάπη δικαιώνει. «Τά πάντα και ἐν πᾶσι» είναι φανέρωση του αδιάστατου χρόνου της αγαπητικής κοινωνίας ανθρώπου και Θεού.

Η χαρά του πασχάλιου όρθρου είναι εμπειρική πρόγευση αυτών των άρρητων πραγματικοτήτων. Ο χώρος της Βασιλείας, η ζωή της Όγδοης Ημέρας, φανερώνεται ως κοινή δυνατότητα, βεβαιότητα ελπίδας για κάθε άνθρωπο. Η Εκκλησία λέει, «εἰσέλθετε πάντες» στη χαρά του κόσμου, στη χαρά του Κυρίου. Αυτός «δέχεται τόν ἒσχατον καθάπερ καί τόν πρῶτον... και τόν ὓστερον ἐλεεῖ καί τόν πρῶτον θεραπεύει• κἀκείνῳ δίδωσι καί τούτῳ χαρίζεται• καί τά ἒργα δέχεται καί τήν γνώμην ἀσπάζεται• καί τήν πρᾶξιν τιμᾷ καί τήν πρόθεσιν ἐπαινεῖ. Οὐκοῦν, εἰσέλθετε πάντες...».

9.4.1972

Από το βιβλίο: Χρήστος Γιανναράς, Εορτολογικά παλινωδούμενα, Εκδόσεις Ακρίτας