Ελληνισμός και χριστιανισμός

Θεόδωρος Ι. Ζιάκας

Αν μετατεθούμε στο εσωτερικό πεδίο και εξετάσουμε τι συνέβη στην «τριαρχία», Θρόνος-Σχολή-Θυσιαστήριο, θα διαπιστώσουμε ότι οι καθιερωμένες αναγνώσεις της βυζαντινής ιστορίας δεν επαρκούν.

     Δεν θα αναφερθώ στον βασιλικό θεσμό και στο πως από τον 11ο αιώνα και πέρα αλλοιώνεται ο καταστατικός-οικουμενικός του ρόλος, για να γίνει φερέφωνο των μεγάλων γαιοκτητικών συμφερόντων. Είναι η πιο βατή πλευρά του προβλήματος. Θα αναφερθώ στους άλλους δύο πόλους: του Λόγου και της Πίστης.

 

Φρέαρ συντετριμμένο

Επανέρχομαι στην, κατά τη γνώμη μου, προβληματική ανάγνωση των δύο «ελληνικών αναγεννήσεων», της κομνήνειας και της παλαιολόγειας.

     Αν αυτές ονομάζονται «ελληνικές», είναι επειδή στο επίπεδο του Λόγου και της Πίστης «αναγεννούν», δηλαδή αναβαθμίζουν σε κυρίαρχα τα αρχαιοελληνικά πρότυπα, τα ελληνιστικά για την ακρίβεια.21 Ο «ουμανισμός» τους αξιολογείται ως θετική-δημιουργική αντίδραση στην έρπουσα βυζαντινή παρακμή, η οποία αποδίδεται, κατά κανόνα, στον «αυτοκρατορικό δεσποτισμό» και στον «θρησκευτικό σκοταδισμό». Εκθύμως αποδίδεται θετικό πρόσημο στα φαινόμενα μετάθεσης του σεβασμού από τις χριστιανικές στις «κλασικές αξίες». Φορέας αυτής της μετάθεσης δεν είναι παρά η αυτού εξοχότης, ο Σοφιστής. Ο αθάνατος ελληνιστής, που διαβαίνει ανεμπόδιστος και απρόσβλητος μέσα από τη βυζαντινή χιλιετία.22 Το ήθος του είναι συγκεκριμένο: Γνώστης της ελληνικής θαυμάσιος και εξονυχιστής της άφταστος, νοιάζεται μόνο για τον έπαινο των ομοίων του σοφιστών και για την επιχορήγηση. Κατά τα άλλα, δεν έχει κανένα πρόβλημα να γλείφει ασύστολα και να υμνολογεί τον εκάστοτε Πτολεμαίο, απ' τον οποίο βεβαίως και σιτίζεται. Αντίθετα, το λεξιλόγιο που επιφυλάσσει για το Δήμο δεν είναι καθόλου καρυκευμένο: Όχλος, Συρφετός, Όμιλος αγυρτώδης, Λύμα, Χυδαίον.23

     Υπό το φως όμως μιας εναλλακτικής θεώρησης, συμβατής με τα αποκλίνοντα ερωτήματά μας, οι σοφιστικές «αναγεννήσεις» διαβάζονται και αξιολογούνται ως το κατ' εξοχήν σύμπτωμα της βυζαντινής παρακμής. Και τούτο διότι, σύμφωνα με την εναλλακτική αυτή θεώρηση, ο «κινητήρας» του Βυζαντίου, ως οικουμενικού ιστορικού σχήματος και άρα οχήματος επιβίωσης του Ελληνισμού, δεν είναι το ελληνιστικό σύστημα σκέψης και αξιών, αλλά η Ορθοδοξία, η οποία συνοψίζει μια καθορισμένη σχέση χριστιανισμού και Ελληνισμού. Η σχέση αυτή αντιστοιχεί, πιο συγκεκριμένα, στη συμμαχία μεταξύ προσωποκεντρικού χριστιανισμού και ελευθεροκεντρικής ελληνικής παιδείας, με σκοπό την ανακοπή του εκφυλισμού της ελληνικής ατομικότητας. Μια συμμαχία εναντίον του μηδενισμού, η οποία θέτει το Σοφιστή στη γωνία.

     Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι, ήδη από την αλεξανδρινή εποχή, ο ελληνισμός ως σύστημα σκέψης είναι πνευματική πηγή εξαντλημένη στα όρια της ελευθεροκεντρικής περιμέτρου. «Φρέαρ συντετριμμένο» (ξεροπήγαδο) • χωρίς ενδογενή δυναμική και χωρίς δημιουργική ορμή. Σχολιάζει και ρητορεύει. Αττικίζει και εξωραΐζει.24 Ο χριστιανισμός τον είχε βρει σε κατάσταση προχωρημένης σήψης. Στον «ιστορικό συμβιβασμό» (ή αλλιώς στη «σύνθεση») ελληνισμού και χριστιανισμού, πάνω στον οποίο θεμελιώθηκε το Βυζάντιο, υποστηρίζει ο Τόυμπη, ο ελληνισμός είναι, ως θύραθεν παιδεία, η παθητική-αρνητική πλευρά, η οποία χρειάζεται να αντιρροπείται συνεχώς από τη δράση του ενεργητικού-θετικού στοιχείου, τη θέση του οποίου κατέχει ο χριστιανισμός.25

     Η θέση όμως αυτή για τον «ιστορικό συμβιβασμό» (ή «σύνθεση») επιβαρύνεται με ένα αδιόρατο ελάττωμα: Παίρνει τον ελληνισμό της ελληνορωμαϊκής εποχής στην ονομαστική του αξία. Δεν διακρίνει αυτό που το ιστοριογνωστικό δαιμόνιο του Ζαμπέλιου εντόπισε με τους ασαφείς έστω όρους «εκκαθολικευμένος» και «ασύνθετος» ελληνισμός. Δεν λαμβάνει, δηλαδή, υπόψη τη διάκριση κλασικής ελληνικής παιδείας (Όμηρος και Τραγικοί) και σοφιστικής μηδενιστικής ελληνικής παιδείας ως συνυπάρχουσες, διαπλεκόμενες, αλλά διιστάμενες πραγματικότητες. Το αποτέλεσμα είναι να μην γίνεται κατανοητό με ποιον ελληνισμό συμμαχεί και εναντίον ποιου «ελληνισμού» παλεύει ο χριστιανισμός.

     Πέραν της εσωτερικής διάκρισης σε «ελληνικό» ελληνισμό και «ανατολικό» (εξανατολισμένο) ελληνισμό, πρέπει να διακρίνει κανείς τον Ελληνισμό ως έθνος, δηλαδή ως ιστορικό υποκείμενο ενός πολιτισμού ήδη οικουμενικού, από τον ελληνισμό ως αυτοκατανόηση (υπό τις δύο προαναφερθείσες μορφές παιδείας). Η παραγνώριση αυτής της κρίσιμης διάκρισης αφαιρεί τελείως κάθε γνωστική αξία από τον όρο «ιστορικός συμβιβασμός» (ή «σύνθεση»), γιατί αντιπαραθέτει και συνεταιρίζει ιστορικά υποκείμενα, πράγμα που είναι τελείως λάθος. Ο χριστιανισμός δεν είναι ιστορικό υποκείμενο αλλά θρησκεία (μεταθρησκεία για την ακρίβεια), στην οποία «προσχωρεί» στον ένα ή τον άλλο βαθμό το ιστορικό υποκείμενο. Σημειωτέον μάλιστα ότι η «προσχώρηση» γίνεται κατ' άτομο και μάλιστα υπό συνθήκες απηνών διωγμών. Το κουβάρι ξεμπερδεύεται μόνο όταν τεθεί ευθέως το ερώτημα: Γιατί μεταξύ των τόσων θρησκευτικών προτάσεων που είχαν στη διάθεση τους οι Έλληνες επέλεξαν το χριστιανισμό;

     Συνεπώς: το ζητούμενο είναι να φέρουμε στο φώς το κρυμμένο ανθρωπολογικό περιεχόμενο της ετεροβαρούς αυτής «σύνθεσης» ελληνισμού και χριστιανισμού.

Η κρίση της εξατομίκευσης

Σε έναν τέτοιο άξονα σκέψης αναδεικνύεται, όπως ήδη είπαμε, η διάκριση του ελληνισμού σε δύο ρεύματα, τα οποία αντιπροσωπεύουν συγχρόνως δύο στάδια στην εξέλιξη του.

     Το ένα ρεύμα παίρνει ακόμη τα πρότυπά του από τον Όμηρο και τους Τραγικούς. Το άλλο βουλιάζει στον σοφιστικό σχετικισμό και μηδενισμό και η διανόηση του προσπαθεί μάταια να κρατηθεί από τον Κήπο, τη Στοά και τον Πλωτίνο, προκειμένου να αποφύγει την πλήρη ανατολική του μετάλλαξη, μέσω του γνωστικισμού.

     Η ανάλυση των ιστορικών δεδομένων μπορεί εύκολα να μας δείξει ότι ο χριστιανισμός μπόρεσε να συμμαχήσει με το πρώτο ρεύμα, επειδή εμφανίστηκε ενώπιόν του ως πιο ελευθεροκεντρικός, δηλαδή πιο ελληνικός, από τα παγανιστικά απόβλητα της ανθρωπολογικής υποστροφής, τα αντιπροσωπευόμενα από το δεύτερο ρεύμα, τα οποία μονοπωλούσαν το ελληνικό όνομα απαξιώνοντάς το. Με τον τρόπο αυτό, έδωσε τη δυνατότητα στον ομηρικό και τον τραγικό Έλληνα να γίνουν χριστιανοί, προκειμένου: α) Να διατηρήσουν την ελληνικότητά τους, την ταυτισμένη με το επαπειλούμενο ελευθεροκεντρικό κεκτημένο, β) Να το κατοχυρώσουν, συνδέοντάς το με την προσφερόμενη προσωποκεντρική του ολοκλήρωση. Χειραγώγησαν έτσι από κοινού την ιστορική κρίση της ελληνικής εξατομίκευσης και η συνεργασία τους έγινε το θεμέλιο της βυζαντινής «σύνθεσης». Σ' αυτή την από κοινού χειραγώγηση της ατομικιστικής αποσύνθεσης θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε όλη την ουσία του ιστορικού χριστιανισμού στην ελληνιστική περίμετρο, δηλαδή την ουσία της βυζαντινής Ορθοδοξίας.

     Η θέση αυτή είναι στρατηγικής σημασίας για την κατανόηση της ελληνικής ιστορίας και έχει ως ανθρωπολογικό κλειδί την τρίβαθμη Κλίμακα, σύμφωνα με την οποία η μετάβαση από τη μια βαθμίδα στην άλλη περνά από καταστάσεις χαοτικής-μηδενιστικής ανακύκλωσης στο προσωπικό και στο κοινωνικό πεδίο. Σε μια τέτοια φάση μηδενιστικής αποσύνθεσης βρήκε ο χριστιανισμός τον ατομοκεντρικό ελληνικό πολιτισμό, έδωσε λύσεις στα προβλήματά του και τον «έσωσε», μεταλλάσσοντάς τον σε προσωποκεντρικό (βυζαντινή βαθμίδα).

     Έτσι εξηγείται και το αίνιγμα της εκπληκτικής απήχησης του χριστιανισμού στην ελληνική πολιτισμική περίμετρο και μόνο σε αυτήν, δηλαδή στον κόσμο της δεύτερης ανθρωπολογικής βαθμίδας. Έτσι εξηγείται, τέλος, και η μεγάλη προσοχή και φοβία απέναντι στον «ελληνισμό» ως θύραθεν παιδείας, δεδομένου ότι στο κέντρο της είχε αναπτυχθεί, ήδη από την κλασική εποχή, η σοφιστική «μαύρη τρύπα» του μηδενισμού.26

     Κατανοώ, βεβαίως, πόσο αλλόκοτη μοιάζει μια τέτοια θεώρηση στα μάτια όσων έμαθαν να ταυτίζουν τη βυζαντινή Ορθοδοξία με την ομώνυμη θεραπαινίδα του νεοελλαδικού κράτους • και γενικά όσων δεν κατανοούν το τρίβαθμο ανθρωπολογικό υπόβαθρο του βυζαντινού χριστιανισμού.27 Αναδεικνύει όμως, η θέση αυτή και τον πυρήνα του βυζαντινού προβλήματος. Ότι, δηλαδή, σε ορισμένες συνθήκες, ο χριστιανισμός παύει να είναι αρκούντως αποτελεσματικός, ως θεραπευτικός μηχανισμός, έναντι της παρακμασμένης ελληνικής ατομικότητας.

     Υπό την έννοια αυτή, το Βυζάντιο κατέρρευσε όχι από «έλλειμμα εξατομίκευσης», όπως υποστηρίζει ο Στέλιος Ράμφος, αλλά από «πλεόνασμα εξατομίκευσης». Η πιο σωστά: από την αδυναμία του βυζαντινού χριστιανισμού να μεταβολίζει επ' άπειρο τις δηλητηριώδεις επιπτώσεις του ελληνικού «εξατομικευτικού πλεονάσματος».

     Στο αντιδυτικό αντιστασιακό σκέλος θα βρούμε ένα πλούσιο μετανεωτερικό κοίτασμα στην οντολογία των Ενεργειών και τη συναφή απόλυτη κατάφαση της προσωπικής ελευθερίας. Στο ανατολικό αντιστασιακό σκέλος (μετά την Άλωση) θα συναντήσουμε τις ησυχαστικές πηγές του σθένους των νεομαρτύρων και της γενικότερης αντοχής του Ελληνισμού στον πανίσχυρο πειρασμό του εξισλαμισμού. Ενώ, αν πάμε πιο πίσω, στην πρώιμη Τουρκοκρατία, θα καταλάβουμε με ποιον τρόπο ο μηχανισμός του ατομικιστικού εκφυλισμού μεταμορφώνει την ελληνική άρχουσα τάξη σε κοινωνικό βαμπίρ και προκαλεί την κολεκτιβιστική υποστροφή -μετάλλαξη του Έλληνα σε Τούρκο.

Από το βιβλίο: Θεόδωρος Ι. Ζιάκας, Ο σύγχρονος μηδενισμός, Εκδόσεις Αρμός

Λεζάντα εικόνας: Ο Ιουστινιανός Β' χάραξε σε νομίσματα της βασιλείας του από τη μια όψη τη μορφή του Χριστού και από την άλλη τη δική του. Οι λατινικές επιγραφές που περιβάλλουν τις μορφές αναφέρουν τον Χριστό ως βασιλέα των βασιλευόντων και τον αυτοκράτορα ως δούλο του Χριστού. (Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο)

 


21. Βλ. Γιώργος Καραμπελιάς, 1204, σσ. 199-264. Υπάρχει βεβαίως και «αναγέννηση» της εκκλησιαστικής ζωγραφικής, αλλά καμιά από τις προσπάθειες να αναχθεί σε «ελληνική» ή «εξατομικευτική» δεν είναι πειστική.

22. H-G. Beck, Η βυζαντινή χιλιετία, σ. 22, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992.

23. Ο «ελληνιστής», ο αθάνατος αυτός τύπος λογίου, θα εγκαταλείψει τη σκηνή της ιστορίας μόνο στις μέρες μας, έπειτα από τη Μεταπολίτευση του 1974. Με την περιαγωγή των ελληνικών γραμμάτων σε απόλυτη ανυποληψία και τη συνακόλουθη κυριαρχία του εθνομηδενισμού, ήταν μοιραίο να πεθάνει κι αυτός από ασφυξία. Ήταν ίσως το μόνο κέρδος από την εθνομηδενιστική λαίλαπα.

24. Πολύ σημαντικές παρατηρήσεις για την απομάκρυνση της ελληνιστικής σκέψης από την κλασική ελληνική της κοίτη μας δίνει ο Λάκης Προγκίδης στο έργο του Η κατάκτηση του Μυθιστορήματος. Από τον Παπαδιαμάντη στον Βοκάκιο, σσ. 145-150, εκδ. Εστία, Αθήνα 1998.

25. Arnold Toynbee, Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους, μτφρ. Νίκος Γιανναδάκης, εκδ. Ινστιτούτο του Βιβλίου - Μ. Καρδαμίτσας, Αθήνα 1982.

26. Στη βάση αυτή εξηγείται κι αυτό που καταντά υστερική απαίτηση της κοινότητας για ολοκληρωτική διαφάνεια της ιδιωτικής ζωής. Πρόκειται για αυτονομημένο αμυντικό αντανακλαστικό έναντι της εκφυλισμένης ελληνικής ατομικότητας. Όμως στο μοναστήρι, στο αξιακό «αρχείο» της κοινότητας, και ειδικότερα στα ασκητικά κείμενα και στα συναξάρια, διαβλέπουμε την αντίθετη τάση, συχνά μέχρις υπερβολής. Παράδειγμα: το Γεροντικόν. Η ιστοριούλα, που στις σύγχρονες εκδόσεις είναι τελευταία στη σειρά, ήταν άλλοτε τοποθετημένη στην αρχή αρχή. Σύγχρονο παράδειγμα είναι το ήθος που σύστηνε ο γέρων Παΐσιος (1924-1994): Οι μέλισσες πηγαίνουν μόνο στα λουλούδια, ενώ οι μύγες μόνο στις ακαθαρσίες. Διάλεξε ποιόν τύπο προτιμάς. Τις ακαθαρσίες τις σκεπάζουμε. Δεν τις σκαλίζουμε.

27. Το να ξενίζει η ερμηνευτική αυτή πρόταση το αντιλαμβάνομαι. Το να απορρίπτεται ασυζητητί, ως «ρατσιστική» (το είδα κι αυτό), δεν το καταλαβαίνω. Ίσως είναι η φυσική αντίσταση του πνευματικού νηπίου στην Κλίμακα των πνευματικών μεθηλικιώσεων.