Οικουμενικότητα και εθνική επιβίωση

Θεόδωρος Ι. Ζιάκας

Αν η ταυτότητα της ηγετικής δύναμης είναι στο Βυζάντιο ελληνική, γιατί παραμένει ανομολόγητη επί αιώνες; Γιατί ο έλλην αξιωματούχος ή λόγιος δεν προβάλλει την ιδιαίτερη εθνική αυτοαναγνώρισή του;

     Για δύο λόγους: Ο ένας αναφέρεται στον επιβεβλημένο σεβασμό του κοσμοπολιτειακού «πρωτοκόλλου». Ο άλλος αναφέρεται στον κατ' εξοχήν πολιτισμικό-πνευματικό χαρακτήρα της εθνικής ηγεμονίας. Αυτός είναι και ο πλέον ουσιαστικός. Εξηγούμαι:

     Η αναφορά στην ιδιαίτερη ταυτότητα της ηγεμονεύουσας εθνικής συνιστώσας, ως εργαλείου χρήσιμου στην οικουμενική διαχείριση, είχε χάσει τη σημασία της ήδη από την εποχή που η Ρώμη ανακηρύχθηκε Κοσμόπολη. Μεταπίπτοντας μάλιστα από λατινική σε ελληνική, η εθνική ηγεμονία «αποπολιτικοποιήθηκε» πλήρως χάρη στην επίδραση του ειδικού «ελληνικού κεκτημένου», το οποίο συνίσταται, ακριβώς, στην αποσύνδεση της πολιτικής από την κρατική εξουσία και την απορρόφησή της από την ίδια την κοινωνία μέσω του συστήματος των Κοινών. Ο διττός θεσμικός μερισμός του πολιτειακού σώματος στο επίπεδο των Κοινών και στο επίπεδο της Οικουμένης περιόρισε την αποστολή της αυτοκρατορικής αρχής σε προστατευτισμό υψηλού επιπέδου έναντι των Κοινών (Pax Romana).7 Τα Κοινά ήταν ελεύθερα να διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους σύμφωνα, κατά βάση, με τα παραδοσιακά τους νόμιμα/θέσμια.8

     Βέβαια, η σχέση Κοσμοπολιτείας και Πολιτειών (Κοινών) είναι ακατανόητη για τη δεσμευμένη στο εθνοκρατικό πρότυπο και δίχως εμπειρικές και εννοιολογικές προσλαμβάνουσες νεωτερική μας σκέψη. Γενικά πάντως μπορούμε να σημειώσουμε ότι από τη στιγμή κατά την οποία η ελεύθερη πολιτική επιβίωση του Ελληνισμού επενδύθηκε στη «ρωμαιο-χριστιανική» οικουμενική μορφή, είναι εύλογη η αποσιώπηση της ελληνικότητας. Εύλογοι είναι ακόμα και οι «κατά Ελλήνων» λίβελοι.

     Όταν όμως η οικουμενικότητα του βυζαντινού ιστορικού σχήματος χάνει τη λειτουργικότητά της και η κρατική διατήρησή της γίνεται εξωπραγματική, είναι φυσικό οι εθνικές συνιστώσες της να εισέρχονται σε τροχιά αυτονόμησης, αδιάλλακτης ρήξης και διαπάλης• και να προτάσσουν την ιδιαίτερη αυτοαναγνώρισή τους ως: Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι κ.λπ.

Όταν στο Βυζάντιο θα απομείνει μόνη της η ελληνική συνιστώσα, θα εκλείψει και ο λόγος της προηγούμενης αποσιώπησής της. Γι' αυτό και θα φανεί ως «αναγέννηση του ελληνισμού» η επανεμφάνιση της ελληνικής αυτοαναγνώρισης. Θα εξαπατηθούμε όμως από τη φαινομενικότητα, αν δεν λάβουμε υπόψη την αντίφαση ανάμεσα στον αυτοματισμό της «αναγέννησης» και στους τόσους αιώνες τελετουργικής αποπομπής και «λήθης» του ελληνικού ονόματος. «Αναγεννιέται», λοιπόν, η ελληνικότητα, αλλά σαν την Αθηνά από το κεφάλι του Δία: Ξεπετιέται ολοκληρωμένη και πάνοπλη. Με τον Όμηρο και τους κλασικούς υπό μάλης. Και πριν προλάβει η αυτοκρατορική διανόηση να την «καλλιεργήσει» και να την «επιβάλει» στις μάζες, όπως θα ήθελε το νεωτερικό διατακτικό. Γιατί δεν χρειάστηκε ειδική καλλιέργεια; Μα γιατί η ελληνικότητα ήταν πάντοτε παρούσα. Πάντοτε διαθέσιμη και πάντοτε ολοκληρωμένη. Η συλλογική συνείδηση των Κοινών ήταν το ζωντανό «κεφάλι του Δία». Αν είναι όμως έτσι, υποπροϊόν της καταστροφής των οικουμενικών πολιτειακών προϋποθέσεων του «αναγεννώμενου», δεν πρόκειται προφανώς για αληθινή αναγέννηση. Στο φαινομενικό αυτό παράδοξο πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας.

Από το βιβλίο: Θεόδωρος Ι. Ζιάκας, Ο σύγχρονος μηδενισμός, Εκδόσεις Αρμός

 


7. Ο ρωμαϊκός όρος «αυτοκράτωρ» εγκαταλείπεται μετά την περιέλευση της αυτοκρατορίας υπό ελληνική ηγεμονία και αντικαθίσταται από τον όρο «βασιλεύς», ο οποίος είναι συμβατός με την ελληνική ελευθεροκεντρική ολοκλήρωση. Ότι ο βυζαντινός μονάρχης είναι «βασιλεύς» κατά την ελληνική έννοια και όχι Δεσπότης-ιδιοκτήτης του κράτους φαίνεται πολύ καθαρά στην απάντηση του τελευταίου βυζαντινού βασιλέα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στην αξίωση του Μωάμεθ να του παραδώσει την Κωνσταντινούπολη: «[...] τό δέ τήν πόλιν σοί δοῦναι οὐτ' ἐμόν ἐστίν, οὐτ' ἂλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ. Κοινῆ γάρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν [...]».

8. Οι βασικές ελευθερίες που στερήθηκαν ήταν η ελευθερία να πολεμούν μεταξύ τους και η ελευθερία να κόβουν δικό τους νόμισμα. Αφορούσαν δηλαδή στο διαπολιτειακό επίπεδο. Εκτός απ' αυτές, έχασαν, κατά περίπτωση, και άλλες μερικότερες ελευθερίες (αντικείμενες στην υπερπολεοτική ευρυθμία).