Έθνος και Οικουμένη

Θεόδωρος Ι. Ζιάκας

Το Βυζάντιο ήταν, προφανώς, μια «μη εθνική» κρατική μορφή. Σημαίνει μήπως αυτό ότι δεν υπήρχαν διαφορετικά έθνη στο εσωτερικό του; Ότι, και αν υπήρχαν, κανένα δεν έπαιζε ηγετικό ρόλο;

     Είναι αυτονόητη τόσο η πολυεθνική φύση του Βυζαντίου όσο και η ύπαρξη σ' αυτό ηγετικής εθνικής συνιστώσας. Αν αμφισβητείται το αυτονόητο, δεν είναι γιατί το υπαγορεύουν τα ιστορικά δεδομένα, αλλά γιατί το υπαγορεύει το νεωτερικό περί έθνους δόγμα, σύμφωνα με το οποίο, όταν λέμε «έθνος», πρέπει να εννοούμε, αποκλειστικά και μόνο, το νεωτερικό-εθνοκρατικό πρότυπο. Μ' αυτή την έννοια ασφαλώς και δεν έχουμε στο Βυζάντιο «έθνη» και «εθνική ηγεμονία». Όπως δεν είχαμε και στην αρχαιότητα. Αν όμως ορίσουμε το έθνος ως πολιτισμικό υποκείμενο, όπως ανέκαθεν έκαναν οι Έλληνες, τότε το μυστήριο ξεδιαλύνεται. Και η πολυεθνικότητα αποκαλύπτεται και η ύπαρξη εθνικής ηγεμονίας καθίσταται διακριτή. Στο μέτρο κατά το οποίο η εθνικότητα υπόκειται σε πολιτισμικό ορισμό, υπερβαίνοντας τη νεωτερική-εθνοκρατική αντίληψη, δεν έρχεται σε αντίθεση με την οικουμενικότητα. Απεναντίας: τη νοηματοδοτεί ως πολυεθνικό οικοσύστημα.

     Η επίσημη αυτοαναγνώριση των Βυζαντινών ήταν «ρωμαίοι-χριστιανοί». Μπορούμε μήπως να συμπεράνουμε, εξ αυτού, ότι «δεν ήταν Έλληνες»; Όχι, γιατί «ρωμαίοι» και «χριστιανοί» καλούνταν όλοι οι βυζαντινοί πολίτες, ανεξαρτήτως εθνότητας (Λατίνοι, Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, Αρμένιοι κ.ά.).

     Από το 212 μ.Χ. οι πολίτες κάθε Δήμου είναι «ρωμαίοι πολίτες», παρόλο που λίγο νωρίτερα μόνο οι πολίτες του Δήμου της Ρώμης ήταν «ρωμαίοι πολίτες». Το καθεστώς αυτό μεταφέρθηκε στη Νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη. Εκεί οι δύο ιδιότητες, ο ρωμαίος πολίτης και ο κωνσταντινουπολίτης, συμπίπτουν. Στα επιμέρους Κοινά όμως διαστέλλονται. Ο δημότης, για παράδειγμα, του Κοινού των Θεσσαλονικέων είναι ρωμαίος πολίτης και συγχρόνως θεσσαλονικιός πολίτης, ασυγχύτως και αδιαιρέτως.4 Το όνομα «ρωμαίοι» παραπέμπει, έτσι, στη δεύτερη πολιτειακή βαθμίδα, την «οικουμενική», την υπερκείμενη των Κοινών.

     Οικουμενική είναι και η σημασία του ονόματος «χριστιανοί», με τη διαφορά ότι υπερβαίνει και τη δεύτερη πολιτειακή βαθμίδα, παραπέμποντας στην τρίτη, την κωδικοποιημένη ως «βασιλεία των ουρανών». Η βασιλεία των «ουρανών», δηλαδή η τέλεια, η παραδειγματική πολιτεία (η εστία της οποίας είναι «μέσα μας» κι όχι κάπου «αλλού»), τοποθετείται πάνω από τις δύο άλλες: την Πόλι και την Κοσμόπολι. Είναι το παράδειγμα, το πρότυπο, ο ελκυστής και των δύο.

     Και τα δύο ονόματα αναφέρονται, λοιπόν, στην οικουμενικότητα του βυζαντινού σχήματος. Στην ιστορική οικουμενικότητα το ρωμαϊκό όνομα και τη μεταϊστορική-παραδειγματική οικουμενικότητα το χριστιανικό. Ούτε δηλώνουν συγκεκριμένη εθνικότητα ούτε την αποκλείουν.

Από το βιβλίο: Θεόδωρος Ι. Ζιάκας, Ο σύγχρονος μηδενισμός, Εκδόσεις Αρμός

 


4. Είναι ασφαλώς πολύ ενδιαφέρον να δει κανείς σε τι είδους δικαιώματα, υποχρεώσεις και ελευθερίες ανάγονται οι δύο πολιτογραφήσεις και πώς συμμεταβάλλονται κατά τη χιλιόχρονη διάρκεια της βυζαντινής οικουμένης. Η πληροφορία όμως αυτή είναι δευτερεύουσα, για την εδώ προβληματική, η οποία αποσκοπεί στο να αναδείξει το γεγονός ότι η αντίθεση παγκοσμιοποίησης και εθνικού κεκτημένου έχει ιστορικό προηγούμενο – τηρουμένων των αναλογιών.