Εικονογράφηση ορισμών

Χρήστος Γιανναράς

Τι είναι τελικά το κακό, πώς να το ορίσουμε;
     Μοιάζουν ακριβέστερες οι εικόνες παρά οι έννοιες — δυσκολότεροι οι ορισμοί της μεθοδικής λογικής, ευστοχότεροι οι περιγραφικοί εντοπισμοί αισθητής εμπειρίας.
     Γαζέλα στα νύχια του λεόπαρδου: ο τρόμος στα πελώρια μάτια, αδύναμες ωρυγές και το απελπισμένο σπαρτάρισμα όταν το θηρίο την κατασπαράζει.
     Ο ίδιος άμετρος τρόμος, φρίκη και πανικός, στα μάτια του παιδιού που συνάνθρωποι, για την ηδονή τους, το βιάζουν. Ασελγούν σαδιστικά στο ασχημάτιστο κορμάκι, το σφάζουν.
     Αποθηριωμένοι στρατιώτες εισβολείς σε «εχθρική» χώρα, υστερική μέθη σφαγής αμάχων: Σουβλίζουν με τις ξιφολόγχες νεογνά, ξεριζώνουν μάτια, ξεκοιλιάζουν, κόβουν γεννητικά όργανα, συντρίβουν κρανία.
     Αλλόφρονα γυναικόπαιδα να έχουν προστρέξει σε ναούς και ιερά για να σωθούν από διώκτες. Με οιμωγές και ουρλιαχτά να ικετεύουν τον ουρανό, να εκλιπαρούν για το θαύμα. Και αντί για το θαύμα αδυσώπητη η σφαγή, η πυρπόληση, το ξεπούλημα στα σκλαβοπάζαρα.

Ωστόσο το σωματικό μακέλλεμα, η ωμή βία, δεν είναι πάντοτε η βασανιστικότερη έκφανση του κακού. Παρακινδυνευμένη η σύγκριση με το ψυχικό άλγος, ίσως θρασεία. Η διαβολή όμως, το μίσος, ο φθόνος, η αδικία, η αχαριστία μπορεί να έχουν εξοντωτική (κυριολεκτικά) αποτελεσματικότητα. Τόσο πιο ανυπόφορα επώδυνη όσο εγγύτερος και προσφιλέστερος ο αίτιος της οδύνης.

Ο πολυμήχανος σαδισμός

Απεριόριστα γόνιμος ο άνθρωπος σε τρόπους διάπραξης του κακού. Κάθε πτυχή της Ιστορίας, κάθε εποχή, και δικές της επινοήσεις οργάνων για σωματικά βασανιστήρια, δικές της πρακτικές και εφευρήματα για πρόκληση οδύνης, τρόμου, πανικού. Όργανα, εργαλεία, μεθοδεύματα όλο και πιο προηγμένα, τελειότερα, ευστοχότερα στην επίτευξη φρικωδέστερου αποτελέσματος.
     Δεν αρκούσε ποτέ στον άνθρωπο να θανατώσει, να κάνει ανύπαρκτο τον μισητό συνάνθρωπο. Ήθελε να τον δει να πεθαίνει με τους πιο φριχτούς πόνους, να σφαδάζει ανήμπορος, να σπαράζει εναγώνια και για πολύ, πριν ξεψυχήσει. Γι’ αυτό και πανάρχαιες οι μηχανές που καταξέσχιζαν τη σάρκα ή εξάρθρωναν τα μέλη, γι’ αυτό ο ανασκολοπισμός, ο μεθοδικά αργός στραγγαλισμός, ο θάνατος στην πυρά, ο θάνατος από ασφυξία πάνω στον σταυρό. Καυτό λάδι και λιωμένο μολύβι, αλάτι στις πληγές, τύφλωση, ακρωτηριασμοί — τα θύματα να ικετεύουν για τον θάνατο.
     Στους νεότερους αιώνες έγιναν προσπάθειες να χαλιναγωγηθεί ο σαδισμός: «Εκπολιτισμένες» πρακτικές θανάτωσης η αγχόνη, η γκιλοτίνα, ο τουφεκισμός, η ηλεκτρική καρέκλα. Παράλληλα και κάποιες πρακτικές, ορθολογικά μεθοδευμένες, για την παραγωγή «ωφέλιμου» για τους δολοφόνους αποτελέσματος από τον φόνο: θάλαμοι αερίων, στρατόπεδα εργασίας, ιατρικοί πειραματισμοί με προγραμμένα τα θύματα. Χωρίς να ξεχνάμε τα υψηλής επιστημοσύνης μέσα μαζικού αφανισμού (ατομικά όπλα) ή μαζικού φρικώδους βασανισμού (χημικά όπλα, βόμβες φωσφόρου).

Ματαιωμένες προσδοκίες στη Νεωτερικότητα

Ρομαντικά αισιόδοξες ελπίδες του νεωτερικού ανθρώπου ότι το κακό θα χαλιναγωγηθεί με τη γενίκευση της παιδείας, την άνοδο της κατά κεφαλήν καλλιέργειας, την καθολίκευση της ευμάρειας και ευζωίας. Κατεδαφίστηκαν με πάταγο σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα και ο κατακρυμνισμός τους συνεχίζεται δίχως ανάσχεση.
     «Πώς γίνεται να καταλάβουμε, με κριτήρια ψυχολογικά ή κοινωνικά, την ικανότητα ανθρώπινων πλασμάτων να βιώνουν και να εκτελούν άψογα τον Μπαχ, ας πούμε, ή τον Σούμπερτ το βράδυ, και το επόμενο πρωί να βασανίζουν άλλα ανθρώπινα πλάσματα;» διερωτάται ο George Steiner. Και συνεχίζει: «Το ενδεχόμενο να αναγνωρίσουμε την εποχή μας ως την πιο σκοτεινή έχει ισχυρές πιθανότητες. Οι στατιστικές ακαταμάχητες προκαλούν αναιδέστατα τη φαντασία, ο νους μας αδυνατεί να πιστέψει τους αριθμούς: Συντηρητικές εκτιμήσεις ανεβάζουν στα περίπου 75.000.000 το σύνολο των ανθρώπων που πέθαναν στις μάχες και από βομβαρδισμούς, από πείνα και από ασφυξιογόνα αέρια, θανατώθηκαν σε εκτοπίσεις και σε καταναγκαστικά έργα, από το 1914 ως το κλείσιμο των σοβιετικών Γκουλάγκ... Υπολογίζονται σε μισό εκατομμύριο τα πτώματα που αφέθηκαν στο πεδίο του Βερντέν μετά τη μάχη να σαπίζουν ή να ποδοπατηθούν σε σημείο να γίνουν πηχτή μάζα...»... Για δεκαετίες ολόκληρες ο σταλινισμός έστελνε εκατομμύρια ανθρώπους (εφτά, δέκα, δεκαπέντε;) να ταφούν ζωντανοί στα ορυχεία της περιοχής του ποταμού Κολιμά, στη Σιβηρία, να πεθάνουν προσχεδιασμένα από ασιτία, με αργό θάνατο από το ψύχος και τα καταναγκαστικά έργα. Λέγεται ότι ο τύραννος, στην εξέλιξη του αιματηρού καρναβαλιού των μεγάλων εκκαθαρίσεων, υπέγραφε ως και 2.000 θανατικές καταδίκες κάθε μέρα, καταδίκες που σήμαιναν εξόντωση ολόκληρων οικογενειών, εγκλεισμό μικρών παιδιών σε κρατικά ορφανοτροφεία, συχνά και το ξερίζωμα μιας εθνικής κουλτούρας μαζί με τον αφανισμό μιας μειονότητας».

Τα κορυφώματα της φρίκης, η ναζιστική και η σταλινική θηριωδία, επαναλήφθηκαν πάμπολλες φορές στον 20ο αιώνα, με τις επαναλήψεις να υπερβάλλουν το πρωτότυπο. Εφιαλτικά βασανιστήρια και αναρίθμητοι νεκροί στην «πολιτιστική επανάσταση» των Μαοϊκών της Κίνας. Τα ίδια και με τους Ερυθρούς Χμέρ στην Καμπότζη (100.000 μόνο όσοι θάφτηκαν ζωντανοί), τα ίδια στην Ινδονησία, στο Μπουρουντί, στη Βιρμανία, στις κολάσεις των δικτατορικών καθεστώτων της Λατινικής Αμερικής. Οι συστηματικές γενοκτονίες Αρμενίων, Ελλήνων και Κούρδων από τους Τούρκους, των αραβικών πληθυσμών της Παλαιστίνης από το αδίστακτα δολοφονικό κράτος του Ισραήλ. Η αδιάντροπη υποκρισία των «προηγμένων» κοινωνιών της ευρωπαϊκής Δύσης και του αμερικανικού Βορρά: να κόπτονται δήθεν για τα ανθρώπινα δικαιώματα όταν τα καταπατούν ιδεολογικοί ή οικονομικοί τους αντίπαλοι, και την ίδια ώρα να μακελλεύουν λαούς (Σέρβους, Αφγανούς, Ιρακινούς) και να επιβραβεύουν αναίσχυντα τα φρικώδη μεθοδικά εγκλήματα Ισραήλ και Τουρκίας.

Η απόλαυση της κτηνωδίας σε «προηγμένες» κοινωνίες

Η κυριαρχία του κακού στον κόσμο μοιάζει όλο και πιο αδυσώπητη όσο οι ανθρώπινες κοινωνίες προχωρούν σε γενίκευση της παιδείας και της κατά κεφαλήν καλλιέργειας, σε καθολίκευση της ευμάρειας και της ευζωίας. Κυκλώματα παιδεραστών ευδοκιμούν κυρίως στα «υψηλά» στρώματα των δυτικών κοινωνιών με αποτροπιαστικά εγκλήματα στο ενεργητικό τους και η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών θεωρείται από διεθνείς οργανισμούς ότι βρίσκεται σήμερα στα μεγαλύτερα ποσοστά που γνώρισε ποτέ η ανθρώπινη Ιστορία.
     Ποτέ καμιά κοινωνία στη διαδρομή των αιώνων δεν νομιμοποίησε και δεν καλλιέργησε τόσο μεθοδικά την ενστικτώδη επιθετικότητα του ατόμου όσο οι «προηγμένες» δυτικές κοινωνίες στο πεδίο του οικονομικού ανταγωνισμού, του ψυχαναγκαστικού «φιλαθλητισμού» και του κρατικού τζόγου. Από τα πρώτα παιδικά τους, χρόνια ως την ωριμότητά τους οι άνθρωποι στη Βόρεια Αμερική και στη Δυτική Ευρώπη θα παρακολουθήσουν στην τηλεόραση χιλιάδες ώρες γεμάτες φόνους, φρικώδη βία, βιασμούς, ολοκληρωτικό ευτελισμό του ανθρώπινου κορμιού. Οι πηγές αυτής της «λαιμαργίας για βία», που λέει ο Steiner, δίψας για θέαμα προσομοίωσης του πόνου και σαδιστικής κτηνωδίας, δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν:
     Η μεταφυσική μετάλλαξη των κοινωνιών της Δύσης, γράφει ο Michel Houellebecq, μετάλλαξη που επέτρεψε τη γέννηση τον υλισμού και της σύγχρονης επιστήμης, είχε δυο σημαντικές επιπτώσεις: τον ορθολογισμό και τον ατομικισμό... Η σωματική βία, η πιο αναντίρρητη εκδήλωση τον ατομικισμού, επανεμφανίζεται στη Δύση σαν προέκταση της σεξουαλικής επιθυμίας... Η σταδιακή καταστροφή των ηθικών αξιών στη διάρκεια των δεκαετιών τον ‘60, του ‘70, του ‘80 και τέλος του ‘90 αποτελούσε μια λογική και αναπόδραστη διαδικασία. Αφού πρώτα εξάντλησαν τις σεξουαλικές ηδονές (γενιά των χίπις, γενιά του New Age), ήταν φυσικό, τα άτομα που ένιωθαν απελευθερωμένα από τους συνήθεις ηθικούς περιορισμούς, να στραφούν στις πιο έντονες απολαύσεις της κτηνωδίας. Πριν δύο αιώνες ο μαρκήσιος ντε Σάντ είχε ακολουθήσει ανάλογη διαδρομή.
     Κάτω από αυτό το πρίσμα, οι σίριαλ-κίλερς της δεκαετίας του ‘90 ήταν οι φυσικοί απόγονοι των χίπις του ‘60. Οι κοινοί τους πρόγονοι μπορούσαν να ανιχνευθούν στον κύκλο των ακτιβιστών της Βιέννης της δεκαετίας του ‘50: Με το πρόσχημα ότι πρόκειται για καλλιτεχνικά δρώμενα, οι βιεννέζοι ακτιβιστές, ο Nitsch, ο Muehl, ο Schwarzkogler, επιδίδονταν σε δημόσιες σφαγές ζώων. Μπροστά σε κοινό κρετίνων ξερίζωναν, ξέσχιζαν τα όργανα και τα εντόσθιά τους, βουτούσαν τα χέρια τους μέσα στις σάρκες και στο αίμα, κάνοντας τα άμοιρα τα ζώα να υποφέρουν στο έπακρο — την ώρα που ένας κομπάρσος των δρωμένων φωτογράφιζε ή κινηματογραφούσε τη σφαγή, με σκοπό να εκτεθούν τα ντοκουμέντα σε κάποια γκαλερί.
     Τη διονυσιακή (υποτίθεται) αυτή βούληση απελευθέρωσης της κτηνωδίας και του κακού, που πρώτοι εφάρμοσαν οι ακτιβιστές της Βιέννης, την ξαναβρίσκουμε σε όλη τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών. Κατάπτωση, που επήλθε στις δυτικές κοινωνίες μετά το 1945, και δεν ήταν τίποτε άλλο από μια επιστροφή στην κτηνώδη λατρεία της δύναμης, άρνηση αιωνόβιων κανόνων οικοδομημένων, βήμα-βήμα, στο όνομα της ηθικής και του δικαίου. Βιεννέζοι ακτιβιστές, μπίτνικς, χίπις και μανιακοί δολοφόνοι συναντιώνται στο ότι όλοι τους εκθείαζαν την ολοκληρωτική κατάφαση των δικαιωμάτων του ατόμου κόντρα σε όλες τις κοινωνικές συμβάσεις, κόντρα στις υποκρισίες, όπως έλεγαν, της ηθικής, των συναισθηματισμών, της δικαιοσύνης, του οίκτου.

Βλαστήματα της φυσιοκρατίας του Διαφωτισμού

Ο νεωτερικός πολιτισμός της Δύσης («θαύμα» προόδου, καύχημα «ανάπτυξης») θεμελιώθηκε σε μια συνεπή φυσιοκρατία: Στην πεποίθηση ότι ο άνθρωπος είναι Φύση, δηλαδή αποκλειστικά υλικός, και κάθε δραστηριότητά του απορρέει από τις δεδομένες στη φύση αναγκαιότητες, κυρίως από την ορμή της αυτοσυντήρησης και την «αρχή» της ηδονής. Στις απαρχές της η νεωτερική σκέψη (η φιλοσοφία του Διαφωτισμού) είχε αποκλείσει από τα ενδιαφέροντά της κάθε οντολογικό προβληματισμό (η οντολογία είχε οδυνηρά συνδεθεί στη συνείδηση του ευρωπαίου ανθρώπου με τους αιώνες του μεσαιωνικού σκοταδισμού στη Δύση: με a priori παραδοχές και δόγματα). Δεν υπήρχε περιθώριο να τεθεί το ερώτημα: γιατί να διέπει τη Φύση η αναγκαιότητα αποκλείοντας την ελευθερία ή: γιατί μέσα στη Φύση κάποιες σχέσεις να συντελούνται κατά λόγον (αν ο λόγος δηλώνει αρμονία, τάξη, κοσμιότητα) και άλλες να διέπονται από άλογες ατομοκεντρικές ορμές όπως της αυτοσυντήρησης και της ηδονής.
     Στόχος της νεωτερικής σκέψης ήταν να αποκλείσει μαχητικά κάθε ενδεχόμενο ανάδυσης μεταφυσικού «νοήματος» της φυσικής πραγματικότητας. Και μαζί με το «νόημα» να αποκλεισθεί και κάθε συνέπεια κανονιστικών (ηθικών) αρχών του ανθρώπινου βίου.
     Έτσι η νεωτερική σκέψη, τουλάχιστον στις απαρχές της, μόνο πιστοποιεί δεδομένες λειτουργίες στη φύση, δεν αναζητάει «νόημα» (αίτια και σκοπό), δεν αποτιμά την πραγματικότητα με αξιολογήσεις καλού και κακού. «Το λεγόμενο κακό», λέει ο μαρκήσιος de Sade, «αποτελεί τον τρόπο λειτουργίας της Φύσης, η ίδια η Φύση πρέπει να αφανίσει τα πιο αδύνατα μέρη της για να αυτοσυντηρηθεί, το δίκαιο του ισχυροτέρου είναι το μυχιαίτατο δίκαιο της». Ο αφορισμός αυτός είναι χαρακτηριστικό δείγμα του καινούργιου δογματισμού, που έρχεται απλώς να ανατρέψει τον θρησκευτικό δογματισμό του Μεσαίωνα. Και το αξιωματικό «πρέπει», που παρεμβάλλεται στη δογματική πιστοποίηση, δέχεται την αυτοσυντήρηση ως a priori κανονιστική αρχή: αίτια ταυτόχρονα και σκοπό της ανερμήνευτα δεδομένης και άσκοπα υπάρχουσας Φύσης.
     Όταν εξαλειφθεί η αναφορά σε αίτια και σκοπό, εξαλείφεται και κάθε κριτήριο (πραγματικό, όχι συμβατικό) διάκρισης καλού και κακού. Επομένως και κάθε αξιολογική αποτίμηση δέοντος, κάθε ενδεχόμενο λειτουργίας κανονιστικών αρχών. «Ως αμιγής Φύση ο άνθρωπος δεν γνωρίζει κανονιστικές αρχές». Η Φύση είναι αυτό που είναι, ούτε καλή ούτε κακή: μια δεδομένη λειτουργία υλικών δεδομένων. Και ο άνθρωπος, ως μέρος ή έκφανση της Φύσης, είναι ταυτισμένος με τις αναγκαιότητες που καθορίζουν το φυσικό του γίγνεσθαι δίχως περιθώρια κανονιστικών αποτιμήσεων αυτού του γίγνεσθαι. Ακόμα και ότι για λόγους συλλογικής χρηστικής σκοπιμότητας χαρακτηρίζουμε ως έγκλημα, δεν είναι παρά λειτουργική παράμετρος της φύσης του ανθρώπου: Το έγκλημα είναι ριζωμένο ατή βιοδομή του ανθρώπου, προέρχεται από τη φωνή της Φύσης μέσα του.

Για τον μαρκήσιο de Sade, που οδηγεί ως τις ακραίες συνέπειές τους τις απόψεις έμμεσα του Hobbes και άμεσα του La Mettrie, του Helvetius, του Montaigne, του La Rochefoucault, «το κακό και το καλό είναι εξίσου πλασματικά. Η κατάργηση του οντολογικά θεμελιωμένου καλού απαγορεύει να χαρακτηρίζεται το κακό ως κακό με κανονιστική έννοια, γιατί κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν ότι γίνεται αποδεκτή η πραγματικότητα του καλού επίσης με κανονιστικό χαρακτήρα — θα γίνονταν δυνατές οι κανονιστικές επιταγές και αξιώσεις. Το κακό λοιπόν ταυτίζεται με ότι είναι φυσικό, οι ανατροπές και οι καταστροφές, που συνεπιφέρουν αναγκαστικά την κατάρρευση ή την υποταγή των αδυνάτων, αποτελούν ουσιαστικές πλευρές της δραστηριότητας της Φύσης».

Ισχυρίζονται οι φυσιοκράτες του Διαφωτισμού ότι το καλό και το κακό είναι έννοιες συμβατικές, προϊόντα κοινωνικής συνθήκης. Ότι απηχούν εμπειρίες υποκειμενικές ευαρέσκειας ή δυσαρέσκειας του άτομου, βιώματα μεταβλητά και παραλλάσσοντα, αστάθμητα. Ότι χαρακτηρίζουν μόνο συμπεριφορές συμβατικά-χρηστικά αποτιμώμενες.
     Η ερμηνευτική αυτή οπτική των φυσιοκρατών του Διαφωτισμού προσκρούει σε δύο δεδομένα της κοινής (καθολικής) εμπειρίας που σαφώς την υπονομεύουν: Το πρώτο δεδομένο είναι η πραγματικότητα της φθοράς και του θανάτου. Το δεύτερο, η πραγματικότητα του κάλλους.
     Και στις δυο περιπτώσεις πρόκειται για τον τρόπο με τον όποιο υπάρχουν τα υπαρκτά, για πραγματικότητες οντολογικές — όχι για τρόπους συμπεριφοράς που αξιολογούνται συμβατικά, κατά συνθήκη. Η φθορά και ο θάνατος είναι δεδομένα της υπαρκτικής πραγματικότητας όλων των έμβιων όντων. Και το κάλλος είναι δεδομένο της μορφικής σύστασης των υπαρκτών και της συνολικής τους δια-μόρφωσης — είναι οι σχέσεις αρμονίας και κοσμιότητας των στοιχείων και των λειτουργιών που συγκροτούν την υπόσταση (πραγματική ύπαρξη) κάθε επιμέρους υπαρκτού, όπως και τον τρόπο της συνύπαρξής τους. Η διαχρονική καθολική ανθρώπινη εμπειρία χαρακτηρίζει τη φθορά και τον θάνατο ως κακό, ενώ το κάλλος ως καλό, αγαθό δεδομένο της πραγματικότητας.

Η ανθρώπινη εμπειρία πιστοποιεί τον οντολογικό (τρόπου της υπάρξεως) χαρακτήρα του κακού και του καλού, αποτιμά αρνητικά και θετικά αυτόν τον χαρακτήρα, με βάση τις δεδομένες ανθρώπινες δυνατότητες πρόσληψης της αντι-κείμενης πραγματικότητας. Βασίζεται η εμπειρία όχι μόνο στις πληροφορίες των αισθήσεων και στα ενστικτώδη αντανακλαστικά ευαρέσκειας και δυσαρέσκειας που προκαλούν αυτές οι πληροφορίες, αλλά και στις νοητικές λειτουργίες του ανθρώπου (στη λογική και κριτική ικανότητα, στη φαντασία, τη διαισθητική αντίληψη, την αφαιρετική διεργασία).
     Η ιδιάζουσα (σε σύγκριση με κάθε άλλο έμβιο υπαρκτό) αντιληπτική ικανότητα του ανθρώπου λειτουργεί με ορισμένες προϋποθετικές σταθερές — προϋποθετικές της αντιληπτικής ικανότητας αλλά και συγκροτούμενες από την αντιληπτική εμπειρία. Τέτοιες σταθερές είναι η προϋποθετική αναγωγή κάθε φαινομένου σε αιτία και σκοπό, οι προϋποθετικές ορίζουσες της αρχής και του τέλους, του μέρους και του όλου, του χώρου και του χρόνου.
     Η ανθρώπινη λοιπόν λογική και κρίση αποτιμά ως κακό τη φθορά και τον θάνατο, επειδή, με τις προϋποθετικές ορίζουσες της ανθρώπινης αντιληπτικής ικανότητας, το όλον είναι πλεονεκτικότερο του μέρους, το πλήρες πλεονεκτικότερο του μερικού ή κολοβωμένου, το διαρκές πλεονεκτικότερο του εφήμερου. Οι φυσιοκράτες του Διαφωτισμού αντιτάσσουν ότι οι προϋποθετικές αυτές σταθερές χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη αντιληπτικότητα, αλλά δεν επαληθεύονται στο γίγνεσθαι της φύσης. Για τη φυσική πραγματικότητα η φθορά και ο θάνατος, όσο κι αν αποτελούν δυσάρεστες (κακού) εμπειρίες για τον άνθρωπο, είναι προϋπόθεση ανανέωσης (και επομένως συνέχειας, μή αφανισμού) της έμβιας ύλης — είναι καλό για τη φύση.
     Όσο για το κάλλος, είναι για τους φυσιοκράτες ένας τρόπος, βιολογικά καθορισμένος, με τον όποιο ο άνθρωπος προσλαμβάνει την πραγματικότητα, τρόπος που εξασφαλίζει βιολογικά πλεονεκτήματα (λειτουργικές διευκολύνσεις επιβίωσης) στο ανθρώπινο είδος. Δεν είναι το αντικειμενικά καλό, αλλά ανθρώπινη υποκειμενική αίσθηση το κάλλος, αίσθηση με βιολογικές σκοπιμότητες προκαθορισμένη.

Σίγουρα, κρίνουμε και αποτιμάμε το καλό και το κακό με τις δεδομένες ανθρώπινες δυνατότητες πρόσληψης της αντικείμενης πραγματικότητας. Δεν μπορούμε να αποτιμήσουμε την υπαρκτική πραγματικότητα με τις αντιληπτικές δυνατότητες και τις βιωματικές αξιολογήσεις ενός χιμπατζή, ενός δελφινιού ή οποιουδήποτε άλλου έμβιου υπαρκτού.
Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται η ασυνέπεια της φυσιοκρατικής επιχειρηματολογίας: Ενώ βασίζεται στην ανθρώπινη λογική και κριτική ικανότητα, όμως πιθανολογεί τη «λογική» και την «κρίση» που διέπει «εξ αντικειμένου» τη φύση προκειμένου να αποτιμήσει τη φθορά και τον θάνατο ως μή-κακό ή το κάλλος ως μή-καλό. Κατά τούτο η σεμνότητα του αγνωστικισμού είναι συνεπέστερη από τη φυσιοκρατική ερμηνευτική.

Απ’ το βιβλίο: Χρήστος Γιανναράς, Το αίνιγμα του κακού, Εκδόσεις Ίκαρος
Το κείμενο παρατίθεται χωρίς υποσημειώσεις και παραπομπές.