Για όσους διψάνε τη ζωή

Χρήστος Γιανναράς

«...καὶ πάντες τὸ αὐτὸ πόμα πνευματικὸν ἔπιον· ἔπινον γὰρ ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας, ἡ δὲ πέτρα ἦν ὁ Χριστός.» (Α' Προς Κορινθίους 10:4)

ΜΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ: Πώς είναι δυνατό ο άπειρος και απεριόριστος να υπάρξει στις διαστάσεις της περατής ατομικότητας; Αυτός που οφείλει «κατά τον λόγον της ουσίας» Του να είναι «χωριστή φύσις και ακίνητος», «φύσις όλως ενεργητική, κρείττων και άφθαρτος ενέργεια», «είδος αμιγές», «ταυτότης νου και νοητού», πώς μπορεί να προσλάβει ανθρώπινη σάρκα, να υποταχθεί στη χρονικότητα, στις ανάγκες της βιολογικής φύσης;
     Οι μέτοχοι της εκκλησιαστικής εμπειρίας απαντούσαν και απαντούν: Γι' αυτό τα Χριστούγεννα είναι Γιορτή, Γιορτή θριάμβου της υπαρκτικής ελευθερίας. Ένας Θεός δέσμιος στις λογικές προδιαγραφές της ουσίας Του θα σήμαινε την αφετηριακή υποταγή του γεγονότος της ύπαρξης στην αναγκαιότητα. Τότε, αιτιώδης αρχή του υπαρκτού θα ήταν η αναγκαιότητα, δεν θα υπήρχε ενδεχόμενο ελευθερίας.

     Αν όμως το βρέφος που κλαυθμηρίζει στη φάτνη είναι ο Θεός, τότε ο άκτιστος μπορεί να υπάρξει με τον τρόπο του κτιστού, και στην ιστορική του υπόσταση το κτιστό να υπάρχει με τον τρόπο του ακτίστου. Στη Βηθλεέμ η προσωπική ύπαρξη του Θεού και του ανθρώπου αποδείχνεται ελεύθερη από κάθε προκαθορισμό ουσίας ή φύσης. Αίρεται «το μεσότοιχον του φραγμού» ανάμεσα στο περατό και στο αδιάστατο, στο χρονικό και στο αιώνιο. Ο Θεός υπάρχει με τον τρόπο του ανθρώπου, για να μπορεί ο άνθρωπος να υπάρξει με τον τρόπο του Θεού. «Ίνα γένησθε θείας κοινωνοί φύσεως».

     Τη γλώσσα για να πούμε το γεγονός της ύπαρξης και τις δυνατότητες της ύπαρξης την έδωσαν οι Έλληνες. Έφτιαξαν τη λέξη ουσία, παράγωγο του θηλυκού της μετοχής του ρήματος είναι. Ουσία σημαίνει τον τρόπο μετοχής στο είναι, και η διαφορά των τρόπων διαφοροποιεί τα είδη των υπαρκτών. Για τους Έλληνες η ποικιλία των ουσιών είναι προκαθορισμένοι λόγοι-τρόποι πραγματοποίησης κάθε υπαρκτικού γεγονότος - λόγοι-τρόποι ανερμήνευτα δεδομένοι, όπως και ο συμπαντικός «ξυνός» (κοινός) λόγος πού συγκροτεί το σύνολο των υπαρκτών σε κόσμο-κόσμημα αρμονίας και κάλλους. Ακόμα και ο Θεός υποτάσσεται στον δεδομένο λόγο-τρόπο της ύπαρξής Του. Είναι μέρος του καθολικού κόσμου, που δεν μπορεί να έχει στόχο, μπορεί μόνο να είναι. Δεν υπάρχουν περιθώρια για το γίγνεσθαι και το δέον, τη δυνατότητα ή τη θέληση, την ελευθερία και την Ιστορία. Έργο του ανθρώπου στην εφήμερη βιοτή του είναι, να φτάσει στην ευδαιμονία να θεωρεί τη λογική πληρότητα του κοσμικού είναι, και να την πραγματώνει «εν σμικρώ» με την πολιτική τέχνη -την υψίστη των τεχνών - στον «μικρόν της πόλεως κόσμον».
     Σε αυτή την αδήριτη μοίρα της ανελευθερίας του υπαρκτού έρχεται να αντιταχθεί η εκκλησιαστική εμπειρία: Αιτιώδης αρχή της ύπαρξης δεν είναι μια ανερμήνευτα προκαθορισμένη θεία Ουσία, αλλά η ελευθερία ενός Προσώπου. Ο Θεός δεν είναι υποχρεωμένος από την ουσία Του να είναι Θεός, δεν είναι υποταγμένος στην αναγκαιότητα της ύπαρξής Του. Ο Θεός υπάρχει, επειδή είναι ο Πατήρ: αυτός που βεβαιώνει ελεύθερα τη θέλησή Του να υπάρχει γεννώντας τον Υιό και εκπορεύοντας το Πνεύμα. Ελεύθερα και από αγάπη ο Πατήρ («αχρόνως και αγαπητικώς») υποστασιάζει το Είναι Του σε τριάδα Προσώπων, συνιστά τον λόγο-τρόπο της ύπαρξής Του ως κοινωνία προσωπικής ελευθερίας, κοινωνία αγάπης, πληρότητα του όντως έρωτος.

     Στο γεγονός των Χριστουγέννων, στην ιστορική παρουσία του Χριστού, η εκκλησιαστική εμπειρία ψηλαφεί την προσωπική ελευθερία του Θεού από την άκτιστη φύση Του. Ελεύθερος από κάθε προκαθορισμό ουσίας ή φύσης, ο Θεός υποστασιάζει στό πρόσωπό Του (στο πρόσωπο του Χριστού) όχι μόνο το δικό Του άκτιστο Είναι, αλλά και το κτιστό είναι του ανθρώπου. Αν το πρόσωπο είναι αυτό πού υποστασιάζει (κάνει πραγματικότητα) την ύπαρξη, τότε καμιά αναγκαιότητα φύσης ή ουσίας (θείας ή ανθρώπινης) δεν προηγείται για να περιορίσει την υπαρκτική πραγμάτωση της προσωπικής ελευθερίας. Τότε ο άκτιστος Θεός μπορεί να υπάρξει και με τον τρόπο του κτιστού ανθρώπου, αλλά και ο κτιστός άνθρωπος (στο μέτρο πού ελευθερώνονται οι προσωπικές υπαρκτικές του δυνατότητες) μπορεί να υπάρξει με τον τρόπο του άκτιστου Θεού. Να νικήσει το θάνατο. Αυτό το ευ-αγγέλιο κάνει τα Χριστούγεννα Γιορτή.

     Σε κάθε παραμικρό ορθόδοξο εκκλησάκι, στον όρθρο της Γιορτής, μια ποίηση ιλιγγιώδης γίνεται τραγούδι, μαρτυρία ψηλάφησης του πληρώματος της ελευθερίας της ζωής: «Ἂσαρκος γάρ ὤν, ἐσαρκώθη ἑκών καί γέγονεν ὁ ὤν, ὃ οὐκ ἦν, δι’ ἡμᾶς... Καί μή ἐκστάς τῆς φύσεως, μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος. Ἐξῆλθε Λόγος εἰς ἀνάπλασιν λαῶν».
     Δίπλα σε αυτή την απόκρημνη νοηματική, τα νηπιώδη ψελίσματα της δυτικής θρησκευτικής υπανάπτυξης: «Άγια νύχτα σε προσμένουν με χαρά οι Χριστιανοί...». Να γιατί η Γιορτή έγινε στον σημερινό μας δυτικό πολιτισμό κενός διάκοσμος: Επειδή οι φιοριτούρες των συναισθημάτων και τα ηθικιστικά ιδεολογήματα δεν έχουν τίποτα να κάνουν με τη δίψα μας για ζωή.

     Αν η σημερινή Ελλάδα υποψιαζόταν τι και πώς εξακολουθεί ανεπίγνωστα να γιορτάζει στις εκκλησιές της τα Χριστούγεννα, τότε θα ήταν εκ των πραγμάτων πολιτιστική υπερδύναμη. Δηλαδή πανανθρώπινη ελπίδα.

24.12.1995

Απ’ το βιβλίο: Χρήστος Γιανναράς, Εορτολογικά παλινωδούμενα, Εκδόσεις Ακρίτας