Για μια νέα σχέση των δύο παραδόσεων

Θεόδωρος Ι. Ζιάκας

     Καθώς και οι δύο παραδόσεις* απαλείφουν τον μεταξύ τους χώρο, που δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της δράσης του «άλλου,» αλλά και των δύο (και εν μέρει «κανενός»: σχετική αυτονομία των συλλογικών δομών) και απολυτοποιούν η καθεμιά τη σχετική αλήθεια τους, δεν είναι σε θέση να εννοήσουν ότι δρουν σε έναν κόσμο στον οποίο υπάρχει νόμιμη θέση και για τις δύο. Διαχωρίζονται έτσι «κάθετα» και ρίχνει η μια στην άλλη τις ευθύνες για τη νεοελληνική αποτυχία.

     Όμως το «εκτρωματικό» παρόν, που και οι δύο καταγγέλλουν, υπήρξε καρπός της δικής τους σχέσης. Ενός μεταξύ τους «ιστορικού συμβιβασμού». Οι φορείς της ορθόδοξης παράδοσης αρκέστηκαν στη θρησκευτική εξουσία, με αντάλλαγμα την κρατικοποίησή τους. Η δυτική παράδοση αρκέστηκε στην πολιτική κυριαρχία και την εκπαιδευτική ηγεμονία. Ήταν μια συνάρθρωση των εθνικών μας παραδόσεων υπό την ηγεμονία της Δύσης. Ο «ελληνοχριστιανισμός», ως κοινωνικό κατεστημένο και ως πολιτιστικός τύπος, είναι βεβαίως άσχετος τόσο με την αυθεντική Ορθοδοξία όσο και με τον δυτικό ουμανισμό, άνθησε όμως κάτω από το σκήπτρο της δυτικής Προστασίας και δη της αγγλικής, με τοποτηρητή τη δυναστεία των Γλύξμπουργκ και είχε την υποστήριξη των οπαδών τόσο της μιας όσο και της άλλης παράδοσης.

     Η καθεμιά απολακτίζει σήμερα τον «ελληνοχριστιανικό» καρπό της ιστορικής σχέσης τους, σαν αποκλειστικό τέκνο του άλλου, για να διαφύγει στον φαντασιώδη χώρο μιας «υπερεθνικής» ταυτότητας. Αλλά η «αποκλήρωση» του δύσμορφου «τέκνου» δεν απαντά στις επιτακτικές προκλήσεις του επικίνδυνου παρόντος. Το ζητούμενο είναι μια νέα σχέση μεταξύ των δύο παραδόσεων, βασισμένη ακριβώς στον μεταξύ τους διάλογο, διάλογο που πρέπει να έχει ως αντικείμενο την επιβίωση τον ελληνισμού. Και ακριβώς η σχέση που θα προκύψει απ' αυτό τον διάλογο, στο πλαίσιο της σημερινής κρίσης, θα είναι και το περιεχόμενο που θα πάρει η εθνική μας ταυτότητα στο εξής.

     Στο θεμελιώδες ερώτημα «Τι προσφέρουμε στον κόσμο;» οι απαντήσεις που δίνουν οι δύο παραδόσεις είναι συνοπτικά οι ακόλουθες:

     Η «ευρωπαϊκή» παράδοση: Έχουμε μια μοναδική φυσική και αρχαιολογική κληρονομιά, ανεκτίμητο μορφωτικό αγαθό για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Θα προσφέρουμε λοιπόν τουρισμό υψηλού επιπέδου. Μας λείπει βέβαια το απαιτούμενο «ευρωπαϊκό» ήθος και το κατάλληλο κράτος. Αλλά αυτά θα μας τα φτιάξει η Ευρώπη.

     Η «ρωμανική» παράδοση: Έχουμε το ζωτικότερο πάντων, την εναλλακτική λύση στο αδιέξοδο του δυτικού πολιτισμού που οφείλεται στον οντολογικό του μηδενισμό. Αυτή βρίσκεται στον ορθόδοξο κοινοτισμό, τον ησυχασμό και τη θεολογία του. Είναι η Ορθοδοξία, ως το ισχυρότερο «εμπόρευμα», κατά τη φρικτή, αλλά ποικιλοτρόπως σημαδιακή, διατύπωση του μακαρίτη Πατριάρχη Δημητρίου στα Τρίκαλα.

     Οι δυο αυτές απαντήσεις δεν είναι ανταγωνιστικές, σε βαθμό «αλληλοαποκλεισμού», όπως θέλουν να τις βλέπουν. Απλώς είναι τόσο ανεπαρκείς που, αν και επισημαίνουν κάτι, δεν είναι σε θέση να το διατυπώσουν σε κατανοήσιμη και εφαρμόσιμη μορφή. Αποτελούν αφετηριακές σκέψεις που πρέπει να αναπτυχθούν και να συγκεκριμενοποιηθούν.

     Η συνέχιση της πόλωσης μεταξύ των δύο παραδόσεων οδηγεί στην Τουρκοκρατία. Επ' αυτού δεν θα έπρεπε πλέον να χωρούν ψευδαισθήσεις. Η Τουρκοκρατία δεν είναι παρά υποπροϊόν της εσωτερικής πόλωσης του ελληνισμού. Βεβαίως το ξεπέρασμα της πόλωσης είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν λάβουμε υπόψη ότι το ζητούμενο είναι να αναδείξουμε τις δικές μας διαχρονικές αξίες, αξίες που βρίσκονται στους αντίποδες του σημερινού δυτικού πολιτισμού.

Απ’ το βιβλίο: Θεόδωρος Ζιάκας, Έθνος και παράδοση, Εναλλακτικές Εκδόσεις

 


* Η "κρίση ταυτότητας" εκφράζεται στην περίπτωσή μας ως τάση φυγής προς μια "υπερεθνική" ταυτότητα. Εξετάσαμε ως κυρίαρχες εκδοχές "υπερεθνικής" ταυτότητας τη "ρωμανική" (βυζαντινή), μέσα από την προβληματική του π. Ι. Ρωμανίδη και τη "δυτική" ("ευρωπαϊκή"), μέσα από την προβληματική του Γερ. Κακλαμάνη. [...]