Παραδειγματική και ιστορική ταυτότητα

Θεόδωρος Ι. Ζιάκας

     Δεν είμαστε ευχαριστημένοι απ' αυτό που είμαστε (ή νομίζουμε ότι είμαστε) και θα θέλαμε να εξομοιωθούμε με κάτι άλλο, «καλύτερο». Αυτό το «καλύτερο» απεικονίζεται στη συλλογική συνείδησή μας, ως έθνος, με τη μια ή την άλλη μορφή «υπερεθνικής» ταυτότητας. Πρόκειται για κάτι που συμβαίνει σε κάθε είδος συλλογικού υποκειμένου. Συμβαίνει και στο άτομο που αναπληρώνει τις ελλείψεις του αναφερόμενο σε μια υπερατομική ταυτότητα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για εκδοχές ιδανικής συλλογικής ταυτότητας, που επειδή αφορά εμάς τους ίδιους, εμάς ως έθνος, είναι εν τέλει εθνική και όχι υπερεθνική. Γιατί όμως εμφανίζεται σαν «υπερεθνική»; Η υποκατάσταση προκύπτει από την ίδια τη φύση του ιδανικού ως «τέλειου» και άρα «καθολικού». Η ιδανική συλλογική ταυτότητα είναι «τέλεια» και για τούτο φαινομενικά ικανή να καλύπτει τους πάντες, όλα τα έθνη και άρα «υπερεθνική». Είναι λοιπόν η παραδειγματική εθνική ταυτότητα στην αντίθεση της με την ιστορική. Αυτό που οι αρχαίοι ονόμαζαν Καλλίπολη και οι Βυζαντινοί Ουρανούπολη. Η «άριστη» Πολιτεία.

     Η αντιδιαστολή ιδανικού-πραγματικού είναι ομόλογη του ζεύγους ελευθερία-ανάγκη. Κι αυτό γιατί «ελευθερία» πρωτίστως σημαίνει αυθυπέρβαση, δυνατότητα να γίνεις καλύτερος. Άρα ύπαρξη ιδανικού και εξιδανίκευση της πραγματικότητας. Η εξιδανίκευση όμως μπορεί να παραμένει στο επίπεδο της φαντασίας, απλή ψευδαίσθηση που αποτρέπει την έμπρακτη εξιδανίκευση, δηλαδή την καλυτέρευση των κοινωνικών και εθνικών σχέσεων. Αφού ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ελευθερία, αλλά ανάγκη και αδράνεια (συνήθεια-μηχανικότητα) πολύ εύκολα, για να μην πω κατά κανόνα, υποκαθιστά την πραγματική εξιδανίκευση με τη φανταστική, υποβιβάζοντας τα ιδανικά και τις αξίες σε προσχήματα. Και στην καλύτερη ακόμα περίπτωση, η Καλλίπολη και η Ουρανούπολη αποτελούν, κατά το μεγαλύτερο μέρος, εκθαμβωτικό πρόσχημα ή «συμπλήρωμα δικαίωσης», για να θυμηθούμε και τον Μαρξ, ως κριτικό της ιδεολογίας. (Η αντινομία αυτή, καθώς έχει οργανικό κοινωνικό χαρακτήρα, είναι ιστορικά ανεξάλειπτη. Και απορώ πώς η διαπίστωση της μπορεί να οδηγεί μερικούς στο συμπέρασμα ότι το «τέλος των ιδεολογιών», η έκλειψη ή πιο σωστά ο ευτελισμός του ιδανικού, μπορεί να εκλαμβάνεται ως «πρόοδος».)

     Η παραδειγματική συλλογική ταυτότητα δεν έχει πραγματικό τόπο μέσα στην Ιστορία. Είναι «εκτός τόπου και χρόνου», είναι «ου-τοπία». «Μέτρο κρίσεως» και «άξονας αναφοράς». Μέτρο που μας επιτρέπει να γνωρίζουμε κάθε φορά πού βρισκόμαστε και πού πηγαίνουμε. Είναι επομένως βασικό σφάλμα να συγχέει κανείς τον ιστορικό εαυτό ενός έθνους με την παράσταση που αυτό έχει για τον παραδειγματικό εαυτό του. Το λάθος είναι εμφανές τόσο στους ρωμανιστές όσο και στους δυτικιστές. Οι πρώτοι εξιδανικεύουν το Βυζάντιο και οι δεύτεροι την πραγματικότητα των δυτικών εθνών. Το ίδιο συνέβαινε και με τους κομμουνιστές που ήθελαν να βλέπουν τη Σοβιετία σαν την επίγεια ενσάρκωση της παραδείσιας αταξικής και αεθνικής πολιτείας.

     Το πρόβλημα είναι να εξαγάγουμε από τις ιστορικές πραγματικότητες αυτό που είναι το μέτρο τους, το ιδανικό τους, και όχι να τις εξιδανικεύουμε. Η θεωρία ότι οι άνθρωποι κάποιας άλλης εποχής ή κάποιας άλλης περιοχής πέτυχαν να είναι εντυπωσιακά καλύτεροι από μας μπορεί να έχει κάποια παιδαγωγική αξία, δεν έχει ωστόσο ούτε κόκκο αληθείας. Μιλώντας για το Βυζάντιο αυτό που έχει σημασία είναι να αντιδιαστείλει κανείς τη συγκεκριμένη ιστορική ταυτότητα της Ορθοδοξίας από την ιδανική της ταυτότητα και να κρατήσει αυτή την τελευταία, γιατί αυτή είναι το «μέτρο», το διαχρονικό, εκείνο που έχει οντολογική αξία. Με την ίδια έννοια αυτό που ενδιαφέρει στη μελέτη της σύγχρονης Δύσης δεν είναι οι συγκεκριμένες διαχειρίσεις της ταξικής πάλης, αλλά η φιλοσοφία του κράτους δικαίου.

     Όμως το ιδανικό δεν είναι κάτι το δεδομένο και αμετακίνητο, το αντικειμενοποιημένο και κατεχόμενο, ούτε κάτι το μοναδικό και μονοσήμαντο. Αν υπάρχουν αντικειμενικά πρότυπα αλήθειας, καλού και κάλλους, είναι βέβαιο ότι κανείς δεν τα «κατέχει». (Ούτε το Βυζάντιο ούτε η ...Γερμανία.) Μπορεί να γίνεται λόγος μόνο για ατελείς «προσλήψεις» τους, από τους ανθρώπους της μιας ή της άλλης παράδοσης. Γι' αυτό άλλωστε και υπάρχει στον κόσμο χώρος για όλους. Για απεριόριστο πολιτιστικό διαφορισμό.

     Τούτο σημαίνει ότι όσο και αν θεωρήσουμε «άφταστα» τα πρότυπα μιας άλλης εποχής ή μιας άλλης περιοχής, αυτό δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να φτιάξουμε τα δικά μας πρότυπα. Τα ξένα ή τα παλιά δικά μας μέτρα (εννοείται αυτά που αναφέρονται σε διαχρονικές ανάγκες) αποτελούν οπωσδήποτε αναγκαίο γνώμονα. Αυτός όμως δεν υποκαθιστά τα δικά μας μέτρα, τις δικές μας απαντήσεις στα σημερινά προβλήματα. Ότι άλλωστε νομίζουμε αυθεντικό και γνήσιο, τοποθετώντας το σε κάποιες «ρίζες» (στις οποίες οφείλουμε να «επιστρέψουμε») έχει περάσει από το δικό μας υποκειμενικό πρίσμα, τις επιθυμίες και τις ανάγκες μας, την ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας και λίγη σχέση έχει με αυτό που πιθανώς ήταν, τότε που οι περίφημες «ρίζες» αποτελούσαν ιστορικό παρόν. Αν υπάρχει όντως «νεοελληνική αποτυχία», άποψη που συμμερίζομαι, δεν νομίζω ότι μπορούμε να την κατανοήσουμε σαν «απόκλιση» απ' αυτό που νομίζουν ότι ήταν το Βυζάντιο κι απ' αυτό που υποθέτουν ότι είναι η Ευρώπη. Πέραν των βυζαντινών και των δυτικών μέτρων, υπάρχουν, ή τουλάχιστον οφείλουν να υπάρξουν, και τα δικά μας, τα νεοελληνικά «μέτρα». Λέγοντας «δικά μας» σπεύδω να διευκρινίσω ότι δεν εννοώ τα «μέτρα» της επαρχιώτικής μας αυταρέσκειας, ούτε καν εκείνα μιας βαλκανικής εμβέλειας. Εννοώ «μέτρα» οικουμενικής αξίας που προϋποθέτουν ασφαλώς έναν αντίστοιχο πνευματικό ορίζοντα, που τον είχαμε άλλοτε αλλά θα έπρεπε να τον αποκτήσουμε πάλι καθώς βγαίναμε από τη μακριά νύχτα της εθνικής δουλείας. Το θέμα είναι να δούμε πως «βαθμολογούμαστε» με τέτοια ακριβώς νεοελληνικά μέτρα. Δεν αρκεί η «βαθμολόγηση» με βάση τα υποτιθέμενα βυζαντινά ή δυτικά μέτρα. Η νεοελληνική αναγέννηση δεν όφειλε υποχρεωτικά να αναπαραγάγει το Βυζάντιο ή την «Ευρώπη». Και δεν θα κριθεί και απορριφθεί επειδή δεν το κατάφερε.

     Μιλάμε επομένως για τη διαμόρφωση νεοελληνικών «μέτρων» (προτύπων), που αντιστοιχούν στις δικές μας δυνατότητες. Για τη συνάρθρωση της δικής μας παρουσίας με την ιδιαίτερη δική μας δημιουργική συμβολή στον σύγχρονο κόσμο.

     Η αδυναμία διάκρισης παραδειγματικού και ιστορικού συλλογικού εαυτού και η στρεβλή επίγνωσή της ως διάκριση «υπερεθνικής» και εθνικής ταυτότητας έχει, λοιπόν, άμεση σχέση με την προβληματική της εθνικής επιβίωσης, ως στήριξης σε μέτρα-πρότυπα που εμείς οι ίδιοι τα φτιάχνουμε και άρα μπορούμε (εμείς οι ίδιοι) να τα πραγματοποιήσουμε. Ο χώρος των προτύπων, επί των οποίων καλούμαστε να στηρίξουμε την επιβίωσή μας σήμερα, είναι ο ζητούμενος δικός μας «παραδειγματικός εαυτός». Η αναζήτησή του στο Βυζάντιο, στην Ευρώπη, ή οπουδήποτε αλλού, υποδηλώνει ιδεολογική σύγχυση, τάση απόδρασης από την πραγματικότητα. «Φυγή προς τα πίσω» και «φυγή προς τα έξω».

Απ’ το βιβλίο: Θεόδωρος Ζιάκας, Έθνος και παράδοση, Εναλλακτικές Εκδόσεις