Θεόδωρος Ι. Ζιάκας
Η Ορθοδοξία είναι η ελληνική Οικουμένη, όπως το Ισλάμ είναι η αραβική Οικουμένη και η σημερινή Δύση δεν είναι παρά η αγγλοσαξωνική Οικουμένη. Κάθε οικουμενικός πολιτισμός έχει τους εθνικούς φορείς του, όπως έχει και τη δική του περί έθνους αντίληψη. Στην πάλη των εθνών συχνά αντιπαρατίθενται διαφορετικές εκδοχές οικουμενικότητας, πράγμα που αδυνατούν να το αντιληφθούν όσοι διαχωρίζουν μηχανιστικά το «εθνικό» από το «οικουμενικό» και τα αντιπαραθέτουν. Ακόμα και ο ρατσισμός δεν στερείται «οικουμενισμού». Ας θυμηθούμε τον χιτλερικό ρατσισμό, που μέσω της «Νέας Τάξης» του, στόχευε σε μια οικουμενική χιλιετία διαφορετικού τύπου.
Η Ορθοδοξία θεωρούμενη ιστορικά (όχι θεολογικά) είναι η οικουμενική ολοκλήρωση του ελληνισμού, η αναγωγή του δικών του κριτηρίων και αξιών σε πρότυπο καθολικό, διεθνικό.
Η καθολικότητα των προτύπων δημιουργεί οικουμενικότητα και παρέχει στους εθνικούς φορείς τους δυνατότητες ηγεμονίας. Στην ελληνική περίπτωση η ηγεμονία δεν είναι πολιτική και οικονομική, ενός έθνους πάνω σε άλλα έθνη. Είναι ηγεμονία κυρίως πνευματική. Δεν έχει εξουσιαστικό περιεχόμενο. Και ανατρέπεται όταν χάνει τον πνευματικό της χαρακτήρα. Αδιάψευστη ανά τους αιώνες μαρτυρία είναι ο θρύλος του Μεγαλέξανδρου στην Ανατολή και των Βυζαντινών Ελλήνων στον σλαβικό κόσμο.
Φυσικά το αληθινά καθολικό είναι διαχρονικό και υπόκειται στη διάκριση ιδανικού-πραγματικού. Τίθεται επομένως το ερώτημα: Είναι «αληθινή» η καθολικότητα των ελληνικών προτύπων; Ή όφειλαν την οικουμενική ακτινοβολία τους σε συγκυριακούς-ιστορικούς παράγοντες; Πάντως η καθολικότητα των ελληνικών προτύπων αμφισβητήθηκε με επιτυχία από τον Μωάμεθ και τον Καρλομάγνο και τελικά ανετράπη. Η ανάδυση της ισλαμικής οικουμενικότητας στην Ανατολή και της φραγκικής στη Δύση περιθωριοποίησαν την ελληνική. Η αμφισβήτηση αυτή θίγει μόνο την ιστορική πραγματοποίηση των ελληνικών προτύπων ή αφορά και το βιοθεωρητικό τους δυναμικό;
Αντίστοιχα ερωτήματα προκύπτουν για τον δυτικό (σήμερα αγγλοσαξωνικό) τύπο οικουμενικότητας. Το «χάσμα» Βορρά-Νότου, η κοινωνία των «δύο τρίτων», το ασυμβίβαστο μεταξύ του κυρίαρχου συστήματος αξιών-αναγκών, αφ' ενός, και της επιβίωσης της ζωής στον πλανήτη, αφ' ετέρου, συνειδητοποιούνται ευρύτατα και πλήττουν στον πυρήνα του τον δυτικό πολιτισμό . Ουσιαστικά έχουμε μπει σε γενικότερη πολιτισμική καμπή: Η ανθρωπότητα θα αναζητήσει μια νέα καθολικότητα, μια νέα οικουμενικότητα, ή θα δεχθεί ότι δεν υπάρχει μία μόνο μορφή Οικουμένης και θα συμβιβαστεί με τον πολιτιστικό πλουραλισμό;
Για τους δυτικιστές και πλείστους των αντιδυτικιστών «ελληνιζόντων», ελληνικά πρότυπα που δεν έγιναν δεκτά από το Βυζάντιο βρήκαν τη θέση τους στη Δύση. Δεν είναι σαφές τι ακριβώς εννοούν, πέρα από την άρνηση του κριτικού πνεύματος, με την οποία συνήθως ταυτίζουν την Ορθοδοξία, πέρα δηλαδή από μια έμφαση στην ελευθεριότητα του ατομικού λόγου. Αποδεικνύεται όμως εύκολα ότι η δυτική «ελληνικότητα» είναι εν πολλοίς παρανόηση και παραχάραξη, δεδομένου ότι η ταύτιση κοινωνείν-αληθεύειν αποτελεί την κεντρική και συγχρόνως την ηγετική παράδοση στον αρχαίο ελληνισμό. Τα στοιχεία που η Δύση εμφανίζει ως «ελληνικά» ανήκαν μάλλον σε περιφερειακές παραδόσεις του αρχαίου ελληνισμού και καθώς αποσπάστηκαν από το πλαίσιο τους δεν είναι δυνατόν να είχαν πράγματι το νόημα που τους αποδίδεται.
Η έκλειψη των ελληνικών «αξιών» συμπίπτει με την άνοδο των δυτικών προτύπων -προτύπων με αδοκίμαστες προοπτικές παγκοσμιότητας. Αυτές οι προοπτικές αποδείχνονται σήμερα ανυπόστατες και η ακτινοβολία τους άρχισε ήδη να εξαντλείται. Η «έκλειψη» λοιπόν παρέρχεται και οι κυριαρχούμενες παραδόσεις συνέρχονται σαν από βαριά υπνωτική επήρεια. Ήδη η «περιφερειακή» διανόηση «αφυπνίζεται» σε παγκόσμια κλίμακα. Η δική μας τολμά για πρώτη φορά να υποστηρίξει ότι ο ελληνισμός δεν ταυτίζεται με τη δυτική του παραχάραξη. Η θεολογική «άνοιξη» της δεκαετίας του '60 ανάγεται σ' αυτό το ευρύτερο πλαίσιο. Είναι τυχαίο ότι αντίστοιχες «αναγεννητικές τάσεις» εμφανίζονται σε όλες τις μεγάλες θρησκείες τη δεκαετία του '60 και έπειτα (ακόμα και στον μαρξισμό!);
Σε μια τέτοια βάση ανακύπτει και το ερώτημα: Τι περιμένουμε από την «αυθεντική» Ορθοδοξία; Ζητούμε τη μετάβαση ξανά σε έναν μετα-ορθολογικό πολιτισμό, βασισμένο στην επανανακάλυψη του Προσώπου, στην αποκάλυψη του Τριαδικού; Αν το πέρασμα από την αρχαιότητα στο Βυζάντιο αντιπροσωπεύει τη στροφή από τον Κόσμο στο Πρόσωπο, μήπως κάτι ανάλογο είναι και σήμερα, στις νέες ιστορικές συνθήκες, το κυοφορούμενο και εναγωνίως ζητούμενο;
Αν προσδοκούμε την «αναβίωση» της ελληνικής οικουμενικότητας πρέπει να λάβουμε υπόψη την ιστορική διαφοροποίηση του εθνικού φορέα της. Φορέας της Ορθοδοξίας στο κατώφλι του 21ου αιώνα δεν είμαστε μόνο εμείς αλλά και οι Σέρβοι, οι Ρουμάνοι, οι Ρώσοι, οι ορθόδοξοι λαοί γενικά. Οι «αναδελφισμοί» είναι ανυπόστατα[18] ιδεολογήματα. Η αλλοτρίωση της ελληνικής Οικουμένης αντανακλά τη μείζονα καθίζηση (τον αλλοτριωτικό εκδυτικισμό) όλων των ορθοδόξων εθνών.
Ανυπόστατοι είναι και οι ενδεχόμενοι μεσσιανικοί ελληνοκεντρισμοί, πριν απ' όλα για πληθυσμιακούς λόγους. Είμαστε σήμερα δεκαπέντε περίπου εκατομμύρια οι Έλληνες και λιγοστεύουμε αδυσώπητα. Η «μαγιά» έχει χαλάσει. Η «υπογεννητικότητα» είναι διαπιστωμένη. Όταν όμως φτιάχναμε την ελληνική Οικουμένη το ποσοστό μας επί του συνολικού πληθυσμού της Γης ήταν 5% -όσο περίπου είναι σήμερα το ποσοστό των ΗΠΑ, της ΕΟΚ και της τέως κραταιάς Ρωσίας[19]. Αν λοιπόν μιλάμε για τον ρόλο της «ελληνικής Οικουμένης» στον «γενναίο καινούργιο κόσμο» μας, πρέπει να τοποθετούμαστε στον ορίζοντα των ορθοδόξων εθνών. Μόνο σ' αυτό τον ευρύτερο ορίζοντα υπάρχει και η πιθανότητα να αποφύγουμε τον τελικό στραγγαλισμό. Η επιβίωση, ιδιαίτερα των μικρών εθνών, θεμελιώνεται μόνο σε εκείνα τα στοιχεία του εθνικού πολιτισμού που έχουν οικουμενική διάσταση[20].
[18] Ο χαρακτηρισμός του «ανάδελφου» αποδίδεται κυρίως στους Έλληνες και τους Εβραίους. Για μεν τους Εβραίους που είναι ένας λαός κλειστός τούτο ίσως να φαίνεται εύλογο. Το να χαρακτηρίζεις όμως έτσι τον πιο ανοιχτό στις αλληλεπιδράσεις λαό, όπως εμείς, μου φαίνεται τελείως εξωφρενικό. Αν ουσία του έθνους είναι πολιτισμική, η συγγένεια με άλλα έθνη προκύπτει στο μέτρο που υφίσταται κοινότητα παραδόσεων. Δεδομένου ότι όλοι δηλώνουν ότι πήραν από μας τα «φώτα του πολιτισμού» (κι εμείς καμαρώνουμε) και ότι για μια τεράστια ιστορική περίοδο χιλίων ετών θεωρούσαμε αδελφά έθνη τους άλλους λαούς της βυζαντινής αυτοκρατορίας, πώς νομιμοποιούμαστε να αυτοχαρακτηριζόμαστε ανάδελφοι; Εκτός και αν συγχέουμε την εχθρότητα με την έλλειψη συγγένειας. Αν εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες αισθανόμαστε ανάδελφοι ας αναζητήσουμε καλύτερα τις αιτίες στο χαμηλό πολιτιστικό μας επίπεδο και όχι σε κάποιο αναλλοίωτο εθνικό γονίδιο.
[19] Όσο για την αρχαία Ελλάδα, είχε 1 εκατομμύριο πληθυσμό το 1000 π.Χ. στο σύνολο των 10 εκατομμυρίων της Ευρώπης και 3 εκατομμύρια το 450 π.Χ., όταν ολόκληρος ο πλανήτης δεν ξεπερνούσε τα 100 εκατομμύρια και η Ευρώπη τα 20. Και όλα αυτά παρά τη μετανάστευση 500 χιλιάδων ατόμων. Οι ελληνικοί πληθυσμοί, μαζί με τις αποικίες και την ελληνική Μικρά Ασία, ξεπερνούσαν τα 5 εκατομμύρια, το 5% του παγκόσμιου πληθυσμού, δηλαδή σαν ποσοστό η αρχαία Ελλάδα είχε τα μεγέθη των ΗΠΑ και της σημερινής ΕΣΣΔ! Κάτω απ' αυτό το πρίσμα μπορούμε να κατανοήσουμε ευκολότερα το «ελληνικό θαύμα».
(Με άλλα λόγια θα έπρεπε οι Έλληνες να φτάνουν σήμερα τα 200 εκατομμύρια! Τι απέγιναν; Την απάντηση την έχει δώσει ο Μακρυγιάννης. Ένα από τα «θεριά» που τους έφαγαν είναι οι Τούρκοι, που όταν ήρθαν στη Μικρασία δεν αριθμούσαν ούτε 5 χιλιάδες. Αυτό αποτελεί και ένα ακόμη επιχείρημα που ανατρέπει τη λογική του αναδελφισμού «από τα μέσα». Δεν είμαστε ανάδελφοι γιατί φυλετικά είμαστε συγγενείς, πριν απ' όλα, με τους μικρασιατικούς λαούς, που δηλώνουν σήμερα Τούρκοι. Αν ο ορισμός του έθνους είναι φυλετικός (καταγωγή) τότε οι «Τούρκοι» είναι τόσο «Έλληνες» όσο και εμείς.)
[20] Και όχι, όπως τραγικά νομίζουμε, στην εθνική αποκλειστικότητα, την ιδιορρυθμία και τη φολκλορική «αξιοποίησή» τους. Βλ. και 4ο κεφ. 1ου μέρους του παρόντος.
Απ’ το βιβλίο: Θεόδωρος Ζιάκας, Έθνος και παράδοση, Εναλλακτικές Εκδόσεις
Το κείμενο παρατίθεται χωρίς παραπομπές.