Δυτικισμός και ραγιαδισμός

Θεόδωρος Ι. Ζιάκας

     Κατά την κυρίαρχη αντίληψη στους κόλπους της εκκλησιαστικής διανόησης η επιβίωση «εθνικών» (μη χριστιανικών) στοιχείων αποτελεί «ενδημική νόσο του Γένους».* Αντί να αναγνωρίσει στον «πνευματικό δυϊσμό» Ορθοδοξίας-«ελληνισμού» τη γόνιμη εσωτερική κινητήρια αντίθεση του Γένους, τη βλέπει σαν κατάρα.

     Η αντίληψη αυτή, εμπνέοντας πρακτικές μονολιθικότητας, που μόνο πνευματική αγκύλωση είναι σε θέση να προκαλούν, πρέπει να χαρακτηριστεί ως η βασική αιτία της απουσίας πλουραλιστικής εθνικής και οικουμενικής συνείδησης που χαρακτηρίζει τις ασώματες σήμερα κεφαλές του Γένους μας. Η βασική ευθύνη για την απουσία πλουραλιστικής συνείδησης, κατά το Βυζάντιο και την Τουρκοκρατία, πρέπει να αποδοθεί στην τότε θρησκευτική διανόηση. Για την περίοδο της «ανεξάρτητης» κρατικής μας υπόστασης η ιστορική ευθύνη αλλάζει φορέα και πρέπει φυσικά να αποδοθεί στη φωταδιστική διανόηση.

     Ο εκδυτικισμός συνδέεται με την «εθνική» («ελληνίζουσα») συνιστώσα, αφού αυτή είναι που πρωτοστατεί στην εισαγωγή του κατά τους τελευταίους αιώνες. Νομιμοποιεί όμως αυτό την αναδρομική της καταδίκη και αντιστοίχως την αναδρομική δικαίωση των δυτικιστών, τώρα που αποδείχνεται ότι ο δυτικός πολιτισμός είναι ο χειρότερος που θα μπορούσε να λάχει στην ανθρωπότητα (αφού είναι ο μόνος που καταστρέφει ολικά τόσο το πρόσωπο όσο και τη φύση); Κάτι τέτοιο θα ήταν παντελώς αστήρικτο. Ο εκδυτικισμός δεν μπορεί να φορτωθεί αποκλειστικά στους «ελληνίζοντες», αφού και οι «αντιδυτικιστές» δεν ήταν λιγότερο τυφλωμένοι από τα φώτα της Εσπερίας. Ούτε λύνει άλλωστε κανένα πρόβλημα μια τέτοια βολική για ορισμένους ταξινόμηση του παρελθόντος.

     Όταν κρίνουμε τους ελληνίζοντες δυτικιστές της Τουρκοκρατίας δεν πρέπει να ξεχνάμε την πραγματικότητα του ραγιαδισμού. Η στάση απέναντι στον ραγιαδισμό είναι, την περίοδο αυτή, η λυδία λίθος για την αποφυγή των αναχρονιστικών προσλήψεων της Ιστορίας. Κύρια πλευρά της εθνικής αλλοτρίωσης και κύρια απειλή για το Γένος ήταν ο ραγιαδισμός. Αν ο δυτικισμός ήταν μια εκφυλιστική ασθένεια που μας κατέστρεφε από τα πάνω, από το κεφάλι, ο ραγιαδισμός ήταν η αρρώστια που μας κατέτρωγε από τα κάτω, από την καρδιά και το ένστικτο. Οι ελληνίζοντες δυτικιστές λειτούργησαν, και είναι προς τιμήν τους, σαν ζωτική προωθητική δύναμη που συνετέλεσε τα μέγιστα στη διατήρηση της θέλησης του έθνους για επιβίωση και μάλιστα εντελώς συμπληρωματικά με το χρησμολογικό ένστικτο της λαϊκής προφητολογίας, που ξεκινάει από τον μαρμαρωμένο βασιλιά και φτάνει στον «περιούσιο λαό» που είναι εντεταλμένος άνωθεν να σώσει τον κόσμο. Χάρη πρωτίστως στους δυτικιστές-ελληνίζοντες κι αυτούς τους αφανείς χρησμοδότες (καλογήρους ως επί το πλείστον), βγήκαμε από τη λήθη της Ιστορίας και γινήκαμε «σύγχρονο έθνος» -δηλαδή δεν καταντήσαμε ένα από τα τόσα ξεχασμένα εθνικά υποζύγια της «θείω βουλήματι» αγιωτάτης των Οθωμανών βασιλείας.

     Η προσπάθεια να θεμελιωθεί μια απολογητική επιχειρηματολογία, για λογαριασμό της πολιτικής του Φαναριού, κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα, στο έργο του Παλαμά και των ησυχαστών, δεν ευσταθεί . Το έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ήταν ασφαλώς μια πρώιμη αντίσταση στον ανερχόμενο δυτικό πολιτισμό, αλλά η τέτοια αξία του μόνο σήμερα μπορεί να γίνει κατανοητή. Αν περιορίσουμε τον Παλαμά στην αντιδυτική του διάσταση, κρατάμε βέβαια αυτό που έχει πρωτεύουσα για σήμερα σημασία, αλλά απαλείφουμε τελείως την ιστορική σημασία του, δηλαδή την αποφασιστική επίδρασή του στην ιστορία των ορθοδόξων λαών και ιδιαίτερα των βαλκανικών. Ο Παλαμάς δεν έχει αξία επειδή απλώς ήταν προφητικός, προβλέποντας τα αδιέξοδα του δυτικού πολιτισμού επτά αιώνες πριν. Η ιστορική αξία του, για μας, βρίσκεται στο ότι κατόρθωσε να υψώσει, έγκαιρα, ένα αποτελεσματικότατο ανάχωμα στον ισλαμικό μυστικισμό. Άλλωστε αυτή η δεύτερη διάσταση είναι που μας έδωσε τα ιστορικά περιθώρια να δούμε και την πρώτη. Μέσω του ησυχασμού τονίστηκε ξανά το χριστιανικό ιδανικό. Η μετάθεση της θρησκευτικής αυθεντίας στους ασκητές, συνέδεσε ξανά την Ορθοδοξία με τις εξαθλιωμένες αγροτικές μάζες και της επέτρεψε να αφομοιώσει τις δυαρχικές βογομηλικές τάσεις που απειλούσαν να ρίξουν τα Βαλκάνια στην αγκαλιά του Ισλάμ, όπως σταδιακά είχε συμβεί στη Μικρασία. Τάσεις που ήταν αποτέλεσμα της ταξικής αποθηρίωσης της βυζαντινής αριστοκρατίας και της αντίστοιχης ενσωμάτωσης της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Πέτυχε ο Παλαμάς στα Βαλκάνια κάτι ανάλογο με το αντίστοιχο κατόρθωμα του Μεγάλου Βασιλείου στην Καππαδοκία. Χωρίς τον Παλαμά και το ησυχαστικό κόμμα, θα ήμασταν όλοι σήμερα «Τούρκοι». Ο αντιπαλαμισμός της νεοελληνικής διανόησης δείχνει απλώς την απροσμέτρητη αλλοτρίωση της.

     Το ησυχαστικό κόμμα συνέδεσε την επιβίωση του ελληνισμού με την πολύ ευρύτερη στρατηγική «της αναζήτησης μιας οδού επιβίωσης του "Βυζαντίου μετά το Βυζάντιο", με τη μορφή μιας κοινοπολιτείας ορθοδόξων λαών (όχι κατ' ανάγκην ενιαίας πολιτικά) συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που βρίσκονται έξω από τα παραδοσιακά όρια της βυζαντινής επικράτειας». Τούτο ισοδυναμούσε με την αντίστοιχη απόρριψη των τριών άλλων εναλλακτικών στρατηγικών, των οποίων οι δυνατότητες ήταν τότε περιορισμένες: α) Του έθνους-κράτους (στρατηγικής που αποσαφηνίζεται πολύ καθαρά με τον Πλήθωνα), β) Της Αυτοκρατορίας της Νικαίας, γ) Της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Η επιλογή των ησυχαστών έσωσε τον ελληνισμό επειδή συνέδεσε την ύπαρξή του με το σύνολο του ορθόδοξου πολιτισμικού χώρου. Η επιλογή του έθνους-κράτους έμελλε να ξανάρθει στο προσκήνιο, αφ' ενός όταν η στρατηγική των ησυχαστών πλησίαζε στα όρια της ιστορικής εξάντλησής της και αφ' ετέρου όταν φάνηκε πως στο πρόσωπο της Δύσης είχε αναδυθεί μια νέα, «αρχαιοελληνικών» καταβολών, οικουμενικότητα.

     Η επαναξιολόγηση του Παλαμά και των ησυχαστών, που τους είχαν θάψει μέσα στην τύφλα τους οι δυτικίζοντες («ελληνίζοντες» και «ορθόδοξοι») είναι η πνευματική αφετηρία για κάθε σκέψη που αποβλέπει στην άρση της εθνικής αλλοτρίωσης. Σίγουρα όμως δεν αρκεί, καθώς οι επιτυχημένες λύσεις δεν υπόκεινται δυστυχώς στο θεωρητικό σχήμα της ιστορικής επανάληψης. Ανεξάρτητα από τη δυνατότητά μας να κατανοήσουμε πλήρως τις αιτίες του ατελέσφορου και ανεπίγνωστου εκδυτικισμού μας, το θέμα είναι ότι έχουμε να κάνουμε πια με ένα συντελεσμένο γεγονός. Το γεγονός είναι ότι ο ελληνισμός αναγκάστηκε να προσαρμοστεί σε έναν νέο πολιτισμό, διαμετρικά αντίθετο από τον δικό του. Αναγκάστηκε να φορέσει τον μανδύα του εκδυτικισμού για να μπορέσει να επιβιώσει, κατά την άδηλης διάρκειας περίοδο του περάσματος της ανθρωπότητας από τον αστερισμό του νοησιαρχικού ατομοκεντρισμού. Τώρα που τον καλοφορέσαμε καταλάβαμε πως είναι σαν τον χιτώνα του Νέσσου. Δεν επρόκειτο για απλή «στοχαστική προσαρμογή».


* «Η ιστορική πορεία του ελληνισμού αποδεικνύει ότι η εκκλησιοποίησή του δεν υπήρξε καθολική. Ένας πνευματικός δυϊσμός παρασιτεί μόνιμα στο σώμα του Γένους μας. Οι φυγόκεντρες τάσεις του αυτοκράτορα Ιουλιανού, του Ψελλού, του Ιταλού, του Πλήθωνα, των Βυζαντινών σχολαστικών του 14ου αι. ή των δυτικιζόντων διαφωτιστών του 18ου, δεν είναι παρά εκρηκτικές φανερώσεις της μόνιμης έντασης ανάμεσα στην πατερική Ορθοδοξία και τη μη καθολικά ορθοδοξοποιημένη ελληνικότητα. Έξω από το αγιοπατερικό πλαίσιο η σύζευξη ελληνισμού και Ορθοδοξίας λειτουργεί πάντα ως αποτυχία», π. Γ. Μεταλληνός, Ορθοδοξία και ελληνικότητα, Μήνυμα, Αθήνα 1192, 2η έκδ. Αν ο σεβαστός μου παπα-Γιώργης αναλογιζόταν σοβαρά (με αγιοπατερικά κριτήρια) τι σημαίνουν οι όροι που χρησιμοποιεί-«μη καθολική εκκλησιοποίηση» ή «μη καθολική ορθοδοξοποίηση»- θα διαπίστωνε ότι δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από όσα υποτίθεται ότι λύνουν. Θα ήταν τότε λιγότερο κατηγορηματικός και αποκλειστικός. Παράδειγμα: σε ποιο βαθμό ο «καθολικά εκκλησιοποιημένος» ελληνισμός είναι κατ' όνομα μόνον «εκκλησιοποιημένος» και για τούτο «χειρότερος» από τον μη «εκκλησιοποιημένο»; Ποιος είναι ο «ποταμός Γιαλού» που άμα τον διαβείς είσαι μια για πάντα «εκκλησιοποιημένος»;

 

Απ’ το βιβλίο: Θεόδωρος Ζιάκας, Έθνος και παράδοση, Εναλλακτικές Εκδόσεις
Το κείμενο παρατίθεται χωρίς υποσημειώσεις και παραπομπές.