Διαδρομή του διεθνούς συστήματος και η Κοσμοθεωρία των Εθνών

Παναγιώτης Ήφαιστος

Η πτώση του τείχους του Βερολίνου πριν από δύο δεκαετίες δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ήταν η φυσική κατάληξη μιας αφύσικής κατάστασης που αρχίζει από την κατάλυση της Βυζαντινής Οικουμένης. Την Βυζαντινή Οικουμένη (ή Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία) και την σταδιακή επικράτηση των υλιστικών αντιλήψεων της μοντερνιστικής περιόδου. Αυτή η διαδρομή πέντε περίπου αιώνων, εν μέσω αντιφάσεων, αντιθέσεων και ανυπολόγιστων καταστροφών, κατέληξε με την λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Συμβολικά, η κατεδάφιση του τείχους του Βερολίνου αποτελεί, κατά βάση, την αφετηρία μιας νέας πορείας: Την εποχή των εθνών.

Αυτή η νέα πορεία ούτε απότομη είναι ούτε είναι πάντοτε κατανοητή από όλους. Είναι, όμως, μια πραγματικότητα με την οποία αργά ή γρήγορα όλοι θα προσαρμοστούν. Τεκταίνεται από την αποδυνάμωση, με ολοένα μεγαλύτερο ρυθμό, του υλισμού ως ιδεολογίας της κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης των περισσοτέρων κρατών.

Για να γίνουν αυτά κατανοητά απαιτείται να ενδιατρίψουμε συντομογραφικά στα βασικά διλήμματα της κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης στην ιστορική διαχρονία. Το κεντρικό ζήτημα, όπως το έθεσε ο Παναγιώτης Κονδύλης, αφορά την απάντηση στο ερώτημα «τι συγκροτεί και συγκρατεί τα κράτη και τον κόσμο». Τι είναι αυτό, δηλαδή, που κάνει ανθρώπους απροσμέτρητης ετερότητας να μπορούν να συμβιώνουν κάτω από την ίδια πολιτική σκέπη συγκροτώντας έτσι αυτό που ονομάζουμε κοινωνία, έθνος και έθνος-κράτος. Οι συγκαιρινοί άνθρωποι έχοντας γαλουχηθεί στο ιδεολογικό φαινόμενο που κορυφώθηκε τον 20ο αιώνα, συχνά ξεχνούν ότι η ιδεολογία είναι ως έννοια είναι φαινόμενο των τελευταίων αιώνων. Ιδεολογία ως πολιτικό θεώρημα, σημαίνει, κατ’ ουσία, ότι το κράτος και οι κανονιστικές δομές προτάσσονται στην κοινωνία επιδιώκοντας να την διαμορφώσουν σύμφωνα με το ιδεολογικό δόγμα. Κοινωνιοκεντρική ή Αριστοτελική προσέγγιση, αντίστροφα, σημαίνει ότι η κάθε κοινωνία ορίζει και μέσα από (άμεσες) δημοκρατικές προσεγγίσεις διαμορφώνει τις Πολιτειακές της δομές. Δύο επισημάνσεις θα μπορούσαν να φωτίσουν αυτές τις πτυχές.

Κατά πρώτον, οι δύο βασικές προσεγγίσεις κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης αφορούν τον ρόλο των πνευματικών κριτηρίων και παραγόντων. Από την μια πλευρά η κοινωνιοκεντρική ή Αριστοτελική προσέγγιση θεωρεί τον πνευματικό κόσμο των πολιτών ως αναγκαία συνθήκη διαμόρφωσης των ανθρωπολογικών προϋποθέσεων του κοινωνικού γεγονότος. Από την άλλη πλευρά, οι ιδεολογίες των νέων χρόνων υποστηρίζουν ότι η κοινωνική συγκρότηση και συγκράτηση μπορεί να επιτευχθεί και να διαιωνιστεί με υλιστικά μόνο κριτήρια. Καλό είναι να τονιστεί ότι ως προς αυτή την παραδοχή, οι διάφορες ιδεολογίες είναι διαφορετικού περιεχομένου αλλά μορφικά πανομοιότυπες. Όλες, δηλαδή, εκδιώκουν τα πνευματικά κριτήρια από την δημόσια σφαίρα και θεωρούν τις ωφελιμιστικές συναλλαγές επαρκή προϋπόθεση κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης.

Κατά δεύτερον, η ιστορική διαχρονία διχοτομείται νοερά σε δύο περιόδους. Η πρώτη είναι μέχρι και την παρακμή της Βυζαντινής Οικουμένης. Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη ήταν αδιανόητο, για παράδειγμα, η θρησκεία, οι ιστορικές μνήμες, τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά και άλλα κριτήρια και παράγοντες του πνευματικού κόσμου των ανθρώπων να μην αποτελούν κύρια διαμορφωτική δύναμη του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι. Κατά την διάρκεια των Νέων Χρόνων (μετά τον 16ο αιώνα), το αντί-θεοκρατικό κίνημα έγινε αντί-μεταφυσικό και στην συνέχεια αντί-πνευματικό. Αυτός είναι ο μοντερνισμός ο οποίος ενσαρκώνεται στο ιδεολογικό φαινόμενο όλων των αποχρώσεων.

Ας το κάνουμε απολύτως σαφές: Παρά το γεγονός ότι το ιδεολογικό φαινόμενο κυριάρχησε, ο κόσμος ποτέ δεν έπαψε να θεωρεί τα πνευματικά κριτήρια σημαντικά για την ζωή του, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής του ζωής. Μερικά παραδείγματα:

     α) Μετά τον 17ο αιώνα κράτη της Ευρώπης δομήθηκαν στην βάση του ιδεολογικού φαινομένου. Ο πνευματικός κόσμος των ανθρώπων τους, όμως, ποτέ δεν έπαψε να είναι η κινητήρια δύναμη της εθνικής τους και της εν γένει κοινωνικοπολιτικής τους διαμόρφωσης. Το αντίθετο θα ίσχυε αν μπορούσαμε να πούμε ότι οι Γάλλοι, οι Άγγλοι ή οι Ιταλοί δεν έχουν εθνικό πνευματικό κόσμο που επηρεάζει την κοινωνικοπολιτική τους οργάνωση. Ο μοντερνισμός που κυριαρχεί πολιτικό δόγμα των ελίτ εξουσίας και των εξυπηρετικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, εν τούτοις, υποστηρίζει το αντίθετο.

     β) Η Σοβιετική Ένωση επέβαλε ένα σχεδόν «ιδεατό» υλισμό και τα ιδεολογικά της δόγματα απέκτησαν δισεκατομμύρια οπαδούς. Κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός, εν τούτοις, ότι πολλές δεκαετίες μετά την δημιουργία της, όταν το σοβιετικό οικοδόμημα κατέρρευσε, τα έθνη της αναδύθηκαν ολοζώντανα με τον πνευματικό τους κόσμο και τις εθνικές τους κοσμοθεωρίες πανίσχυρες.

     γ) Η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δομήθηκε σε υλιστικές βάσεις και οι διακηρυγμένες προσδοκίες ήταν ότι θα προκύψει μια ανεξάρτητη υλιστική υπερεθνική δομή κάτω από την οποία θα αφομοιώνονταν τα «πρώην» ευρωπαϊκά έθνη. Η πανευρωπαϊκή πολιτική συγκρότηση και συγκράτηση, σύμφωνα με το ξεπερασμένο πλέον λειτουργιστικό ιδεολόγημα, θα επιτυγχανόταν σε ωφελιμιστική βάση. Όμως, αυτό που έχουμε πάνω από μισό αιώνα μετά, είναι μια «Ευρώπη των (πανίσχυρων) Εθνών». Ο εξορθολογισμός της ΕΕ περνάει μέσα από μια βελτίωση των εθνοκρατοκεντρικών της δομών και όχι μέσα από μια επίπεδη, άχρωμη, άοσμη, αδιαφοροποίητη (μεταμοντέρνα-«μετάεθνική») και τεχνοκρατική-υλιστική υπερκρατική δόμησή της. Μια τέτοια υπερκρατική δόμηση, εξάλλου, θα είναι δεσποτική.

Δεν χρειάζονται υψιτενείς θεωρίες για να καταλάβει αυτές τις πασίδηλες αλήθειες, τις οποίες, εν τούτοις, δεν βλέπει η παρδαλή μάζα των λεγόμενων κοινωνικών επιστημόνων στα δυτικά πανεπιστήμια, η πλειονότητα των οποίων όχι μόνο είναι άκριτα υλιστές, αλλά επιπλέον όλοι μαζί «συνοστίζωνται» μέσα στο παρακμιακό συνονθύλευμα των μεταμοντέρνων θεωρημάτων και ιδεολογημάτων που συσπειρώνουν, πλέον, όλα τα ορφανά όλων των ξεχασμένων πλέον ιδεολογιών του παρελθόντος. Το εκπληκτικό όμως είναι ότι όχι μόνο δεν βλέπουν τα προαναφερθέντα παραδείγματα αλλά εθελοτυφλούν μπροστά στο συντριπτικά πνευματικό περιβάλλον όλου του υπόλοιπου πλανήτη.

Δεν βλέπουν ότι η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων όλων των εθνών του πλανήτη θέλει όσο ποτέ άλλοτε τον πνευματικό του κόσμο να είναι ο κύριος διαμορφωτής των πολιτικών του δομών (ενάμιση δισεκατομμύρια μουσουλμάνοι, Ινδοί, Πακιστανοί, Κινέζοι και όλα τα άλλα έθνη που επί αιώνες στέναζαν κάτω από τον αποικιακό ζυγό και που στην συνέχεια στριμώχθηκαν στην κίβδηλη ιδεολογική ηγεμονομαχία του 20ού αιώνα). Αυτάρεσκα στα παρωχημένα ιδεολογικοπολιτικά εκπαιδευτήριά τους, αναμασούν ξεπερασμένα ιδεολογήματα και θεωρήματα που φθείρουν τον πνευματικό και πολιτικό πολιτισμό όσων απρόσεκτων κοινωνιών δεχτούν την πνευματική αποδόμησή τους.

Έτσι, αντί η «επιστήμη» να γονατίζει με δέος μπροστά στα κοινωνικοοντολογικά γεγονότα και να μελετά ταπεινά τις εθνοκρατοκεντρικές δομές στο κατώφλι του 21ου αιώνα, η πλειονότητα των «θεωρητικών» στα δυτικά πανεπιστήμια αναμοχλεύει ξεπερασμένα και αποτυχημένα υλιστικά ιδεολογήματα που οδηγούν στα Σόδομα και Γόμορρα των συνεπών υλιστών La Mettrie και Μαρκήσιου de Sade. Τα ζητήματα αυτά και πολλά άλλα, σημειώνω, έχουν εξεταστεί εκτεταμένα στο τελευταίο έργο του υποφαινόμενου, Κοσμοθεωρία των Εθνών (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2009 – βλ. επίσης www.ifestosedu.gr). Ολοκληρώνοντας θα κάνω μια τηλεσκοπική αναφορά στην εξέλιξη του κόσμου και τελειώσω με ένα συμπέρασμα για τον προσανατολισμό του διεθνούς συστήματος του οποίου η πτώση του τείχους του Βερολίνου αποτελεί συμβολικό μόνο σταθμό.

Αναμφίβολα, η πορεία των εθνών ήταν ανηφορική. Αρχίζει από την προπολιτική-βαρβαρική εποχή. Αρχίζοντας από τα Αρχαία Χρόνια, σταδιακά και με πολλά σκαμπανευάσματα, με αναστολές και αντιστροφές συγκροτείται ο πολιτικός πολιτισμός των ανθρώπων. Αυτό έχει όνομα και σημαίνει δημοκρατική πολιτική συγκρότηση, δηλαδή, δημιουργία κοινωνικοπολιτικών δομών που κατατείνουν σε ολοένα και πιο ισχυρό ρόλο του πολίτη εντολέα που εποπτεύει ολοένα και πιο άμεσα την εντολοδόχο πολιτική εξουσία. Τα πρώτα μεγάλα πολιτικά άλματα πολιτικού πολιτισμού, όπως είναι γνωστό, αρχίζουν την Κλασική Εποχή στις ελληνικές Πόλεις. Ο Μέγας Αλέξανδρος εμβόλισε με αυτό τον πολιτικό πολιτισμό στην Ανατολή δρομολογώντας, βασικά, όλες τις μεταγενέστερες πολιτικές εξελίξεις.

Στην συνέχεια, σταδιακά και επί χίλια σχεδόν χρόνια ο κόσμος χωρίστηκε στην Βυζαντινή Οικουμένη (που κορύφωσε τον κοσμοσυστημικό πολιτικό πολιτισμό) και στην Δυτική Ρώμη όπου κυριάρχησε η θεοκρατία, όπου οι ανθρώπινες υπάρξεις ισοπεδώθηκαν (δουλοπάροικοι, φεουδάρχες και γεωκτήμονες που στην συνέχεια έγιναν τα ηγεμονικά ελίτ των πολυσυλλεκτικών ευρωπαϊκών ηγεμονιών). Η πορεία των εθνών, βέβαια, δεν ήταν ευθύγραμμα ανηφορική αλλά γεμάτη κακουχίες και συγκρούσεις, αντιστροφές και μεγάλες οπισθοδρομήσεις, ιδιαίτερα μετά τον 17 αιώνα όταν κυριάρχησε το ιδεολογικό φαινόμενο. Εκτός του πεδίου του πολιτικού πολιτισμού, εξάλλου, μεγάλες περιοχές του κόσμου ανηφόριζαν ανοδικά μεν αλλά όσον αφορά τον πολιτικό πολιτισμό διαφοροποιημένα. Αναμφίβολα, αυτή η αναφορική πορεία των εθνών δέχθηκε ένα παρατεταμένο ιστορικό πλήγμα πολλών αιώνων μετά τον 15ο αιώνα.

Η παρακμή και πτώση της Βυζαντινής Οικουμένης οδήγησε σε μια φρικτή περίοδο πέντε περίπου αιώνων: Σταδιακή κυριαρχία των διεθνιστικοϋλιστικών ιδεολογιών, ηγεμονισμός, δεσποτισμός (στην Ευρώπη), δυναστική αποικιοκρατία στον υπόλοιπο κόσμο, κατάληψη και καταλήστευση του πλανήτη από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις της Ευρώπης, γενοκτονίες, εθνοκαθάρσεις και τελικά κορύφωση με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την ιδεολογική ηγεμονομαχία του 20ου αιώνα.

Υπό ένα ευρύτερο πρίσμα, από την μια πλευρά βρίσκονταν πάντοτε οι δυνάμεις δεσποτισμού και οι αξιώσεις ανθρωπολογικής εξομοίωσης του πλανήτη. Οι άνθρωποι ως άτομα και συλλογικές κοινωνικές οντότητες ήταν πάντοτε απροσμέτρητης ανθρωπολογικής ετερότητας, κάποιοι όμως ήθελαν να τους εξομοιώσουν και οργανώσουν πολιτικά πλανητικά. Τα Αυτοκρατορικά και ηγεμονικά εγχειρήματα, εξάλλου, ποτέ δεν έλειψαν, συμπεριλαμβανομένης και της σημερινής εποχής. Αυτό το γεγονός και μόνο ερμηνεύει πολλά από τα προβλήματα των ανθρώπων. Από την άλλη πλευρά, ποτέ δεν έπαυσαν να υπάρχουν αξιώσεις ελεύθερης-ανεξάρτητης ύπαρξης σύμφωνα με την ανθρωπολογική ετερότητα κάθε κοινωνίας. Αξιώσεις για αυτεξουσιασμό και εθνική ανεξαρτησία που τον 19ο και 20ο αιώνα έγιναν εκρηκτικές. Μεταξύ άλλων, οδήγησαν στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες και στα 200 τόσα κράτη σήμερα. Κατά κράτος συγκροτήθηκαν τα έθνη –είναι αλήθεια όχι της ίδιας πολιτικής ωριμότητας ανάλογα με τις ισχύουσες προϋποθέσεις κάθε περιοχής και την εκδικητική μανία των αποικιακών δυνάμεων– και στο διεθνές επίπεδο εμπεδώθηκαν οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου περί διακρατικής ισοτιμίας, μη επέμβασης και εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας. Οι αρχές αυτές, βεβαίως, πόρρω απέχουν από το να γίνουν κανόνες καθολικής και απαρέγκλιτης εφαρμογής.

Ταυτόχρονα, η ταραχώδης πενταχιλιετής πορεία που σκιαγραφήσαμε, απαιτείται να κατανοηθεί υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι η συμπλοκή των μικρών και μεγάλων ιστορικών κυμάτων τοπικά και πλανητικά οδηγούσε και συνεχίζει να οδηγεί σε κοινωνικοοντολογικά γεγονότα απροσμέτρητης ποικιλομορφίας και διαφοροποιημένης ανάπτυξης, τοπικά και πλανητικά. Η ακριβής ιστορία, ο τρόπος δηλαδή που αυτά τα μικρά και μεγάλα κύματα συμπλέκονταν είναι εν πολλοίς άγνωστος. Βασικά, γνωρίζουμε μόνο τα αποτελέσματα. Αν και δεν είναι του παρόντος, σημειώνω μόνο ότι οι λεγόμενες κοινωνικές επιστήμες του μοντερνισμού τους τρεις τελευταίους αιώνες εξυπηρετώντας την αποικιοκρατία και τον ηγεμονισμό είχαν ως υψηλή πολιτική αποστολή την διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας. Το προαναφερθέν μεταμοντέρνο συνονθύλευμα σπασμωδικά και δονκιχωτικά επιχειρεί να υπονομεύσει τις κοινωνίες αποδομώντας τες, νομίζοντας πως έτσι θα ανακοπεί η ανάδυση και κυριαρχία του κόσμου των εθνών.

Εν τούτοις, η πορεία στο μέλλον προσδιορίστηκε ήδη από το παρελθόν. Αυτό γιατί οι κοινωνικοπολιτικές και ανθρωπολογικές δομές δεν είναι στιγμιαίο προϊόν αλλά κτίζονται και διαμορφώνονται μέσα από μακραίωνες διαδρομές. Η αλήθεια είναι ότι παρά την ταραχώδη και μπερδεμένη πορεία των ανθρώπων τις πέντε χιλιετίες γνωστής ιστορίας και παρά τους πολέμους και τις κακουχίες ο πολιτικός πολιτισμός σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο ποτέ δεν έπαψε να κτίζεται. Είναι ο τρόπος ζωής κάθε διακριτού έθνους που οικοδομεί εθνικό πολιτικό πολιτισμό, πολιτισμικές ιδιομορφίες και εθνικές κοσμοθεωρίες. Οι άνθρωποι, βεβαίως, ποτέ δεν κτίζονταν μέσα σε στεγανά κελύφη. Το αντίθετο: διαρκώς συναλλάσσονταν, επικοινωνούσαν, μετανάστευαν, αναμιγνύονταν και αλληλοεπηρεάζονταν. Το διαρκές κτίσιμο της αισθητής και πνευματικής οντότητας των εθνών ποτέ δεν σταμάτησε. Η κυριότερη αντιστροφή ήταν αυτή του μοντερνισμού, όταν ο εθνικισμός δυτικοευρωπαϊκού και βορειοαμερικανικού είδους θέλησε να δημιουργήσει έθνη με τεχνητό τρόπο. Οι εθνικές κοσμοθεωρίες ως πολιτικά και πολιτικά κτίσματα, όμως, καμιά σχέση δεν έχουν με αυτές τις μοντερνιστικές κατασκευές. Το ότι γύρω από αυτά τα ζητήματα υπάρχει σύγχυση και το ότι πολλοί άνθρωποι που δεινοπάθησαν κάτω από τα ιδεολογικά πλήγματα του μοντερνισμού, είναι και το πρόβλημα που πρέπει να ξεπεραστεί για να ομαλοποιηθεί ο κόσμος. Μόνο μέσα από την προσκόλληση στις εθνικές κοσμοθεωρίες και στην εθνική ανεξαρτησία μπορεί να υπάρξει ένας καλύτερος κόσμος των εθνών πολύ θα πιάνει το νήμα εκεί που κόπηκε με την πτώση της Βυζαντινής Οικουμένης.

Ο πολιτικός τους πολιτισμός και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά των εθνών ήταν και θα συνεχίσουν να είναι ταυτόχρονα εθνικά και οικουμενικά (το αντίθετο θα σήμαινε ότι τα κλασικά πνευματικά επιτεύγματα ή των Αιγυπτίων, ή των Κινέζων ανήκουν μόνο σε αυτούς που τα πέτυχαν ή ότι ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας είναι ιδιοκτησία αυτών που δηλώνουν έλληνες). Ακόμη πιο σημαντικό, το πνευματικό κτίσιμο των εθνικών κοσμοθεωριών οδήγησε σε δύο ακόμη γεγονότα:

Πρώτον, την ανθρωπολογική συγκρότηση των εθνών (μορφικά χαρακτηριστικά, πολιτικός πολιτισμός, νομικά συστήματα, πολιτισμικές ιδιομορφίες, ιστορικές μνήμες, παραστάσεις για τους άλλους κτλ). Αυτό επιτρέπει την θεμελίωση ανθρωπολογικής συνοχής που επιτρέπει την ανάπτυξη ήρεμων, ψύχραιμων, ανεκτικών, συνεκτικών και πολιτικά βιώσιμων εθνοκρατικών δομών. Αν κανείς διαβάσει Ρήγα Φεραίο ή Καβάφη, θα καταλάβει ότι έτσι ήταν τα έθνη πριν την κυριαρχία των μοντερνιστικών υλιστικών δογμάτων, και στην Μικρασιατική κοιτίδα του πολιτικού πολιτισμού, πριν καταστροφή του 1922.

Δεύτερον, εμπεδώθηκε η αρχή της εθνικής ανεξαρτησίας, δηλαδή, οι προαναφερθείσες Υψηλές Αρχές του Διεθνούς Δικαίου. Η εθνική ανεξαρτησία, αποτελεί, βασικά, την Κοσμοθεωρία των Εθνών. Η Ιθάκη της διεθνούς εθνοκρατοκεντρικής σταθερότητας, εν τούτοις, όχι μόνο είναι μακριά αλλά και στον δρόμο θα αντιμετωπίσουμε πολλούς Κύκλωπες, Λαιστρυγώνες, θυμωμένους Ποσειδώνες, Σειρήνες και τέρατα. Όμως, όσο περισσότερο δυναμώνει η αρχή της εθνικής ανεξαρτησίας τόσο περισσότερο οι αντι-ηγεμονικές συσπειρώσεις θα καθιστούν το διεθνές σύστημα πιο σταθερό. Και το αντίστροφο. Ακόμη πιο σημαντικό: όσα περισσότερα μεγάλα έθνη ασπαστούν την Κοσμοθεωρία των Εθνών τόσο λιγότερο ηγεμονικά θα είναι και τόσο πιο δυνατές θα γίνονται οι αντι-ηγεμονικές συσπειρώσεις. Κοντολογίς, η επιβίωση των κοινωνιών περνά μέσα από τα πολιτικά και πολιτισμικά κτίσματα των εθνικών τους κοσμοθεωριών και η (διεθνής) σταθερότητα του αναδυόμενου εθνοκρατοκεντρικού κόσμου περνά μέσα από την εμπέδωση της εθνικής κοσμοθεωρίας, δηλαδή των προαναφερθέντων Υψηλών Αρχών του διεθνούς δικαίου. Η εθνική ανεξαρτησία έτσι νοούμενη, όμως, δεν είναι νομικό ζήτημα αλλά βαθύτατα πολιτικό. Με την έννοια ότι η ειρήνη και η σταθερότητα τοπικά και παγκόσμια συναρτάται με το εθνικό δυνάμωμα των κοινωνιών και την εμπέδωση συνθηκών άμεσης δημοκρατίας που θα θέτει τις εντολοδόχους-εξουσίες υπό ολοένα πιο μεγάλη εποπτεία των πολιτών-εντολέων.

 

Σημείωση. Τα ζητήματα που θίχθηκαν πιο πάνω και πολλά άλλα συναφή αναλύονται στο βιβλίο του Π. Ήφαιστου, Κοσμοθεωρία των Εθνών (Εκδόσεις Ποιότητα, 2009).

Αναδημοσίευση από το www.ifestosedu.gr - Ημερομηνία δημοσίευσης: 25-11-09