Η «νέο-ορθόδοξη» πρόκληση

Θεόδωρος Ι. Ζιάκας

     Λόγω της φύσης του θρησκευτικού πεδίου στην Ελλάδα, το έργο του Χ. Γιανναρά, παρ’ όλο που λειτουργεί σαν μια πολύ ενοχλητική πρόκληση, «απορροφάται» χωρίς αντίλογο και διάλογο. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω.

     Πώς να δεχτούν οι «ορθόδοξοι» ότι η θρησκευτικότητα τους ταυτίζεται με τη δυτική; Πώς να δεχτούν οι «ορθόδοξοι άθεοι» ότι αυτό που αρνούνται είναι μια παραχάραξη; Μιλάμε για θρησκευτικές πεποιθήσεις, δηλαδή για ένα πεδίο που ελάχιστα εξαρτάται από επιχειρήματα. Μιλάμε επίσης για χώρους διανόησης , δηλαδή για διαμορφωμένες «προσωπικότητες» που συνθέτουν κοινωνικές προσλαμβάνουσες και κωδικοποιούν ιδεολογικά συγκεκριμένες ισορροπίες κοινωνικών ομάδων. Το πράγμα είναι επομένως ευεξήγητο. Αντίλογος και διάλογος μπορεί να υπάρξει μόνο στο συνειδητό πεδίο μιας ολότητας όπου συντίθεται οι θρησκευτικές διαφορές. Η ολότητα αυτή είναι το έθνος και το εν λόγω πεδίο μια πλουραλιστική εθνική συνείδηση, που φυσικά δεν υφίσταται στη μανιχαϊκή Ελλάδα.

     Ο Γιανναράς και οι άλλοι «νέο-ορθόδοξοι»* αποδεικνύουν τον εκδυτικισμό της Ορθοδοξίας. Ας εξετάσουμε τις προϋποθέσεις του εγχειρήματός τους. Προφανώς μπορούμε να συγκρίνουμε τη σημερινή ορθόδοξη θρησκευτικότητα με την καθολική και την προτεσταντική και να διαπιστώσουμε αν οι διαφορές αφορούν ή όχι την «ουσία» της θρησκευτικότητας. Πράγματι. Στα ουσιώδη – όπως στην αντίληψη για τον Θεό ως υποκείμενο της απόλυτης δύναμης και εξουσίας, την αντίληψη για την αναγκαστική αθανασία της ψυχής, την αντίληψη ότι ο Θεός τηρεί ένα αδυσώπητο point system προκειμένου να τιμωρήσει με αιώνια βασανιστήρια τις διάφορες παρεκτροπές (ιδιαίτερα τις σεξουαλικές), τη θρησκευτικότητα ως εξατομικευμένη σχέση με τη θεότητα κ.τ.λ. – δεν υπάρχει καμιά διαφορά μεταξύ των σημερινών «ορθοδόξων» και της δυτικής χριστιανοσύνης. Το πρόβλημα όμως δεν εξαντλείται σ’ αυτό. Πρέπει να δειχθεί ότι τα πράγματα δεν ήταν πάντοτε έτσι. Ότι κάποτε η Ορθοδοξία ήταν διαφορετική και μάλιστα διαμετρικά διαφορετική. Ότι υπήρξε ιστορικά ως διαφορετικός πολιτισμός.

     Ήταν όντως «κάτι άλλο» η Ορθοδοξία; Αν ναι, ήταν όπως την περιγράφουμε; Ή αυτή η Ορθοδοξία είναι δική μας επινόηση; Αυτά είναι τα ερωτήματα.

     Δεδομένου ότι μιλάμε για έναν πολιτισμό που δεν υπάρχει πια, είναι εμφανές ότι απολύτως επαληθευμένες απαντήσεις δεν είναι δυνατόν να έχουμε. Θα αναζητήσουμε ασφαλώς τις απαντήσεις στις γραπτές πηγές και στις επιβιώνουσες πρακτικές. Πρέπει όμως να διακρίνουμε το ιδανικό από την πραγματοποίηση, τη θεωρία από την πράξη και επί πλέον δεν θα πρέπει να εκλάβουμε ως πραγματικό αυτό που ήταν μόνο ιδανικό και ως ιδανικό ότι ήταν μόνο ελλιπής πραγματοποίηση. Αν η Ορθοδοξία «δεν είναι θρησκεία», δηλαδή είναι «ιδεολογία», που σε αντίθεση με κάθε ιδεολογία υπερβαίνει τον εαυτό της, ελευθερώνει τον άνθρωπο από τις παρωπίδες της, χαρίζοντάς του την εμπειρία της αδιαμεσολάβητης σχέσης με τον συνάνθρωπο, τον Θεό και τα «πράγματά» τους, πώς μπορεί να το επαληθεύσει τούτο ο άνθρωπος που ζει στα σπάργανα της ιδεολογίας; Όσο και αν υποστηρίξουμε ότι η Ορθοδοξία «δεν είναι θρησκεία», αυτή θα φαίνεται πάντοτε σαν θρησκεία, από τη σκοπιά του «κανονικού» ανθρώπου, όπου άλλο ιδεολογία και άλλο πραγματικότητα. Το πολύ πολύ να δει σ’ αυτήν μια αβέβαιη υπόσχεση. Μόνο αν γευτεί την ανάλογη εμπειρία θα δει στην Ορθοδοξία το «ευφρόσυνο άγγελμα». Άλλωστε η Ορθοδοξία είναι «βρώσις και πόσις», κατά τη Φιλοκαλία. Εδώ όμως αντιπαραβάλλουμε ιστορικές διαπιστώσεις και επιχειρήματα – όχι «μυστικές εμπειρίες». Πώς λοιπόν θα είμαστε βέβαιοι ότι δεν εντοπίζουμε ως «ριζική διαφορά» με τη Δύση κάτι που κινείται στη σφαίρα του ιδανικού, του απλησίαστου από τον μέσο άνθρωπο (που ζει στον κόσμο κι όχι στο μοναστήρι) και η απόκλιση από το οποίο κάλλιστα μπορεί να αποδοθεί στην εγγενή αντίφαση μεταξύ «καλών προθέσεων» και «ανθρώπινης αδυναμίας», «επιθυμητού» και «εφικτού» και όχι οπωσδήποτε σε «εκδυτικισμό»;

     Δεν έχουμε μπροστά μας το Βυζάντιο αλλά μόνο τη γραμματεία του και πρακτικές που μοιάζουν με κελύφη που ξενίζουν σήμερα άλλα περιεχόμενα. Μας μένουν ουσιαστικά μόνο τα κείμενα. Τα κείμενα της πλούσιας ασκητικής και θεολογικής γραμματείας, από τους πρώτους αιώνες μέχρι τον Παλαμά. Το θέμα είναι να δούμε αν το βιοθεωρητικό περιεχόμενό τους είναι ριζικά διαφορετικό απ΄αυτό της δυτικής χριστιανοσύνης.

     Προσωπικά έχω πεισθεί, από δική μου έρευνα και μελέτη, ότι όντως υπάρχει βιοθεωρητικό δυναμικό τελείως ξένο τουλάχιστον προς τη σύγχρονη ελληνική θρησκευτικότητα, κυριολεκτικά στους αντίποδες αυτής που έχουμε όλοι γνωρίσει στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Προσδιορίζει κάτι που δεν είναι θρησκεία στην κυριολεξία, γιατί δεν είναι λατρεία της δύναμης και δεν στηρίζεται στον φόβο, δεν έχει ίχνος φετιχισμού και δεν αφήνει περιθώρια για κτητικές ψευδαισθήσεις και επαναπαυτικές αυταπάτες. Φυσικά υπάρχουν και τα γνωστά μας στοιχεία της δυτικής θρησκευτικότητας, αλλά αυτά δεν αποτελούν ακόμη «σύστημα» - κατέχουν μια «περιφερειακή» θέση. Μπορεί να διακρίνει κανείς το σώμα μιας παράδοξης όσο και άγνωστης «επιστήμης» που αντικείμενο έχει την «καλή αλλοίωση» του ίδιου της του υποκειμένου. Η επιστήμη αυτή βασίζεται απόλυτα στην εμπειρία: η ελληνική ορθόδοξη θεολογία είναι η θεωρία του προσωπικού-τριαδικού τρόπου ύπαρξης και η μυστηριακή και ασκητική πρακτική της είναι το ειδικό εμπειρικό της πεδίο. Φυσικά, όπως και στις συνηθισμένες επιστήμες, δεν είναι δυνατόν να διδαχθεί κανείς μόνο με την ανάγνωση των «εγχειριδίων». Η μαθητεία (προσωπική-συλλογική) είναι απαραίτητη.

     Δεν είναι, λοιπόν, «το ίδιο ιδανικό» που ενδεχομένως το προβάλλουμε ρομαντικά στο βυζαντινό παρελθόν, για να διαχωρίσουμε τεχνητά τη βυζαντινή θρησκευτικότητα από τη δυτική και την ομότροπή της νεοελληνική. Πρόκειται για εκ διαμέτρου αντίθετη βιοθεωρία. Και επειδή βιοθεωρία σημαίνει σύστημα διαχρονικής θεμελίωσης του πολιτισμού, το πρόβλημα μετατοπίζεται στο αν βάσιμα υποθέτουμε ότι, όπως κάθε ανάλογο σύστημα προτύπων, είχε και τούτο και μπορεί να ξαναέχει το δικό του πρακτικό-πολιτισμικό αντίκρισμα. Ή όπως απλά το θέτει ο Γιανναράς: αν ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός θεμελιώνεται στη δυτική θρησκευτικότητα, ποιος πολιτισμός θα μπορούσε να θεμελιωθεί στην αντίστοιχη και διαμετρικά αντίθετη ελληνοορθόδοξη; Υποστηρίζοντας μια τέτοια πρόταη δεν σημαίνει φυσικά ότι «εξωραΐζουμε» την υφιστάμενη εκκλησιαστική δομή (αν και ως «παρενέργεια» τούτο δεν αποκλείεται). Απλώς διερευνούμε τη δυνατότητα εναλλακτικής λύσης στο πολιτισμικό αδιέξοδο της εποχής μας.

Απ’ το βιβλίο: Θεόδωρος Ζιάκας, Έθνος και παράδοση, Εναλλακτικές Εκδόσεις

 

* [...] η πνευματική έκρηξη της δεκαετίας του ’60, η αφετηρία του πνευματικού κινήματος που έγινε γνωστό με το μάλλον χλευαστικό προσωνύμιο: «νέο-ορθόδοξο ρεύμα». Πνευματικοί εκπρόσωποι αυτής της νέας καρποφορίας είναι ο Χρήστος Γιανναράς (ο ίδιος δεν περιλαμβάνει τον εαυτό του), ο μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, ο ηγούμενος της Μονής Ιβήρων Βασίλειος Γοντικάκης και αρκετοί άλλοι. Χάρη σ’ αυτούς συνειδητοποιούμε σήμερα ότι η Ορθοδοξία είναι τρόπος βίου, προσωπικός, εθνικός και οικουμενικός και όχι θρησκευτική ιδεοληψία, ψυχολογικής, ταξικής ή εθνικιστικής κατοχύρωσης, όπως παραλίγο να μας πείσουν οι ευσεβιστές. Είναι ένας άλλος πολιτισμός στους αντίποδες του δυτικού.