Ο πολιτισμός της διάνοιας

Θεόδωρος Ζιάκας

     Η πνευματική στροφή του ελληνισμού προς τη Δύση αποτελεί μέγα πρόβλημα για την αυτοσυνειδησία μας. Δεν μπορεί να ερμηνευθεί με γενικόλογες αναγωγές στην «πολιτική παρακμή» της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ή στην απελπισία που δημιουργούσε η παράταση της τουρκικής δουλείας. Συνδέεται νομίζω με ερωτήματα όπως τα εξής:

      α) Γιατί «έσβησε» το Βυζάντιο; Γιατί υπέκυψε στον Μωάμεθ (τον προφήτη και όχι τον πορθητή) και στον Καρλομάγνο (που ο ένας φαίνεται σαν να προϋποθέτει τον άλλο); Βρίσκεται η απάντηση στα «κύματα του βαρβαρισμού» και τη διαλεκτική της απόκρουσης-απορρόφησής τους; Αυτή μοιάζει να είναι η απάντηση του Χ. Γιανναρά. Γεγονός πάντως είναι ότι οι «σπασμοί» της στέπας, από τη μια, και της αραβικής ερήμου, από την άλλη, προκαλούσαν πτώση πολιτιστικού επιπέδου στο εσωτερικό της ελληνιστικής περιμέτρου και μετάθεση του κέντρου βάρους της κοινωνικής σημασίας σε δυναμοκεντρικά συστήματα προτύπων. Η μετάθεση αυτή είναι εντονότερη στη Δύση που υφίσταται πρώτη τη βαρβαρική πλημμυρίδα. Σε αντίθεση με τον Χριστό της Μονής της Χώρας, «τον Θεό που χορεύει», ο Χριστός της μεσαιωνικής Δύσης είναι ένας Χριστός «θηριώδης».

      β) Σε ποιο μέτρο και με ποια μορφή, το Ισλάμ και η Δύση ήταν «εσωτερικό πρόβλημα» του βυζαντινού ελληνισμού; Γιατί οι Άραβες αναπτύσσουν τον ορθολογισμό στη γνωριμία τους με το ελληνικό πνεύμα; Γιατί η Δύση ανακαλύπτει κι αυτή στους Έλληνες τον ορθολογισμό (μέσω των Αράβων); Αν ο ορθολογισμός ήταν το «σημείο υπεροχής» της Δύσης, έναντι του ελληνικού Βυζαντίου, γιατί δεν τον είχαν αξιοποιήσει και οι ίδιοι οι Έλληνες;

      γ) Ποια ήταν η σχέση ανάμεσα στις εξωτερικές δυσκολίες του Βυζαντίου και στην εσωτερική του αντίθεση ανάμεσα στον αφομοιωμένο από τον χριστιανισμό ελληνισμό και στον «εθνικό» ελληνισμό – αντίθεση που τελικά εκφράστηκε με τη διαμάχη Σχολαρίου και Πλήθωνα (1355-1451);

     Ας συζητήσουμε την εξής υπόθεση: το Βυζάντιο ήταν πολιτισμός μετα-ορθολογικός, ενώ οι Άραβες και η Δύση μόλις είχαν μπει στον πολιτισμό, όταν ανακάλυψαν τη γοητεία του «λογιστικού». «Μετα-ορθολογικός» σε ότι αφορά βεβαίως τη διαχρονική θεμελίωση και όχι το κέλυφος των παραδόσεών του. Είναι βέβαιο ότι ο ελληνισμός είχε ξεπεράσει πολύ νωρίς τον πολιτισμό της διάνοιας και της δύναμης και μέσω του χριστιανισμού είχε ανελιχθεί σε άλλο στάδιο. Μιλούσαμε πια για την «ενότητα νου και καρδίας». Για την επίγνωση της σχετικότητας της γνώσης. Για την ωριμότητα του αποφατισμού, που μόνο στη σύγχρονη Φυσική και στην αντίστοιχη επιστημολογία έχει ανάλογο.

     Φαίνεται όμως ότι στην προσπάθειά του να υπερβεί τη μονομέρεια και τη φαντασμαγορική απατηλότητα της δύναμης του λογιστικού, ο ελληνισμός το υποτίμησε και το καταπίεσε. Παράδειγμα είναι το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών και η καταδίκη της φιλοσοφικής γνώσης. Η ταπεινωμένη ελληνική διάνοια, στην προμηθεϊκή της μονομέρεια, ήταν φυσικό να αντικρύσει στη δυτική νοησιαρχία αυτό που η ίδια πάντοτε ήθελε αλλά που ποτέ δεν μπόρεσε να πετύχει, δηλαδή την αυτονομία και την κυριαρχία της στα όρια του Κοινού των Ελλήνων.*

     Πίσω απ’ αυτή, την κάπως «φιλοσοφική» ερμηνεία, θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε, σαν πρακτικό αντίκρισμα, την ταύτιση της ελληνικής πολιτειακής σκέψης με την αυτοκρατορική ρωμαϊκή ιδεολογία και την εξαφάνιση των δημοκρατούμενων ελληνίδων πόλεων. Η κατά Ζαμπέλιον «ενδημοποίησις» της Ορθοδοξίας (η επέκταση της εκκλησιαστικής κοινότητας στα όρια της πολιτικής κοινότητας) έκρυβε την αποδοχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής ιδεολογίας, την υποχώρηση τόσο του χριστιανισμού όσο και του ελληνισμού από τα πολιτειακά ιδανικά τους.

     Η προσήλωση στην αυτοκρατορική ιδεολογία δεν θα πρέπει όμως να ερμηνευθεί απλώς ως «κατάλοιπο» της ρωμαϊκής κατάκτησης. Συνδέεται και με την επίγνωση εκ μέρους των Ελλήνων, της αδυναμίας τους στο επίπεδο της κρατικής διοργάνωσης. Η αιχμή της πολιτειακής προβληματικής τους εστιαζόταν πάντοτε σε τρία σημεία: την αποφυγή της εμφύλιας στάσης μέσα στην πόλη, την αποφυγή των πολέμων μεταξύ ελληνίδων πόλεων και την αποτελεσματική απόκρουση των βαρβάρων. Η αυτοκρατορική ιδεολογία φαινόταν να δίνει λύση στα προβλήματα αυτά. Ιδιαίτερα σε συνθήκες διαρκούς «βαρβαρικής περικύκλωσης».

     Με δυο λόγια, η «βαρβαρική περικύκλωση», σε συνδυασμό με μια κοινωνικά ανεμπέδωτη υπέρβαση του ορθολογισμού και του δυναμοκεντρισμού, μπορούν να ενοχοποιηθούν για τη δραματική πτώση πολιτιστικού επιπέδου που εκφράζεται με την τυφλή στροφή της ελληνικής διανόησης προς τη Δύση.


* Αν εξαιρέσουμε τη λογική του Αριστοτέλη, οι Έλληνες φιλόσοφοι θεωρούνταν ιδιαίτερα επικίνδυνοι για την ορθόδοξη πίστη. Κάθε χρόνο την Κυριακή της Ορθοδοξίας απευθύνεται η εξής προειδοποίηση από το Συνοδικό: «Τοις τα ελληνικά διεξιούσι μαθήματα και μη διά παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και δόξαις αυτών ταις ματαίαις... ανάθεμα». Για τον Παλαμά η ελληνική φιλοσοφία είναι «σοφίας αληθινής απατηλόν είδωλον». Αν κι αυτά δεν υποδηλώνουν ότι γινόταν κάποιος μόνιμος και συστηματικός αγώνας κατά της ελληνικής φιλοσοφίας, υπογραμμίζουν ωστόσο ότι κυριαρχούσε η πεποίθηση όχι μόνο στην προτεραιότητα της θρησκευτικής γνώσης, αλλά και στην αυστηρή αποκλειστικότητά της στα θεολογικά και τα ανθρωπολογικά ζητήματα. Η περίπτωση Κυδώνη είναι διαφωτιστική γιατί μας δείχνει ότι η ελληνική διανόηση αρχίζει, υπό την επήρεια της Δύσης, να ξαναγυρίζει στην προτεραιότητα της φιλοσοφικής γνώσης, παλινορθώνοντας την αρχαία μεταφυσική και ηθική. Ήταν μεγάλη η έκπληξη του Κυδώνη όταν ανακάλυψε ότι «η Λατινική Δύση δεν ήταν μια βαρβαρική χώρα «σκότους», όπως τη θεωρούσαν οι Βυζαντινοί ουμανιστές, από την εποχή του Φωτίου, αλλά ένας νέος δυναμικός πολιτισμός, όπου η αρχαία ελληνική φιλοσοφία ήταν αντικείμενο τιμής περισσότερο απ’ ότι στο ίδιο το Βυζάντιο... για τον Κυδώνη, ο Θωμάς Ακινάτης και φυσικά η ιταλική Αναγέννηση ήταν πιο «ελληνικά» από το Βυζάντιο, ειδικά από τότε που το τελευταίο αλώθηκε από τους ησυχαστές! Ούτε η παπική Ρώμη ούτε η αυτοκρατορική Κωνσταντινούπολη είναι για τον Κυδώνη το ανώτατο κριτήριο σοφίας, αλλά η αρχαία Ελλάδα. Και ποιος μπορεί να τον κατηγορήσει ότι ανακάλυψε πως η κλασική ελληνική κληρονομιά φυλαγόταν καλύτερα στα πανεπιστήμια της Λατινικής Δύσης απ’ ότι ανάμεσα στους θρησκευτικούς ζηλωτές του Αγίου Όρους;». Ιωάννου Μέγεντορφ, Η Βυζαντινή κληρονομιά στην ορθόδοξη εκκλησία, σ. 179, Αρμός, Αθήνα 1990.
Από την περίπτωση του Κυδώνη μπορούμε να επισημάνουμε δύο καίριες αμαρτίες του βυζαντινού ελληνισμού: α) Την κενοδοξία του ότι μόνο οι Έλληνες ήταν πραγματικά πολιτισμένος λαός και άλλοι «βάρβαροι», «γαϊδούρια» και «κοπάδια». β) Την πτώση, από την επίγνωση της σχετικότητας της φιλοσοφικής γνώσης, στην πλήρη άρνηση της φιλοσοφικής και επιστημονικής προσπέλασης στο μυστήριο της ύπαρξης. Πράγμα που οδήγησε στη μοιραία απολυτοποίηση της θρησκευτικής γνώσης.
Τα «λάθη» αυτά πληρώθηκαν πρώτα με την κυριαρχία του Ισλάμ στην Ανατολή και ύστερα με την κυριαρχία του παπισμού στη Δύση. Για να καταλήξουμε σε ολοσχερή κατάρρευση της Ορθοδοξίας, όταν το κέντρο βάρους του πολιτισμού θα μετατοπιζόταν από τη θρησκευτική πίστη στη φιλοσοφική και την επιστημονική γνώση.

 

Απ’ το βιβλίο: Θεόδωρος Ζιάκας, Έθνος και παράδοση, Εναλλακτικές Εκδόσεις
Το κείμενο παρατίθεται χωρίς υποσημειώσεις και παραπομπές.