Χρήστος Γιανναράς
Σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη βαλκανική κοινωνία, η σημερινή ελλαδική απολαμβάνει την υψηλότερη κατά κεφαλήν ευζωία, τη μακρότερη σε διάρκεια: πενήντα χρόνια τώρα, μισόν αιώνα. Υπάρχει αναξιοκρατική κατανομή πλούτου, όμως η μέγιστη πλειονότητα του πληθυσμού έχει πρόσβαση στα βασικά καταναλωτικά αγαθά. Οι οικιακές ηλεκτρικές συσκευές, το ιδιωτικό αυτοκίνητο, ίσως και η εξοχική κατοικία είναι αυτονόητα κεκτημένα σχεδόν κάθε ελλαδικής οικογένειας. Καμία σύγκριση με την αλβανική κοινωνία, τη βουλγαρική, τη σερβική, τη ρουμανική.
Παρ’ όλα αυτά, οι δικές μας συμπεριφορές έχουν έκτυπα τα γνωρίσματα κοινωνιών που μόλις βγαίνουν από πείνα, στέρηση, βασανιστική ανασφάλεια. Και είναι μάλλον φανερό ότι οι βουλιμικές συμπεριφορές χαρακτηρίζουν τις ευκατάστατες κοινωνικές ομάδες, όχι τα χαμηλά εισοδήματα. Ισως επειδή τα χαμηλά εισοδήματα οικοδομούν αργά και οργανικά την αστικοποίησή τους, δεν έχουν και οικονομικά περιθώρια να επιδείξουν με νεοπλουτίστικα (κιτς) ψιμυθιώματα την ακόμα ακατέργαστη κτηνώδη ορμή αυτοσυντήρησης.
Βλέπει κανείς τη βουλιμική απληστία να εκφράζεται με αναιτιολόγητη αδηφαγία, λαιμαργία λιμασμένων ανθρώπων και αυτό σε «επίσημες» δεξιώσεις επιστημονικών σωματείων, κρατικών αξιωματούχων, πετυχημένων επιχειρηματιών. Η ίδια αρπαχτικότητα πεινασμένων ανθρώπων και στην αχαλίνωτη κερδοσκοπία, όχι μόνο μικρεμπόρων το καλοκαίρι που μας καταληστεύουν στα νησιά, αλλά και πανελληνίως –στις υπεραγορές όλο τον χρόνο– σε σημείο που να είναι ασύγκριτα φθηνότερη η διαβίωση στο Βερολίνο και στη Νέα Υόρκη παρά στην Ελλάδα. Λιμασμένη συμπεριφορά πειναλέων ανθρώπων προδίδει και η ακόρεστη αισχροκέρδεια μεγαλεργοληπτών του Δημοσίου, προμηθευτών που λυμαίνονται, ναι, νοσοκομεία και κοινωνικά ιδρύματα οι ασυνείδητοι, ή τις Ενοπλες Δυνάμεις, την άμυνα και αξιοπρέπεια της κοινής πατρίδας. Γνωρίσαμε αυτή τη βουλιμική, τυφλή ιδιοτέλεια και στα πολυποίκιλα σκάνδαλα τιμημένων στον δημόσιο βίο ανθρώπων: υπουργών, αρχόντων σε κρατικούς θώκους επιφανείς, όπως και παρ’ αξίαν ευνοημένων της κομματικής καμαρίλας.
Το φαινόμενο κατά περιόδους συζητείται έντονα, γίνεται πρώτο θέμα στα ΜΜΕ και κατ’ επέκταση στις ιδιωτικές συζητήσεις. Αλλά το κυρίαρχο «κλίμα» είναι μάλλον να προσεγγίζεται με κριτήρια ηθικολογικά, δηλαδή νομικισμού, γι’ αυτό και με προδιαγεγραμμένη την αναποτελεσματικότητα. Οπωσδήποτε μια κοινωνία έχει μόνο τους θεσμούς για να οργανώσει την αντίστασή της στη ζούγκλα της ιδιοτέλειας, στην κτηνώδη απληστία. Αλλά η θεσμική αυτοάμυνα της οργανωμένης συλλογικότητας δεν εξαντλείται στους ρόλους των εισαγγελέων, των δικαστών, των σωφρονιστικών ιδρυμάτων, ούτε, βέβαια, στους μύδρους των ηθικολόγων. Οι βουλιμικές συμπεριφορές τυφλού ενστικτώδους εγωκεντρισμού είναι σύμπτωμα κοινωνικής παθολογίας, έχει άμεση σχέση με την κοινωνική ψυχολογία, άρα με κεντρικούς παράγοντες λειτουργίας του κοινωνικού γεγονότος. Γι’ αυτό και είναι πρόβλημα πολιτικό, η θεσμική αντιμετώπισή του απαιτεί σοβαρό επιτελικό σχεδιασμό, έκτακτη ευφυΐα και κριτική ωριμότητα από την πλευρά των διαχειριστών της εξουσίας.
Τα υπανάπτυκτης κοινωνικής ευαισθησίας άτομα με βουλιμικές συμπεριφορές δεν έχουν συνήθως αντιρρήσεις για στόχους «ποιότητας της ζωής». Προφανώς λογαριάζουν την «ποιότητα» σαν επιπλέον κομφόρ για εγωκεντρική απόλαυση, υιοθετούν το νόημα που της αποδίδουν οι κορυφαίοι της κοινωνικής υπανάπτυξης: θιασώτες του Ιστορικού Υλισμού (απλοϊκοί παλαιοημερολογίτες του Περισσού ή καριερίστες «φωταδιστές» της «προόδου») που μετράνε τη ζωή μόνο με τη μεζούρα της οικονομίας. Με ανύπαρκτη κάθε πολιτική αντιπρόταση στον ιστορικο-υλιστικό μονόδρομο των «προοδευτικών» δυνάμεων, η ελλαδική κοινωνία μοιάζει να αξιολογεί την «ποιότητα της ζωής» με αποκλειστικό κριτήριο τον κυβισμό του ιδιωτικού αυτοκινήτου, τα τετραγωνικά μέτρα της κύριας κατοικίας, τη «σινιέ» ένδυση και υπόδηση.
Δίχως ρομαντικές εξιδανικεύσεις ή πλασματικές αισιοδοξίες, μια ρεαλιστική πολιτική οπτική θα μπορούσε να δεχθεί, έστω ως υπόθεση εργασίας και αφορμή δημιουργικού πειραματισμού, ότι ο αυτεξευτελισμός μέσω βουλιμικών συμπεριφορών δεν ανήκει στον χαρακτήρα του Ελληνα, δεν τον εκφράζει. Σε όχι μακρινές εποχές που υπήρχε πολλή φτώχεια στην Ελλάδα (ίσως μέχρι και σήμερα) ο Ελληνας προσπαθούσε να κρύβει τη φτώχεια του, να καμουφλάρει τη στέρησή του, την ανάγκη του. Δανειζόταν για να δεξιωθεί τους φίλους του ή να φιλοξενήσει τον άγνωστο ξένο, ήθελε τη χαρά των σχέσεων κοινωνίας να μη τη σκιάζει η παραμικρή έγνοια ανέχειας βιοποριστικής. Αυτόν τον άρχοντα, μέσα σε μια γενιά, τον μεταμόρφωσε η ψευδώνυμη Αριστερά της «προόδου» σε ευτελισμένον ζήτουλα που σέρνεται πίσω από μια ντουντούκα αναμηρυκάζοντας σαν διατεταγμένος λακές κονσερβοποιημένα συνθήματα.
Στον χαρακτήρα του Ελληνα είναι η δίψα για ανάδειξη, επιτυχία, αναγνώριση. Θέλει «τον έπαινο του δήμου και των σοφιστών, τα δίκαια και ανεκτίμητα εύγε». Να σπουδάσει, να μορφωθεί, να καλλιεργηθεί, ο ίδιος ή το παιδί του, να διακριθεί, να διαπρέψει. Να διπλασιάσει τα πατρογονικά κτήματα, να εμπορευθεί καινούργιες καλλιέργειες, να επενδύσει τολμηρά, με ρίσκο, ξέρει ότι οι αγρότες πρόγονοί του κοίταζαν αφ’ υψηλού τη σιγουρεμένη καχεξία της δημοσιοϋπαλληλίας, η αριστοκρατία στην Ελλάδα βρισκόταν στα χωριά, όχι στις αφύσικα τεχνητές πόλεις.
Αν έχουν κάποιον ρεαλισμό αυτές οι πιστοποιήσεις, τότε η πιο εγκληματική πολιτική που ασκήθηκε ποτέ στην Ελλάδα (πολιτική αντικοινωνική, αντιπαραγωγική, αντιαναπτυξιακή, ασύμβατη με τον χαρακτήρα του Ελληνα) ήταν η κατάργηση της αξιοκρατικής διαβάθμισης σε κάθε τομέα του δημόσιου βίου, κατάργηση θεσμική των κινήτρων και προϋποθέσεων της άμιλλας, της έμπρακτης βράβευσης των αρίστων. Αυτή η πολιτική έχει την αδιαμφισβήτητη σφραγίδα του ΠΑΣΟΚ, ήταν η ηροστράτεια έμπνευση του Ανδρέα Παπανδρέου και ασκήθηκε απαραχάρακτη από τους συνεπέστατους πασοκικούς Κ. Μητσοτάκη, Κ. Σημίτη, Κ. Καραμανλή τον βραχύ.
Και όπως φαίνεται, θα συνεχίσει να ασκείται για πολλά ακόμα χρόνια.
Η αξιωματική αντιπολίτευση καθημερινά βεβαιώνει την τελεσίδικη πια πολιτική της ανυπαρξία: Υστερα από πέντε χρόνια κυβερνητικής ντροπής, τα όσα τώρα φλυαρούν οι υποψήφιοι αρχηγοί της αφορούν μόνο την εσωκομματική τους καμαρίλα, όχι την ελληνική κοινωνία. Σύμβολο πολιτικής ανυπαρξίας η κ. Θεοδώρα Μητσοτάκη επισείει ως μοναδικό της προσόν το πόσο πιστή υπήρξε στην «παράταξη» – δεν έχει τίποτε άλλο να πει, ούτε μια φράση πολιτικού προβληματισμού δεν είναι ικανή να αρθρώσει. Και ανταγωνίζεται την ευπρεπέστερη μεν, αλλά επίσης ασπόνδυλη πολιτικά, άτολμη ρητορεία του καταπτοημένου Σαμαρά. Et tertium non datur.
Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή - Ημερομηνία δημοσίευσης: 08-11-09