Δημήτρης Νατσιός
Είναι γνωστό, σ’ όσους καταγίνονται με το αντικείμενο, πως τα πιο δύσκολα, συγγραφικώς, βιβλία είναι του δημοτικού σχολείου. Το σχολικό βιβλίο δεν απευθύνεται σε ένα εξειδικευμένο αναγνωστικό κοινό, μυημένο σ’ ένα γνωστικό πεδίο, εθισμένο, ακόμη, στην λησμονημένη, σήμερα, τέχνη της ανάγνωσης. Το σχολικό βιβλίο γράφεται για μικρούς μαθητές, άγουρους αναγνώστες, με αδιαμόρφωτο το γλωσσικό αισθητήριο, με υποτυπώδη κριτική ικανότητα, δηλαδή, με μια λέξη, για παιδιά. Επιπλέον, ετούτα τα χρόνια, χάρις στον πανίσχυρο «τρίτο γονέα», την τηλεόραση, υποδεχόμαστε στα σχολειά μας, άβουλα και ανυπεράσπιστα θύματά της, κακομαθημένους τηλεπαπαγάλους. (Το γράμμα ηττήθηκε από την εικόνα, γι’ αυτό πολλά παιδιά που έχουν δυσκολία στην ανάγνωση καταφεύγουν στην τηλεόραση, για να πνίξουν την πλήξη τους).
Όπως προσφυώς έχει γραφτεί το σχολικό βιβλίο γεφυρώνει την προσχολική με την σχολική φάση της παιδικής ηλικίας και σημαδεύει τον ψυχικό μας κόσμο εφ’ όρου ζωής. Το σχολικό βιβλίο είναι το πιο κρίσιμο, είναι ο φεγγίτης μέσω του οποίου το παιδί ρίχνει μια ματιά στην κοινωνία στην οποία το σχολείο το οδηγεί. Θα περίμενε κανείς πως για την συγγραφή τους, η πολιτεία, θα επιστράτευε ό,τι καλύτερο και ποιοτικότερο διαθέτει σε ανθρώπινο δυναμικό. Τους αρίστους σε κάθε τομέα. Γράφεις, για παράδειγμα, βιβλίο γλώσσας. Επιλέγεις τους καλύτερους λογοτέχνες, γλωσσολόγους, παιδαγωγούς, φιλολόγους, ζωγράφους, λαογράφους, σκιτσογράφους, ειδικούς επιστήμονες, τους ανταμείβεις γενναία και σου ετοιμάζουν το «αλφαβητάρι με τον ήλιο», ένα εξαίσιο αναγνωστικό. Το ίδιο ισχύει και για όλα τα βιβλία του δημοτικού. Αν όμως πρόκριμα για την ανάθεση της συγγραφής, καταντά η στάθμη της «προοδευτικότητας» και του αφελληνισμού που κομίζει ο ενδιαφερόμενος, τότε καταλήγεις σε βιβλία – περιοδικά ποικίλης ύλης, ως τα σημερινά. Ήδη οι μαθητές μας αντιστέκονται στα νέα, αφορήτου πλήξεως και ενδείας, αναγνωστικά, με χασμουρητά και τακτές επισκέψεις στην… χρεία. Τα παλαιότερα βιβλία όμως τηρούσαν, κατά το δυνατόν, αυτές τις προδιαγραφές, ήταν βγαλμένα, πολλά απ’ αυτά, από την αγάπη, την πείρα, το ταλέντο και την πίστη ανθρώπων που μοχθούσαν για την παιδεία του Γένους. Έχω, για παράδειγμα, μπροστά μου το παλιό και το νέο «Ανθολόγιο» λογοτεχνικών κειμένων της Ε’ και Στ’ Δημοτικού. Είναι βιβλία που συνοδεύουν το γλωσσικό μάθημα. Το παλιό ήταν αφιερωμένο στην αξεπέραστη συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας, Πηνελόπη Δέλτα. Το καινούργιο, στη σχετική σελίδα, καταγράφει τον «ανάδοχο» του έργου, τον «νονό» της συγγραφής: «εκδόσεις Πατάκη». (Τολμώ να πιστέψω ότι επίτηδες τα βιβλία είναι γραμμένα με τρόπο δυσνόητο και τρικυμιώδη, για να ξεπουλά, ο «νονός» μας Πατάκης τα πανάκριβα βοηθήματά του, τα οποία, όπως θυμάμαι, είχαν κυκλοφορήσει πριν πιάσουμε στα χέρια μας τα σχολικά.).
Στο παλιό, αποσυρθέν Ανθολόγιο, μεταξύ των ονομάτων της οκταμελούς συντακτικής επιτροπής, διαβάζω και τους, Μιχαήλ Στασινόπουλο, Γιώργο Σαββίδη, Αλέξη Δημαρά, Γιώργο Ιωάννου, Λίνα Κάσδαγλη, όλοι πρώτης γραμμής άνθρωποι των γραμμάτων. Στο καινούργιο, πέντε ονόματα, παντελώς άγνωστα. (Τρεις δάσκαλοι, ένας λέκτορας και μια καθηγήτρια πανεπιστημίου, που ίσως δεν την ξέρει ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας της. Προς άρσιν παρεξηγήσεων, εξηγώ. Η συμμετοχή των δασκάλων στην συγγραφή των νέων βιβλίων είναι εντελώς τυπική. Άλλοι αποφασίζουν για την ύλη και απλώς οι δάσκαλοι προσυπογράφουν για να φιμωθούν οι εκ των έσω αντιδράσεις. Το υπονοούμενο σαφές: «τι φωνάζετε; εσείς τα γράφετε»). Μια ματιά τώρα στα περιεχόμενα των δύο βιβλίων. Στο παλιό, και ορθώς, δεν υπάρχει ούτε ένα κείμενο ξένου συγγραφέα. Σ’ αυτήν την ηλικία το παιδί πρέπει να γνωρίσει την εθνική του λογοτεχνία. Στο νέο περίπου 15 τα κείμενα ξένων λογοτεχνών, όσα ακριβώς ήταν και τα δημοτικά τραγούδια που περιείχε το παλιό. Στο νέο ανθολόγιο 1-2 τα δημοτικά ποιήματα. Εκπαραθυρώθηκε η δημοτική ποίηση στην οποία «αποτυπώνεται ακραιφνής και ακίβδηλος ο εθνικός μας χαρακτήρ… αναζωπυρώνει τας αναμνήσεις των εθνικών περιπετειών» κατά τον αείμνηστο Νικόλαο Πολίτη. («Δημοτικά τραγούδια», πρόλογος, εκδ. «Καλοκάθη»).
Αφήνω τα ανθολόγια και πιάνω ένα άλλο, ίσως το πιο κακογραμμένο και προχειρογραμμένο βιβλίο του δημοτικού, το βιβλίο των μαθηματικών της Ε’ δημοτικού, για το οποίο έχω ιδίαν γνώση (και ταλαιπωρία) μιας και φέτος διδάσκω σε μαθητές αυτής της τάξης. Κυριολεκτικά δεν έχω ακούσει συνάδελφο ή γονέα που να πει μισό επαινετικό λόγο γι’ αυτό το απαράδεκτο εγχειρίδιο. Ξέρω, από πολυετή πείρα, πως στην Ε’ δημοτικού, πρέπει ο μαθητής να μάθεις τις τέσσερις πράξεις δεκαδικών και κλασματικών αριθμών, μερικούς γεωμετρικούς τύπους και να λύνει σχετικά προβλήματα. Στα παλιά βιβλία των μαθηματικών, όλα αυτά, διαρθρώνονταν με απλό και κατανοητό, στους μαθητές, τρόπο, υπήρχε λογική αλληλουχία των φαινομένων. Δίδασκες, παραδείγματος χάριν, τα κλάσματα. Ξεκινούσες από το «μηδέν». Τι είναι κλάσμα, παρονομαστής, αριθμητής, ομώνυμα, ετερώνυμα, γνήσια, καταχρηστικά, τέλος πάντων, οι δάσκαλοι με άνεση δίδασκαν, οι μαθητές εύκολα και αβίαστα μάθαιναν. Στα νέα «αερογεμή» βιβλία, «ασκιά γιομάτα αγέρα» θα έλεγε ο Μακρυγιάννης, διακρίνεται εμφανέστατα η προχειρότητα της γραφής. Ρωτώ: είναι δυνατόν να διδάξεις πρώτα την διαίρεση και μετά την πρόσθεση και την αφαίρεση; Η λογική λέει όχι. Στο εν λόγω βιβλίο ανατρέπεται η κοινή λογική. Προηγείται η διαίρεση κλασμάτων ή μεικτών (σελ. 53) και ακολουθεί η πρόσθεση και αφαίρεση μετά από πενήντα σελίδες. (σελ. 100). (50 σελίδες σε σχολικά βιβλία μαθηματικών, μεταφράζονται σε χρονικό διάστημα 2-3 μηνών. Άλλο ατόπημα κι αυτό. Είναι η λεγόμενη «σπειροειδής» μέθοδος διδασκαλίας, παταγωδώς αποτυχημένη).
Στα βιβλία αυτά κυριαρχεί η εικόνα, τετραγωνίδια δυσνόητα ή ανόητα, σχήματα περίεργα δήθεν επεξηγηματικά, εική και ως έτυχε οι μαθηματικές έννοιες, χωρίς συνέχεια και συνοχή της ύλης. Καινοτομία (ή κενοτομία) η εισαγωγή του αριθμητικού υπολογιστή. Ο μαθητής δεν χρειάζεται να μαθαίνει πράξεις, υπάρχει το «κομπιουτεράκι». (Τολμώ να πιστέψω ότι αυτό το έντυπο σύμφυρμα - βιβλίο μαθηματικών – γράφτηκε για να εξαναγκαστούν οι γονείς να το αναπληρώσουν αργότερα, με το να... πληρώσουν τα καραδοκούντα φροντιστήρια, που «κατέβηκαν» - τι ντροπή για όλους μας - και στο δημοτικό).
Διαβάζω ένα συμπέρασμα, που συνοδεύει το κεφάλαιο «προβλήματα γεωμετρίας»: «Μπορούμε να υπολογίσουμε το εμβαδόν ενός γεωμετρικού σχήματος αν το ανασυνθέσουμε ή το αναλύσουμε σε άλλα γεωμετρικά σχήματα…» και ο Θεός βοηθός. Το «ανασυνθέτουμε» πώς θα το εξηγήσει ο δάσκαλος σε δεκάχρονα παιδιά; Αν κάνει το λάθος και ακολουθήσει κατά γράμμα την ύλη, είναι σίγουρο ότι θα αποτύχει οικτρώς.
Κεραυνοβολεί τα παιδιά με ασυναρτησίες, που περιέχει αυτός ο έντυπος «ψυχοβγάλτης», και πέραν αυτού ουδέν.
Προσωπικά διδάσκω, κατόπιν συνεννοήσεως με τους γονείς, από ένα εξαιρετικό σχολικό βιβλίο μαθηματικών Ε’ δημοτικού, του 1983. Τι να κάνω; «Κρυφό Σχολειό», μήπως και συμμαζέψω κάπως τα πράγματα. Κλείνω με μια «ανασύνθεση» των προηγουμένων. Έλεγε σοφός τις ότι «το μέλλον ενός λαού εξαρτάται από το ποιόν των βιβλίων που βρίσκονται στα ράφια των βιβλιοθηκών του». Μάλλον από το ποιόν των σχολικών βιβλίων εξαρτάται. Μία είναι η λύση στην προϊούσα αγραμματοσύνη. «Πνευματικό αρματολίκι». Κλείνουμε την πόρτα της τάξης και διδάσκουμε τα τιμαλφή και τα πρέποντα από παλιά ή δικά μας βιβλία. «Ώρα ημάς ήδη εξ ύπνου εγερθήναι»...
Αναδημοσίευση από το Αντίβαρο - Ημερομηνία δημοσίευσης: 31-10-09