Χρήστος Γιανναράς
Ο δημόσιος λόγος, για να είναι συνεπής στην ευθύνη και στην τιμή να είναι δημόσιος, οφείλει να είναι ειλικρινής άνευ όρων. Η ειλικρίνεια δεν εξασφαλίζει οπωσδήποτε αλάθητες εκτιμήσεις, άπταιστα ορθολογικά συμπεράσματα, άσφαλτες προβλέψεις. Εξ ορισμού, όμως, είναι ανυπότακτη σε σκοπιμότητες, ακόμα και στη «φιλάνθρωπη» σκοπιμότητα της αισιοδοξίας.
Η ειλικρίνεια, λοιπόν, επιβάλλει να κατατεθεί όσο το δυνατόν πιο έγκαιρα, η δυσάρεστη διάγνωση: Ο νέος πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του δείχνουν αφετηριακά παγιδευμένοι σε κάποιες, ίδιες ακριβώς, από τις προδιαγραφές αποτυχίας που οδήγησαν σε παταγώδη συντριβή τους προκατόχους τους.
Εχουν διαχειριστική εκδοχή της πολιτικής, οι επαγγελίες τους και τα πρώτα δείγματα πρωτοβουλιών τους κραυγάζουν πολιτική αγκυλωμένη στη λογική των «βελτιώσεων». Μπορεί οι «βελτιώσεις» να επιδιώκονται με αγνές προθέσεις, με ανιδιοτέλεια και όχι για εντυπωσιασμό. Δεν παύουν να είναι λαθεμένη πολιτική στην περίπτωση του ελλαδικού κράτους σήμερα. Το ελλαδικό κράτος, στο σημείο που έχει φτάσει, ή ανατάσσεται, μεταρρυθμίζεται στις πολύ βασικές του δομές και λειτουργίες, ή συνεχίζει να καταρρέει αδυσώπητα – δεν «βελτιώνεται».
Υπάρχει η διαχειριστική λογική, η πολιτική των αποσπασματικών «βελτιώσεων» και (στους αντίποδες) η επιτελική λογική, η πολιτική που τολμάει καίριες μεταρρυθμιστικές τομές. Η πρώτη περισπάται στα επιμέρους και ακυρώνεται από την κατεστημένη δυσλειτουργία του όλου. Η δεύτερη βασίζεται στην οξυδέρκεια, ζητάει να διακρίνει εκείνους τους βασικούς παράγοντες που καθορίζουν τους όρους λειτουργίας του όλου – παράγοντες ή άξονες θεσμικούς που αν η λειτουργία τους αναταχθεί, οι επιμέρους «βελτιώσεις» επέρχονται ως αυτονόητες, σχεδόν αυτοματικές.
Για την επιτελική λογική οι βασικοί παράγοντες ή θεσμικοί άξονες λειτουργίας του κράτους και ευρύτερα της κοινωνίας, δεν είναι κάποιες σταθερά προκαθορισμένες υπηρεσίες (το Γενικό Λογιστήριο, λ. χ. ή όποιο συντονιστικό υπουργείο). Είναι εκείνοι οι θεσμοί ή παράγοντες που προσφέρονται για να ενσαρκώσουν όσους στόχους θέλει να υπηρετήσει μια κυβέρνηση – οι στόχοι υπαγορεύουν το τι και το πώς των μεταρρυθμίσεων, όχι η διαβάθμιση χρησιμότητας των θεσμών. Επιτελική είναι η πολιτική λογική που ξέρει να θέτει στόχους και να προσαρμόζει τη λειτουργία του κράτους (και των κοινωνικών θεσμών) στις απαιτήσεις των στόχων.
Επιτελική πολιτική λογική στην Ελλάδα, μετά τον Ιωάννη Μεταξά, είχε μόνο ο Ανδρέας Παπανδρέου. Προανάγγειλε ξεκάθαρο στόχο: Να πραγματοποιήσει «κοινωνικό μετασχηματισμό», δηλαδή να καταστήσει πλειοψηφικό ρεύμα στην ελλαδική κοινωνία τους «απελεύθερους» από συντηρητικές προκαταλήψεις και ηθικές αναστολές, που θα ψηφίζουν πια ισόβια με φανατισμό τον «ελευθερωτή» τους.
Αυτός ήταν ο στόχος που έπρεπε να σαρκωθεί σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις με οποιοδήποτε κόστος. Να εμφανιστεί η ψηφοθηρική «απελευθέρωση» σαν «δημοκρατική κατάκτηση». Πρώτο θεσμικό μέτρο, δαιμονικής ευφυΐας και αποτελεσματικότητας: η κατάργηση κάθε ιεραρχικής διαβάθμισης των λειτουργών του κράτους – οι δημόσιοι υπάλληλοι να διαφοροποιούνται μόνο μισθολογικά και μόνο με βάση τα χρόνια υπηρεσίας, όχι την ικανότητα, την εργατικότητα, τη δημιουργική φαντασία. Δεύτερο, επομένως, θεσμικό μέτρο, η κατάργηση κάθε εποπτείας, ελέγχου και αξιολόγησης, κάθε διάκρισης ποιοτήτων, κάθε κινήτρων δημιουργικότητας.
Προκειμένου να εμπεδωθεί συνολικά στην κοινωνία ο «μετασχηματισμός» της «δημοκρατικής» ισοπέδωσης και η αφοσίωση των «απελεύθερων», έπρεπε να περάσει οπωσδήποτε και στα σχολειά – είναι ο αποτελεσματικότερος δίαυλος για την επιβολή μιας αλλαγής. Τρίτο, λοιπόν, θεσμικό μέτρο: καταργήθηκε, εκτός από την ιεραρχική διαβάθμιση και την κριτική αξιολόγηση των διδασκόντων και κάθε έλεγχος επίδοσης των μαθητών («κάτω τα αιματοβαμμένα γραφτά», τα διορθωμένα από τον δάσκαλο με κόκκινο μολύβι), αποκλείστηκε το ενδεχόμενο να απορριφθεί μαθητής και να επαναλάβει την τάξη, επομένως έχασε κάθε νόημα και ο θεσμός των «μετεξεταστέων», χάθηκαν από την εκπαίδευση ακόμη και οι λέξεις «αριστεία», «άμιλλα», «βράβευση».
Το παράδειγμα είναι ελάχιστο και εκτίθεται εδώ τηλεγραφικά (θα μπορούσε να συνοδευθεί από άπειρα παρόμοια του παπανδρεϊκού «μετασχηματισμού»). Αλλά είναι και άκρως αντιπροσωπευτικό της επιτελικής λογικής που προτάσσει τους στόχους (έστω δαιμονικά ηροστράτειους) και μεταρρυθμίζει τους θεσμούς για να πετύχει τη στόχευση.
Ο Κ. Μητσοτάκης, ο Κ. Σημίτης, ο Κ. Καραμανλής ο «βραχύς» νόμισαν ότι μπορούν να αναιρέσουν τα επιτεύγματα της επιτελικής λογικής και των μεταρρυθμιστικών τομών του Α. Γ. Παπανδρέου με τη λογική των «βελτιώσεων». Κατέρρευσαν και οι τρεις με το στίγμα της αποτυχίας, της ντροπής. Τώρα και ο Γ. Α. Παπανδρέου μοιάζει να μην διδάχθηκε τίποτε από την εξευτελιστική συμφορά τους. Εμφανίζεται και αυτός να θέλει να πετύχει πάταξη της φοροδιαφυγής, ανάκαμψη της παραγωγικότητας, δημιουργική επανενεργοποίηση της λειτουργίας του κράτους χωρίς να παραιτηθεί από τους στόχους του Ηρόστρατου πατέρα του και τις κατεστημένες πια θεσμικές ενσαρκώσεις αυτών των στόχων.
Δεύτερη προδιαγραφή αποτυχίας στην οποία μοιάζει παγιδευμένος ο ανερμήνευτα ευνοημένος από τις «συγκυρίες» νέος πρωθυπουργός, είναι η έκδηλη ψευδαίσθησή του ότι ο λαός τον έκρινε άξιο, ενδεδειγμένο, ικανό για το αξίωμα. Δεν μπορεί να δει ότι στην εξουσία τον έφερε ο θυμός του λαού, η οργή για την απίστευτη ανικανότητα του αντιπάλου του – όχι η εκτίμηση του λαού, όχι η αναγνώριση δικών του πλεονεκτημάτων. Οι τελευταίες εκλογές ήταν τυφλή έκρηξη θυμού, μαζί και συνετός τρόμος για το ενδεχόμενο ακυβερνησίας της χώρας σε συνθήκες καταβαραθρωμένης οικονομίας. Οσος θυμός αρνήθηκε να επιστρέψει «επί το ίδιον εξέραμα», να ξαναψηφίσει ΠΑΣΟΚ ή Ν. Δ., πρόσφερε, το ίδιο τυφλά, είσοδο στη Βουλή στην κωμικά «συνασπισμένη» καπηλεία της Αριστεράς.
Το 2004, την ίδια ψευδαίσθηση ότι είναι ο εκλεκτός του λαού (και όχι ο ευνοημένος της λαϊκής οργής για τον Σημίτη) είχε και ο κατισχυμένος σήμερα προκάτοχος της πρωθυπουργίας. Ωσάν ο λαός να μην είχε πιστοποιήσει ότι είκοσι χρόνια το κόμμα του και εφτά χρόνια ο ίδιος σαν αρχηγός είχαν αποδειχθεί ανύπαρκτοι πολιτικά, δίχως πρόταση, δίχως στόχους άλλους από τη μίμηση του ανδρεϊκού αμοραλισμού (και όχι βέβαια της επιτελικής λογικής του). Δυστυχώς και όσοι φιλοδοξούν τώρα να τον διαδεχθούν, είναι το ίδιο εγκληματικά ανυποψίαστοι.
Υπάρχει στα πρώτα ενεργήματα του νέου πρωθυπουργού μια ένδειξη επιτελικής λογικής (μοιάζει «άνωθεν» υπαγορευμένη): Η ανάληψη από τον ίδιο του υπουργείου Εξωτερικών, με αναπληρωτή υπουργό όχι απλό υποστηρικτή της Πλεκτάνης Ανάν, αλλά ίσως έναν από τους συντάκτες του νομικού αυτού τερατουργήματος. Αυτή η απροκάλυπτη πρόκληση, σχεδόν ιταμή, σε συνδυασμό με την πλήρη αποσιώπηση των «εθνικών θεμάτων» από τον πρωθυπουργό στην προεκλογική περίοδο και μαζί με την απροειδοποίητη κατάργηση των υπουργείων Μακεδονίας - Θράκης και Αιγαίου, μοιάζει να σηματοδοτούν επιτελική αλλαγή κεντρικού στόχου και προσανατολισμού του ελλαδικού κρατιδίου στη διαχείριση της αυτονομίας του, των συνόρων του, της ιστορικής του συνείδησης.
Αν είναι έτσι, πρέπει να περιμένουμε «απόλυση» Κάρολου Παπούλια, ταχύτατο, άνευ όρων κλείσιμο του Κυπριακού και του Σκοπιανού, μοιρασιά του Αιγαίου.
Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή - Ημερομηνία δημοσίευσης: 18-10-09